Τι σημαίνει το pace στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pace στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pace στο Ιταλικό.
Η λέξη pace στο Ιταλικό σημαίνει ειρήνη, γαλήνη, ηρεμία, -, -, έκκληση για ανακωχή, έκκληση για εκεχειρία, ειρήνη, χριστιανική ειρήνη, ηρεμία, ησυχία, ηρεμία, ομόνοια, κατευνασμός, ησυχία, ηρεμία, ηρεμία, ησυχία, γαλήνη, φιλική διάθεση, ησυχία, ηρεμία, γαλήνη, ησυχία, γαλήνη, ηρεμία, ειρηνοποιός, ειρηνευτής, τα ξαναβρίσκω, ειρηνικός, σε αρμονία, συμφιλιωμένος, αιωνία του/της η μνήμη, ο Θεός μαζί σου, πορεύσου εν ειρήνη, πάρτο απόφαση, δέξου το, διατήρηση της ειρήνης, ειρήνη, ειρηνοδίκης, ένδειξη καλής θέλησης, πίπα της ειρήνης, λευκή περιστερά, συμφιλίωση, βραβείο Νόμπελ, καταφύγιο, εσωτερική ηρεμία, εσωτερική γαλήνη, επί γης ειρήνη, παγκόσμια ειρήνη, ειρηνοδίκης, Ειρηνοδικείο, ηρεμία, ειρήνη και αγάπη, ειρηνευτικός διάλογος, κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλους, συνυπάρχω αρμονικά, ζω ειρηνικά, έρχομαι ειρηνικά, αποκαθιστώ την ειρήνη, φέρνω ειρήνη, επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση, ειρηνικός, που με τρώει, συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε, ειρηνευτική δύναμη, αφήνω κτ όπως είναι, συμφιλιώνομαι, συμφιλιώνομαι, αφήνω κπ σε ησυχία, αφήνω κπ στην ησυχία του, αφήνω κπ ήσυχο, τα βρίσκω, τα ξαναβρίσκω, σήμα της ειρήνης, ειρηνιστής, ειρηνιστής, ειρηνευτική συμφωνία, καρχηδόνια ειρήνη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pace
ειρήνηsostantivo femminile (όχι πόλεμος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo la fine della guerra ci furono 30 anni di pace prima della guerra successiva. Μετά τη λήξη του πολέμου, πέρασαν 30 χρόνια ειρήνης μέχρι τον επόμενο πόλεμο. |
γαλήνη, ηρεμίαsostantivo femminile (ησυχία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Andò in camera sua in cerca di un po' di pace e di tranquillità. Πήγε στο δωμάτιό της για λίγη γαλήνη (or: ηρεμία). |
-sostantivo femminile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Dopo anni di depressione, è finalmente in pace con se stesso. Μετά από χρόνια κατάθλιψης, επιτέλους τα έχει βρει με τον εαυτό του. |
-sostantivo femminile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I due paesi in conflitto hanno fatto la pace dopo 3 anni di guerra. Οι δυο χώρες συνθηκολόγησαν μετά από τρία χρόνια πολέμου. |
έκκληση για ανακωχή, έκκληση για εκεχειρίαsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ειρήνηsostantivo femminile (έλλειψη πολέμου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il paese andò incontro a un periodo di pace decenni dopo la guerra civile. |
χριστιανική ειρήνη
|
ηρεμία, ησυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sì, per favore, porta i bambini un po' fuori. Potrei sfruttare un po’ di pace. Ναι, σε παρακαλώ, πήγαινε τα παιδιά μια βόλτα. Μου χρειάζεται λίγη ηρεμία. |
ηρεμίαsostantivo femminile (interiore) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha riscoperto una sensazione di pace una volta scomparse tutte le preoccupazioni. Βρήκε ξανά την ηρεμία του μόλις πέρασαν οι ανησυχίες του. |
ομόνοιαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) "Non dobbiamo permettere a nulla di minacciare la pace tra le nostre due nazioni", disse il Presidente. |
κατευνασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ησυχία, ηρεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cindy non veniva mai notata in classe per via della sua tranquillità. |
ηρεμία, ησυχία, γαλήνηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il sisma ha disturbato la quiete del villaggio montano. Ο σεισμός κατέστρεψε την ηρεμία (or: γαλήνη) του ορεινού χωριού. |
φιλική διάθεσηsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Non preoccuparti, siamo in amicizia e non vogliamo litigare. |
ησυχία, ηρεμία, γαλήνηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cerco un po' di pace e tranquillità. |
ησυχίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mamma apprezza la pace di una casa vuota. |
γαλήνη, ηρεμίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La biblioteca è un angolo di quiete nel caos della città. |
ειρηνοποιός, ειρηνευτής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Gli Stati Uniti tentano di agire come pacificatori nel Medio Oriente. |
τα ξαναβρίσκωverbo riflessivo o intransitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La coppia si riconciliò dopo nove anni di faide. |
ειρηνικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I leader internazionali devono collaborare per trovare una soluzione pacifica alla crisi. |
σε αρμονία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμφιλιωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dopo anni di conflitto i due paesi sono in pace. Έπειτα από χρόνια σύγκρουσης οι δύο χώρες είναι πλέον συμφιλιωμένες. |
αιωνία του/της η μνήμηinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mio padre buonanima - riposi in pace - avrebbe saputo cosa fare in questa situazione. |
ο Θεός μαζί σουinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πορεύσου εν ειρήνηverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάρτο απόφαση, δέξου το(informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non ti piace il tuo lavoro? Fattelo andare bene, perché hai bisogno dei soldi. Δεν σου αρέσει η δουλειά σου; Πάρ' το απόφαση! Χρειάζεσαι τα λεφτά. |
διατήρηση της ειρήνηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Gli sforzi delle Nazioni Unite per il mantenimento della pace erano apprezzate dai civili. Οι πολίτες εκτίμησαν τις προσπάθειες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη διατήρηση της ειρήνης. |
ειρήνηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dobbiamo mantenere un forte esercito anche in tempo di pace. |
ειρηνοδίκηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Non ci serve un prete per sposarci, possiamo andare dal giudice di pace. |
ένδειξη καλής θέλησης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Dopo una bruttissima litigata, mio marito mi ha portato due dozzine di rose come offerta di pace. |
πίπα της ειρήνης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il vecchio Apache fumò dalla pipa della pace e poi la passò all'uomo che gli sedeva accanto. |
λευκή περιστεράsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il partito al governo inviò una colomba della pace all'opposizione. |
συμφιλίωσηverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La cosa migliore, quando litighiamo, è fare la pace dopo. |
βραβείο Νόμπελsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καταφύγιοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εσωτερική ηρεμία, εσωτερική γαλήνηsostantivo femminile |
επί γης ειρήνη(λόγιος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παγκόσμια ειρήνηsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ειρηνοδίκηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
Ειρηνοδικείοsostantivo maschile (controversie su piccole somme) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ηρεμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ειρήνη και αγάπηsostantivo femminile |
ειρηνευτικός διάλογος
|
κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλους(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνυπάρχω αρμονικά, ζω ειρηνικάverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έρχομαι ειρηνικάverbo intransitivo Quando qualcuno invade una terra, di norma afferma "Veniamo in pace": |
αποκαθιστώ την ειρήνη, φέρνω ειρήνηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύσηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I negoziatori stanno cercando la pace in Medio Oriente. |
ειρηνικόςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'economia in tempo di pace migliorava poiché il governo smise di spendere denaro nella guerra. |
που με τρώει(figurato: pensiero) (καθομ, μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκρατήσου, μαζέψου, σύνελθε(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Δεν είναι κάτι για το οποίο αξίζει να εκνευριστείς τόσο πολύ. Ξεκόλλα! |
ειρηνευτική δύναμη(militare) |
αφήνω κτ όπως είναι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I tuoi capelli stanno bene così. Lasciali stare! |
συμφιλιώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-) I bambini hanno fatto pace dopo che John si è scusato per aver rubato il giocattolo di Jim. |
συμφιλιώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo aver interrotto la rissa, la signorina Leonard disse ai ragazzi di stringersi la mano e fare pace. Αφού σταμάτησε τον καυγά, η δις Λέοναρντ είπε στα παιδιά να δώσουν τα χέρια και να τα βρουν. |
αφήνω κπ σε ησυχία, αφήνω κπ στην ησυχία του, αφήνω κπ ήσυχοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lascia in pace cinque minuti tua sorella! L'hai tormentata abbastanza. Μπορείς ν' αφήσεις την αδερφή σου ήσυχη για πέντε λεπτά; Αρκετά την πείραξες. |
τα βρίσκω, τα ξαναβρίσκωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abbiamo battibeccato, ma più tardi ci siamo baciati e abbiamo fatto pace. Είχαμε μια διαφωνία, λίγο μετά όμως φιληθήκαμε και τα ξαναβρήκαμε. |
σήμα της ειρήνηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ειρηνιστήςlocuzione aggettivale (pacifista) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ειρηνιστής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ειρηνευτική συμφωνίαsostantivo maschile |
καρχηδόνια ειρήνηsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pace στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του pace
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.