Τι σημαίνει το mezzi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mezzi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mezzi στο Ιταλικό.
Η λέξη mezzi στο Ιταλικό σημαίνει τα προς το ζην, δύο μισά, μέσο, μέσα, μέτζο, μέσο, καλλιτεχνικό μέσο, ψευτο-, εργαλείο, όργανο, μέσο, ευκαιρία, Δεν υπάρχει άλλη λύση., μέση, μέθοδος, μέσο, μέθοδος, μισο-, βιοπορισμός, αδέκαρος, απένταρος, απότομα, ευθέως, με άλλον τρόπο, μέσα διαβίωσης, μέσα επιβίωσης, έκθεση ατμοκίνητων οχημάτων, το μέσο για να πετύχω κτ, βαρέα οχήματα, κάρτα απεριορίστων διαδρομών, δύο δεύτερα, δημόσιες συγκοινωνίες, μέσα μαζικής μεταφοράς, υποχρέωση μέσων, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λεωφορειολωρίδα, αυτοαποτελεσµατικότητα, έχω τα μέσα, έχω τα χρήματα, έχω τον τρόπο, τα λέω έξω από τα δόντια, είμαι ευθύς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mezzi
τα προς το ζην
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La squadra non aveva i mezzi, in termini di talento, indole e tattiche, per vincere la partita. |
δύο μισά
Χώρισε την πίτσα στα δύο και μετά στα τέσσερα. |
μέσοsostantivo plurale maschile (metodi) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il fine giustifica i mezzi. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». |
μέσα(economici) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Kevin non ha i mezzi per comprarsi un'auto sportiva. Ο Κέβιν δεν έχει τα μέσα για να αγοράσει σπορ αυτοκίνητο. |
μέτζοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μέσο(tramite) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Per mezzo della televisione i bambini vedono il mondo. Με μέσο την τηλεόραση, τα παιδιά βλέπουν τον κόσμο. |
καλλιτεχνικό μέσοsostantivo maschile (mezzo espressivo) Normalmente lavora utilizzando come mezzi marmo o vetro. Συνήθως χρησιμοποιεί το μάρμαρο ή το γυαλί ως καλλιτεχνικό μέσο. |
ψευτο-aggettivo Gli fece un mezzo sorriso dopo quella battuta scema. |
εργαλείο, όργανοsostantivo maschile (attrezzo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le squadre di perforazione del petrolio usano mezzi speciali per penetrare gli strati di roccia. |
μέσοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Era nel mezzo della sua carriera quando decise di tornare a scuola. |
ευκαιρίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il film è un mezzo perfetto per questo attore. |
Δεν υπάρχει άλλη λύση.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non c'è altro rimedio per questo. Dobbiamo vendere la casa. |
μέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La linea delle 50 iarde è al centro del campo di football. Η γραμμή του κέντρου βρίσκεται στη μέση του ποδοσφαιρικού γηπέδου. |
μέθοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo metodo di persuasione si serve sia del fascino che dell'intimidazione. Η μέθοδος με την οποία προσπαθεί να σε πείσει συνδυάζει γοητεία με φοβέρα. |
μέσο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La corruzione del politico è stato lo strumento che ha portato alla sua caduta. Η διαφθορά του πολιτικού ήταν η αιτία για την πτώση του. |
μέθοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Che espediente raccomanderesti per far sì che gli impiegati lavorino con più impegno? Ποια μέθοδο (or: τακτική) θα πρότεινες για να κάνουμε τον κόσμο να δουλεύει πιο σκληρά; |
μισο-
Sono quasi pronto per andare. Είμαι μισοέτοιμος να φύγουμε. |
βιοπορισμός(διαδικασία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Λόγω της οικονομικής ύφεσης, ο Λάρι έχασε τη δουλειά και το ψωμί του. |
αδέκαρος, απένταρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'uomo povero in canna pregò sua sorella per avere un prestito. |
απότομα, ευθέως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il mio maestro di musica mi ha detto senza mezzi termini che non avrei passato l'esame. |
με άλλον τρόποavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si accorse presto che avrebbe dovuto mantenersi in altro modo. |
μέσα διαβίωσης, μέσα επιβίωσηςsostantivo plurale maschile (μέσα επιβίωσης) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I mezzi di sostentamento della tribù si basano sulla raccolta di piante selvatiche e sulla caccia di piccoli animali. |
έκθεση ατμοκίνητων οχημάτωνsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το μέσο για να πετύχω κτsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non importa se ha mentito, il suo è stato un comportamento strumentale. |
βαρέα οχήματαsostantivo plurale maschile (viabilità) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ai mezzi pesanti è stato vietato l'accesso al villaggio perché le vibrazioni stavano minando le fondamenta delle case più antiche. |
κάρτα απεριορίστων διαδρομώνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δύο δεύτεραsostantivo plurale maschile (musica: tempo, metro) (μουσική) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
δημόσιες συγκοινωνίεςsostantivo plurale maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La neve ha bloccato i mezzi pubblici. Το χιόνι διέκοψε τη λειτουργία των δημόσιων συγκοινωνιών. |
μέσα μαζικής μεταφοράςsostantivo plurale maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La rete di trasporti pubblici di New York include metropolitane e autobus. |
υποχρέωση μέσωνsostantivo femminile (diritto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέσα κοινωνικής δικτύωσης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le riprese dell'incidente furono ampiamente condivise sui social media. |
λεωφορειολωρίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αυτοαποτελεσµατικότηταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έχω τα μέσαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: denaro) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vorrei aiutare a finanziare il progetto, ma sfortunatamente non ne ho i mezzi. |
έχω τα χρήματαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ora non abbiamo i mezzi per comprare un'auto nuova. |
έχω τον τρόποverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho i mezzi per farla parlare signor Bond! |
τα λέω έξω από τα δόντιαverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La giornalista espresse senza mezzi termini la sua avversione per i politici. |
είμαι ευθύς
|
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mezzi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του mezzi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.