Τι σημαίνει το posizione στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης posizione στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του posizione στο Ιταλικό.

Η λέξη posizione στο Ιταλικό σημαίνει θέση, οπτική γωνία, θέση, κοινωνική θέση, συντεταγμένες, γεωγραφικό μήκος και πλάτος, κατάλληλη θέση, βάση, προσανατολισμός, θέση, θέση, στάση, θέση, θέση, διαπραγματευτική θέση, στάση, θέση, θέση, θέση, ποζισιόν, τοποθεσία, θέση, θέση, τοποθεσία, στάση, θέση, θέση, στάση, ειρμός, σειρά, κατάταξη, οπτική, σκέψεις, τοποθέτηση, θέση, σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή, θέση, άποψη, στάση, υπόληψη, όγδοος, χαμηλή θέση, όγδοος, έκτος, θέση, με επίγνωση θέσης, σε πλεονεκτική θέση, άνετα, βολικά, αναπαυτικά, ξεκούραστα, σε ετοιμότητα, με την πλάτη όρθια, ισόπαλος με κπ, που φέρει την ευθύνη, αξίωμα φυλάρχου, πρηνισμός, ύπτια θέση, δεκαδική μονάδα, ιεραποστολική στάση, πρώτη θέση, στάση του λωτού, σκληρότερη τοποθέτηση, κενή θέση, επιθυμητή θέση, αιτών, αιτούσα, επιθυμητή θέση εργασίας, κενή θέση εργασίας, ηγετική θέση, θέση στην αγορά, επίσημη γραμμή, άριστη τοποθεσία, η θέση του σέντερ χαφ, κατώτερο επίπεδο, βασικό επίπεδο, υπολογισμός στίγματος εξ αναμετρήσεως, θέση που μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω δημόσια για κπ θέμα, δύσκολη θέση, χορευτική στάση όπου οι παρτενέρ κρατιούνται από τα χέρια χωρίς να έχουν σωματική επαφή, ο χρόνος που περνά το μωρό μπρούμυτα, εκφράζω την άποψή μου, ελέγχω την αγορά, επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ, αντιστέκομαι σε κπ/κτ, όρθια στάση, σημείο, αυτός που εγκαταλείπει, υψηλή κατάταξη, θέση ισχύος, ισχιακή προβολή, πατάω πόδι, στέκομαι σε ανάπαυση, είμαι στην κατάλληλη θέση να κάνω κτ, βαθύ κάθισμα, δεν παίρνω θέση, τοποθετώ, που έχει πάει/τοποθετηθεί πίσω, ανεσταλμένος, ετοιμάσου, ανοιχτή θέση, κενή θέση, ενδέκατος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης posizione

θέση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dalla sua posizione sulla scala, Henry poteva guardare lontano.
Από τη θέση του στη σκάλα, ο Χένρι μπορούσε να δει μακριά.

οπτική γωνία

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Dalla sua posizione Dave poteva vedere tutti quelli che si avvicinavano alla casa.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η αστυνομία ζητά πληροφορίες για το πού βρίσκεται ο δράστης.

κοινωνική θέση

sostantivo femminile (sociale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συντεταγμένες, γεωγραφικό μήκος και πλάτος

sostantivo femminile (coordinate geografiche)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dateci la vostra posizione, invieremo soccorsi al più presto.

κατάλληλη θέση

sostantivo femminile

La scala è in posizione per l'uso.
Η σκάλα είναι στην κατάλληλη θέση για χρήση.

βάση

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una volta iniziato a frequentare il master, Jess ebbe problemi a conquistare la sua posizione professionalmente.

προσανατολισμός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La posizione della nave rendeva difficile l'attracco.
Ο προσανατολισμός του πλοίου έκανε δύσκολο τον ελλιμενισμό.

θέση

sostantivo femminile (opinione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
George ha chiarito la sua posizione.
Ο Γιώργος ξεκαθάρισε τη θέση του.

θέση, στάση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La posizione del professore sulla questione è chiara.
Η θέση (or: στάση) του καθηγητή σε αυτό το θέμα είναι ξεκάθαρη.

θέση

sostantivo femminile (ruolo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Troy usa la sua posizione per vantaggio personale.
Ο Τρόι χρησιμοποιεί τη θέση του για προσωπικό όφελος.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dovrebbe tenere presente la sua posizione in società e smetterla di combinare guai. // Non vivrei la mia vita come fai tu, ma non sono davvero nella posizione per giudicare.

διαπραγματευτική θέση

sostantivo femminile

Hanno una posizione forte al tavolo negoziale.

στάση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il suo corpo era in una posizione scomoda.

θέση

sostantivo femminile (situazione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il voto lascia alcuni legislatori in una posizione imbarazzante.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il plotone scelse una posizione sulla collina.

θέση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gary ha mosso la sua pedina in una posizione favorevole.

ποζισιόν

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I ballerini sono tornati in prima posizione.

τοποθεσία, θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nostra nuova casa è in una bella posizione, circondata dagli alberi.

θέση

sostantivo femminile (sport: in campo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mio nipote è un brillante calciatore, ma non so bene in quale posizione giochi.

τοποθεσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo trovato la sua posizione: si trova tra la chiesa e la scuola.
Βρήκαμε την τοποθεσία του: είναι ανάμεσα στην εκκλησία και το σχολείο.

στάση

sostantivo femminile (σώματος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rick aspettava all'angolo con posa rilassata.
Ο Ρικ περίμενε στη γωνία, και η στάση του σώματός του χαλαρή.

θέση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θέση

(κενή, ανοιχτή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho passato in rassegna il personale attuale e penso che ci sia una posizione per lei.

στάση

(μτφ: συμπεριφορά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ειρμός

(di pensiero)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La sua linea di pensiero è coerente con quella delle autorità religiose.
Ο ειρμός των σκέψεών του συνάδει με τις απόψεις των θρησκευτικών αρχών.

σειρά, κατάταξη

(in classifica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il posizionamento di John nella maratona era nell'ultima metà.

οπτική

sostantivo femminile (idee)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Progressisti e conservatori hanno visioni politiche diverse.
Οι Συντηρητικοί και οι Φιλελεύθεροι έχουν διαφορετικές πολιτικές οπτικές.

σκέψεις

(opinione)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Qual'è la tua opinione (or: posizione) riguardo alla politica estera del governo?
Τι γνώμη (or: άποψη) έχεις για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης;

τοποθέτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La collocazione di armi nello spazio è molto controversa.

θέση

(nautica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Σύντομα χαθήκαμε στους σκοτεινούς δρόμους χωρίς να έχουμε ιδέα που βρισκόμασταν.

σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le troupe giornalistiche erano pronte, in attesa di ricevere un grande annuncio da parte del presidente.

θέση, άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Daphne non era per niente d'accordo con l'atteggiamento di Evelyn sulla faccenda.
Η Δάφνη καθόλου δε συμφωνούσε με την θέση της Έβελυν για το θέμα.

στάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cattiva postura di Robert era una conseguenza della scoliosi.

υπόληψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Glenn è una persona che gode di rispettabilità nella comunità locale.

όγδοος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Margret si è classificata ottava nella gara di corsa.

χαμηλή θέση

όγδοος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cindy è stata brava: è arrivata ottava tra 60 corridori.

έκτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
David è arrivato sesto alla gara.

θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Steve spera in un posto nelle vendite.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι μεγάλη εταιρεία, όλο και κάποια θέση θα υπάρχει για σένα.

με επίγνωση θέσης

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σε πλεονεκτική θέση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άνετα, βολικά, αναπαυτικά, ξεκούραστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I ricercatori hanno misurato l'attività cerebrale dell'uomo mentre era a riposo.

σε ετοιμότητα

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli atleti erano in posizione sulla linea di partenza per iniziare la gara.

με την πλάτη όρθια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si sedeva con la schiena diritta al minimo rumore. // La madre trovò il figlio con la schiena dritta nel letto dopo un incubo.

ισόπαλος με κπ

locuzione avverbiale (gara)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που φέρει την ευθύνη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αξίωμα φυλάρχου

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρηνισμός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ύπτια θέση

sostantivo femminile

δεκαδική μονάδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Arrotonda queste cifre affinché vengano corrette a due posizioni decimali.

ιεραποστολική στάση

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Quasi tutti i mammiferi si accoppiano montando la femmina da dietro, mentre gli esseri umani preferiscono la posizione del missionario.

πρώτη θέση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sono riuscito ad arrivare al primo posto nell'ultima gara, nonostante una partenza un po' fiacca.

στάση του λωτού

sostantivo femminile (yoga)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho imparato a fare la posizione del loto a lezione di yoga. La meditazione spesso viene effettuata seduti nella posizione del loto.
Έμαθα τη στάση του λωτού στο μάθημα της γιόγκας. Ο διαλογισμός συχνά γίνεται στη στάση του λωτού.

σκληρότερη τοποθέτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κενή θέση

sostantivo femminile (posto di lavoro disponibile)

επιθυμητή θέση

sostantivo femminile (σε βιογραφικό)

αιτών, αιτούσα

(για θέση εργασίας)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Abbiamo 300 candidati alla posizione ma solo cinque posti vacanti.

επιθυμητή θέση εργασίας

sostantivo femminile (domanda di assunzione)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κενή θέση εργασίας

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ηγετική θέση

sostantivo femminile

I dati delle vendite del primo quadrimestre hanno confermato la posizione eminente della nostra azienda nel mercato.

θέση στην αγορά

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La posizione di mercato dell'azienda è scesa negli ultimi anni.

επίσημη γραμμή

sostantivo femminile (μεταφορικά)

άριστη τοποθεσία

sostantivo femminile

Il nuovo casino sarà in una ottima posizione tra l'aeroporto e lo stadio.

η θέση του σέντερ χαφ

sostantivo femminile (calcio: campo) (ποδόσφαιρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατώτερο επίπεδο, βασικό επίπεδο

sostantivo femminile (lavoro)

υπολογισμός στίγματος εξ αναμετρήσεως

(nautica: tecnica di localizzazione)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θέση που μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω δημόσια για κπ θέμα

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δύσκολη θέση

sostantivo femminile (μεταφορικά)

χορευτική στάση όπου οι παρτενέρ κρατιούνται από τα χέρια χωρίς να έχουν σωματική επαφή

sostantivo femminile (danza, posizione dei piedi)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ο χρόνος που περνά το μωρό μπρούμυτα

(bebé: posizione prona)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εκφράζω την άποψή μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puoi scegliere tra prendere una posizione o non essere ascoltato.

ελέγχω την αγορά

(ιδιωματισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ

αντιστέκομαι σε κπ/κτ

όρθια στάση

sostantivo femminile

Stare in posizione eretta quando lavori è meglio che stare seduti.
Η όρθια στάση ενώ δουλεύεις είναι καλύτερη από το να κάθεσαι.

σημείο

(με καλή θέα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αυτός που εγκαταλείπει

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υψηλή κατάταξη

(classifica)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέση ισχύος

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ισχιακή προβολή

locuzione aggettivale (feto)

Un'ecografia confermò che il bambino di Susan era in posizione podalica.
Ο υπέρηχος επιβεβαίωσε ότι το μωρό της Σούζαν βρισκόταν σε ισχιακή προβολή.

πατάω πόδι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho dovuto prendere una posizione decisa e dirgli che non avrei più mentito per lui.

στέκομαι σε ανάπαυση

(militare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le truppe erano a riposo nella piazza d'armi.
Τα στρατεύματα στέκονταν σε ανάπαυση στον χώρο της παρέλασης.

είμαι στην κατάλληλη θέση να κάνω κτ

verbo intransitivo (figurato: lavoro, potere)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βαθύ κάθισμα

sostantivo femminile (κατά λέξη, γυμναστική)

Ben si mise in posizione accovacciata dietro il cespuglio per evitare di essere visto.
Ο Μπεν έκανε ένα βαθύ κάθισμα πίσω από το φράχτη για να μην τον δουν.

δεν παίρνω θέση

(για κάποιο θέμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο γερουσιαστής δεν πήρε θέση στο ερώτημα.

τοποθετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε σωστή θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La Casa Bianca ha preso una posizione per aver affrontato la crisi del carburante.

που έχει πάει/τοποθετηθεί πίσω, ανεσταλμένος

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Guardando il giardino vedrai che la betulla è arretrata contro la staccionata.

ετοιμάσου

(trasporto aereo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Su tutti gli aerei c'è un foglio illustrativo che descrive come mettersi in posizione d'impatto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ετοιμάσου. Σε λίγο προσγειωνόμαστε.

ανοιχτή θέση, κενή θέση

ενδέκατος

locuzione avverbiale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La nostra squadra si è piazzata all'undicesimo posto al torneo.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του posizione στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.