Τι σημαίνει το inganno στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης inganno στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του inganno στο Ιταλικό.
Η λέξη inganno στο Ιταλικό σημαίνει την φέρνω σε κπ, παραπλανώ, κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώ, ξεγελώ, εξαπατώ, κοροϊδεύω, παραπλανώ, εξαπατώ, εξαπατώ, ξεγελάω, κοροϊδεύω, εξαπατώ, εξαπατώ, κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώ, παραπλανώ, εξαπατώ, εξαπατώ, ξεγελώ, τη φέρνω σε κπ, απατώ, εξαπατώ, παραπλανώ, παίρνω κπ χαμπάρι, τη φέρνω σε κπ, πιάνω κπ κορόϊδο, προδίδω, προκαλώ απορία, μπερδεύω, ξεγελώ, παγιδεύω με δόλο, παραπλανώ, ξεγελάω, κοροϊδεύω, ξεγελάω, ζαβολιά, κλεψιά, δόλος, εξαπάτηση, απάτη, παραπλάνηση, πλάγια μέσα, απάτη, απάτη, απάτη, εξαπάτηση, μυστικοποίηση, μηχανορραφία, απάτη, παγίδα, πονηριά, δόλος, μαγικό κόλπο, κόλπο, μαγικό, θέατρο, κόλπο, απάτη, εξαπάτηση, παραπλάνηση, ταχυδακτυλουργία, κομπίνα, απάτη, γοητεία, σαγήνευση, τσαρλατανισμός, κομπογιαννιτισμός, παγίδα, κάτι παραπλανητικό, τη φέρνω σε κπ, δεν ξεγελιέμαι από κτ, παίζω με κτ, φορτώνω κτ σε κπ, εξαπατώ, παραπλανώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης inganno
την φέρνω σε κπ(καθομιλουμένη) |
παραπλανώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il criminale ha ingannato la polizia per poter scappare. Ο εγκληματίας παραπλάνησε την αστυνομία ώστε να ξεφύγει. |
κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώverbo transitivo o transitivo pronominale (για/ώστε να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi hanno ingannato facendomi pensare che avrei ricevuto l'assegno oggi. |
ξεγελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώ, κοροϊδεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ για να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Steve ha ingannato Joe per fargli fare il bucato tutta la settimana. Ο Στηβ εξαπάτησε τον Τζο για να κάνει τη μπουγάδα όλη την εβδομάδα. |
παραπλανώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate non si era resa conto che l'uomo che aveva incontrato su un sito di incontri la stava ingannando fino a farle spendere metà dei suoi risparmi. |
εξαπατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεγελάω, κοροϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ho mai sospettato che mi stesse raggirando. |
εξαπατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαπατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred pensò di aver fatto un ottimo investimento, ma in realtà era stato ingannato da un truffatore. |
κοροϊδεύω, εξαπατώ, ξεγελώ, παραπλανώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non lasciarti ingannare da questi allettanti annunci pubblicitari. |
παραπλανώ, εξαπατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'avvocato ha ingannato i nuovi clienti in merito alle reali possibilità di vincere la causa. |
εξαπατώ, ξεγελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giovane ha ingannato la casalinga per farsi dare del denaro. |
τη φέρνω σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'addetta alle vendite mi offrì un rimborso parziale ma intuivo che stava solo cercando di raggirarmi. Ο πωλητής προσπάθησε μου πρόσφερε μερική επιστροφή χρημάτων αλλά ήταν εμφανές πως προσπαθούσε να μου τη φέρει. |
απατώ, εξαπατώ, παραπλανώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω κπ χαμπάριverbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sam si rese conto che sua moglie lo aveva ingannato quando la vide che guardava attraverso la finestra. |
τη φέρνω σε κπ(informale) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πιάνω κπ κορόϊδοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando scoprì che gli mancava il portafoglio realizzò che lei lo aveva raggirato. |
προδίδωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Carlo I d'Inghilterra venne giustiziato per aver tradito il suo paese. Ο Κάρολος ο Πρώτος της Αγγλίας εκτελέστηκε καθώς πρόδωσε τη χώρα του. |
προκαλώ απορία, μπερδεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David ci ha disorientati quando ha rifiutato il lavoro ben pagato per nessun motivo apparente. |
ξεγελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν είναι αυθεντικό διαμάντι, σ' την έφεραν! |
παγιδεύω με δόλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραπλανώ, ξεγελάωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pensavo che mi amasse, ma mi stava solo illudendo. Νόμιζα πως μ' αγάπησε, αλλά εκείνος απλά με κορόιδευε. |
κοροϊδεύω, ξεγελάωverbo transitivo o transitivo pronominale (εξαπατώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ha preso in giro facendogli credere che lei fosse più giovane. Τον κορόιδεψε (or: ξεγέλασε) πως τάχα είναι μικρότερη. |
ζαβολιά, κλεψιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δόλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Questo è un mondo pieno di inganni. Υπάρχει πολύ ψέμα σ' αυτό τον κόσμο. |
εξαπάτηση, απάτη
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παραπλάνησηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλάγια μέσαsostantivo maschile |
απάτηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Agatha si sentiva in colpa per non aver detto al marito dove era realmente stata, ma si trattava solo di un piccolo inganno. Η Αγκάθα ένιωσε ένοχη που δεν είπε στο σύζυγό της την αλήθεια για το που βρισκόταν, ήταν όμως μόνο ένα μικρό ψέμα. |
απάτηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jeremy non riusciva a credere di essere caduto in un inganno così palese. Ο Τζέρεμυ δεν μπορούσε να πιστέψει πως την πάτησε από μια τόσο προφανή απάτη. |
απάτη, εξαπάτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μυστικοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μηχανορραφία, απάτη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παγίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tutto questo per sole cinquanta sterline? Dov'è il trucco? |
πονηριά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ulisse usò astuzia e scaltrezza per salvare i suoi uomini dal ciclope. |
δόλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Per mezzo di raggiri, l'azienda ha fatto comprare merce di qualità inferiore ai propri clienti. Η εταιρεία χρησιμοποιούσε δόλο για να κάνει τους πελάτες της να αγοράζουν εμπορεύματα κατώτερης ποιότητας. |
μαγικό κόλπο, κόλπο, μαγικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le riviste femminili usano l'inganno del fotoritocco per far apparire perfetti i corpi delle modelle. |
θέατρο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κόλπο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απάτη, εξαπάτηση, παραπλάνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταχυδακτυλουργία(μεταφορικά: τέχνασμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κομπίναsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απάτη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo diritto al trono risultò essere un inganno. Η διεκδίκησή του για τον θρόνο αποδείχτηκε πως ήταν κίβδηλη. |
γοητεία, σαγήνευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τσαρλατανισμός, κομπογιαννιτισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παγίδα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ti hanno invitato là, ma era una trappola per svaligiarti casa. Το ότι σε κάλεσαν εκεί ήταν τέχνασμα για να ληστέψουν το σπίτι σου. |
κάτι παραπλανητικόsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τη φέρνω σε κπ(informale, figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) . Ο Φρανκ προσπαθεί πάντα να μου τη φέρει με τις δικαιολογίες του. |
δεν ξεγελιέμαι από κτverbo riflessivo o intransitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mamma non si fa mai ingannare dalle tue scuse. Η μαμά καταλαβαίνει πάντα τις δικαιολογίες σου. |
παίζω με κτ
I bambini stavano giocherellando con i fiammiferi e, senza volerlo, hanno dato fuoco alla casa. |
φορτώνω κτ σε κπ(informale, figurato) Martin cercò di appiopparmi il suo vecchio portatile. Ο Μάρτιν προσπάθησε να μου φορτώσει τον παλιό του υπολογιστή. |
εξαπατώ, παραπλανώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του inganno στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του inganno
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.