Τι σημαίνει το larga στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης larga στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του larga στο Ιταλικό.

Η λέξη larga στο Ιταλικό σημαίνει ριχτός, φαρδύς, το πιο μακρινό σημείο της θάλασσας που βλέπει κπ από την ακτή, ως εκεί που φτάνει το μάτι, έχω πλάτος, λάργκο, αέρινος, χυτός, κατά πλάτος, φαρδύς, χαλαρός, φαρδύς, κύκλος, οδός, φαρδύς, πλατύς, φαρδύς, πλατύς, χαχόλικος, φαρδύς, γενναιόδωρος, απλόχερος, φαρδύς, χαλαρός, χαλαρά, πλατιά, που δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό, μακριά, ευρέως, ανοιχτοχέρης, ανοικτοχέρης, απλοχέρης, μεγάλης κλίμακας, πλατύφυλλος, με μεγάλο γείσο, ευρυζωνικός, σε μεγάλη κλίμακα, σε ευρεία κλίμακα, σε μεγάλο βαθμό, εκτενώς, ευρέως, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, ευρυζωνικότητα, πλατύγυρη ρεπούμπλικα, τσάντα, τσάντα, αεροσκάφος φαρδιάς ατράκτου, αγρόκτημα, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, αποφεύγω, αποφεύγω, κρατάω απόσταση από κπ/κτ, κρατώ απόσταση, δεν πατάω, δεν περπατώ σε, αποφεύγω, ευρυζωνικός, αποφεύγω, μένω μακριά από κπ/κτ, απέχω από κτ, εκτεταμένος, φαρδιάς ατράκτου, μένω μακριά από κπ/κτ, αποφεύγω να κάνω κτ, μεγάλος, πλατύγυρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης larga

ριχτός, φαρδύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I pantaloni larghi non sono una tenuta adatta da ufficio.
Τα φαρδιά παντελόνια δεν αποτελούν κατάλληλη ενδυμασία για δουλειά γραφείου.

το πιο μακρινό σημείο της θάλασσας που βλέπει κπ από την ακτή, ως εκεί που φτάνει το μάτι

sostantivo maschile (mare, oceano, ecc.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

έχω πλάτος

aggettivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La tavola è larga un metro.
Ο μαραγκός διάλεξε τρεις σανίδες πλάτους 20 εκατοστών.

λάργκο

aggettivo (tempo musicale)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αέρινος, χυτός

aggettivo (vestiti)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate indossava un vestito largo.
Η Κέιτ φορούσε ένα αέρινο φόρεμα.

κατά πλάτος

aggettivo (από τη μια πλευρά ως την άλλη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La piscina era larga 10 metri.

φαρδύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Preferisco vestiti larghi e leggeri.

χαλαρός, φαρδύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La vibrazione del motore ha allentato il supporto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πρέπει να έχω χάσει κιλά, γιατί το παντελόνι μου είναι χαλαρό (or: φαρδύ).

κύκλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Κάναμε μεγάλο κύκλο για να φτάσουμε εκεί.

οδός

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φαρδύς, πλατύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'è un ampio spazio tra i due edifici.
Υπάρχει ένα φαρδύ κενό ανάμεσα στα δυο κτίρια.

φαρδύς, πλατύς

aggettivo (μέγεθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vive in una larga strada alberata.
Ζει σε έναν φαρδύ (or: πλατύ), δεντρόφυτο δρόμο.

χαχόλικος

aggettivo (vestiti)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lisa preferisce le maglie larghe rispetto a quelle aderenti.

φαρδύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non sono troppo grandi per te quei pantaloni?

γενναιόδωρος, απλόχερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φαρδύς, χαλαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Indossa vestiti non aderenti per permettere alla pelle di traspirare.

χαλαρά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I vestiti di Sarah erano laschi per permetterle di tenersi fresca durante il caldo.
Τα ρούχα της Σάρα της είναι χαλαρά για να μένει δροσερή όταν κάνει ζέστη.

πλατιά

aggettivo (sorriso)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο Ντάνυ χαμογέλασε πλατιά προς το κοινό.

που δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μακριά

(από κάποιον/κάτι)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tieniti lontano da lui. È pericoloso.
Μείνε μακριά του. Είναι επικίνδυνος.

ευρέως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fu largamente riportato che la celebrità era morta, ma risultò essere una bufala.
Μεταδόθηκε ευρέως ότι ο διάσημος είχε πεθάνει, αλλά τελικά επρόκειτο για φάρσα.

ανοιχτοχέρης, ανοικτοχέρης, απλοχέρης

locuzione aggettivale (figurato: generoso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγάλης κλίμακας

avverbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A Washington DC si è verificata una protesta su larga scala contro la guerra in Iraq.

πλατύφυλλος

locuzione aggettivale (di pianta)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με μεγάλο γείσο

locuzione aggettivale (cappello) (καπέλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ευρυζωνικός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε μεγάλη κλίμακα, σε ευρεία κλίμακα

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Per fermare i mutamenti climatici è necessaria un'azione su vasta scala.

σε μεγάλο βαθμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'uomo condivide in gran parte il DNA con lo scimpanzé.

εκτενώς, ευρέως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono in corso indagini su vasta scala per rintracciare la scatola nera dell'aereo precipitato la settimana scorsa.

σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ευρυζωνικότητα

sostantivo femminile (internet) (γρήγορο ίντερνετ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dove viviamo non c'è banda larga, per cui dobbiamo usare il satellite.
Εκεί που ζούμε δεν υπάρχει ευρυζωνικότητα, γι' αυτό και χρησιμοποιούμε δορυφόρο.

πλατύγυρη ρεπούμπλικα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τσάντα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τσάντα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αεροσκάφος φαρδιάς ατράκτου

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγρόκτημα

sostantivo femminile (per l'esportazione)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου

(figurato)

Il vaccino è il modo più efficace per tenere l'influenza a debita distanza.

αποφεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cerco di tenermi alla larga dai cibi fritti.

αποφεύγω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stai alla larga da lui, ti porterà sulla cattiva strada.

κρατάω απόσταση από κπ/κτ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κρατώ απόσταση

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stephanie ha il morbillo, quindi se non vuoi beccartelo, tieniti alla larga.

δεν πατάω, δεν περπατώ σε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Παρακαλώ μην περπατάτε στο γρασίδι.

αποφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho insegnato al mio cane a stare alla larga dai mobili.

ευρυζωνικός

locuzione aggettivale (internet)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ti serve una connessione a banda larga per vedere video in streaming.
Χρειάζεσαι ευρυζωνική σύνδεση για να παίξεις το βίντεο.

αποφεύγω

verbo intransitivo (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μένω μακριά από κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stai lontano da me! Ho il morbillo.
Μείνε μακριά μου! Έχω ιλαρά.

απέχω από κτ

(figurato)

Voglio dimagrire, perciò per un po' starò lontano dal cioccolato.
Θέλω να χάσω βάρος, έτσι απέχω από τις σοκολάτες για κάποιο διάστημα.

εκτεταμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il lavoro del filosofo esprime una teoria completa sulla libertà personale.
Το έργο αυτού του φιλοσόφου παρουσιάζει μια ευρεία θεωρία για την προσωπική ελευθερία.

φαρδιάς ατράκτου

locuzione aggettivale (aeroplano) (αεροσκάφος)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μένω μακριά από κπ/κτ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποφεύγω να κάνω κτ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kiera è un'insicura: tende a tenersi alla larga dagli incontri con persone nuove.

μεγάλος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La polizia ha dato inizio a una caccia al fuggitivo su larga scala.

πλατύγυρος

locuzione aggettivale (cappelli)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του larga στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.