Τι σημαίνει το trucco στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trucco στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trucco στο Ιταλικό.

Η λέξη trucco στο Ιταλικό σημαίνει προσπαθώ να μειώσω τους πόντους που σκοράρει η ομάδα μου, βελτιώνω απόδοση, πειράζω, φτιάχνω, στολίζω, φτιασιδώνω, μαγειρεύω, στήνω, στήνω, μαγικό κόλπο, θεατρικό μακιγιάζ, απάτη, κόλπο, τέχνασμα, κόλπο, κόλπο για κτ, κόλπο, παγίδα, κόλπο, τέχνασμα, επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματος, κόλπο, τέχνασμα, καλαμπούρι, καλλυντικά, τρικ, παγίδα, μακιγιάζ, τέχνασμα, κόλπο, επιδεξιότητα, πονηριά, κομπίνα, διαφημιστικό τέχνασμα, διαφημιστικό κόλπο, ταχυδακτυλουργία, παγίδα, πρόβλημα, κομπίνα, απατεωνιά, μαγειρεύω τα νούμερα, δημιουργώ άδικο πλεονέκτημα, φέρνω κπ/κτ σε μειονεκτική θέση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trucco

προσπαθώ να μειώσω τους πόντους που σκοράρει η ομάδα μου

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: manipolare) (στημένος αγώνας)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βελτιώνω απόδοση, πειράζω, φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (automobile) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La macchina era stata truccata con un doppio tubo di scarico e uno spoiler vistoso.

στολίζω, φτιασιδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È stata un'ora a imbellettarsi prima di uscire.

μαγειρεύω

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il contabile fu arrestato per aver falsificato i conti al lavoro e per aver rubato soldi all'azienda.
Ο λογιστής συνελήφθη γιατί μαγείρεψε τους αριθμούς στη δουλειά και έκλεβε χρήματα από την εταιρεία.

στήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le elezioni erano truccate e il candidato del governo ha vinto facilmente.
ΟΙ εκλογές ήταν στημένες και ο κυβερνητικός υποψήφιος κέρδισε εύκολα.

στήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il politico fu accusato di manipolare le elezioni.
Κατηγόρησαν τον πολιτικό ότι έστησε τα αποτελέσματα των εκλογών.

μαγικό κόλπο

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il trucco riuscì così bene che il coniglio sembrava davvero sparito.

θεατρικό μακιγιάζ

sostantivo maschile (teatro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απάτη

sostantivo maschile (magia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόλπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questa porta è difficile da aprire se non si conosce il trucco.
Mπορεί να είναι δύσκολο να ξεκλειδώσεις αυτή την πόρτα αν δεν ξέρεις το κόλπο.

τέχνασμα, κόλπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο ισοσκελισμός του προϋπολογισμού από πλευράς τους ήταν απλά ένα λογιστικό τρικ.

κόλπο για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'è un trucco per aprire i barattoli di cetrioli: ti faccio vedere.
Υπάρχει κόλπο για να ανοίγεις τα βάζα με τις πίκλες. Κάτσε να σου δείξω.

κόλπο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bambini erano affascinati dai trucchi del mago.

παγίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tutto questo per sole cinquanta sterline? Dov'è il trucco?

κόλπο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non capisco il trucco per tagliare bene un pomodoro.

τέχνασμα

(formale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κόλπο, τέχνασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Alcuni sospettavano che i problemi coniugali del politico fossero solo una trovata per guadagnarsi della simpatia.
Μερικοί υποψιάζονταν ότι τα προβλήματα στον γάμο του πολιτικού ήταν απλά κόλπο για να κερδίσει τη συμπάθεια του κόσμου.

καλαμπούρι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Credevano che sostituire l'acqua del bicchiere della nonna con del gin sarebbe stata una bella trovata.

καλλυντικά

(προϊόντα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Nella borsa porta ogni tipo di trucco.
Κουβαλά κάθε είδους καλλυντικά στην τσάντα της.

τρικ

sostantivo maschile (videogiochi)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Questo sito internet svela tutti i migliori trucchi del gioco.
Η ιστοσελίδα αυτή δίνει τα καλύτερα cheats για το παιχνίδι.

παγίδα

sostantivo maschile (μεταφορικά: στήνω)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hamlet ha escogitato un trucco per assicurarsi della colpevolezza di suo zio.
Ο Άμλετ έστησε παγίδα για να βεβαιωθεί πως ο θείος του ήταν ένοχος.

μακιγιάζ

sostantivo maschile (teatro)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Marilyn chiese a John di aspettare mentre di applicava il trucco.

τέχνασμα, κόλπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Αυτή είναι απλά μια κομπίνα για να με κάνεις να υπογράψω το συμβόλαιο;

επιδεξιότητα, πονηριά

sostantivo maschile (ικανότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il trucco dell'illusionista scatenò l'applauso entusiastico del pubblico.

κομπίνα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il sindaco vinse le elezioni ingiustamente tramite un sotterfugio.

διαφημιστικό τέχνασμα, διαφημιστικό κόλπο

sostantivo maschile

Il flash mob era un espediente per pubblicizzare il nuovo prodotto.
Το flash mob ήταν ένα διαφημιστικό τέχνασμα για να διαφημιστεί το νέο προϊόν.

ταχυδακτυλουργία

(μεταφορικά: τέχνασμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγίδα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ti hanno invitato là, ma era una trappola per svaligiarti casa.
Το ότι σε κάλεσαν εκεί ήταν τέχνασμα για να ληστέψουν το σπίτι σου.

πρόβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dov'è l'inghippo?
Ποιο είναι το πρόβλημα;

κομπίνα, απατεωνιά

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua nuova attività si è rivelata un espediente per eludere le tasse.

μαγειρεύω τα νούμερα

(figurato) (μτφ: παραποιώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il contabile mafioso falsificava i libri contabili.

δημιουργώ άδικο πλεονέκτημα

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φέρνω κπ/κτ σε μειονεκτική θέση

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trucco στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.