Τι σημαίνει το impone στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης impone στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του impone στο Ιταλικό.

Η λέξη impone στο Ιταλικό σημαίνει εντέλλομαι, επιβάλλω, επιβάλλω, περνάω με το ζόρι, αυξάνω, κάνω κάτι να περάσει, επιβάλλω, επιβάλλω, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ, επιβάλλω, διατάζω, προστάζω, δίνω εντολή, αγγίζω, επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόρι, θεραπεύω αγγίζοντας, ξαναεπιβάλλω, επιβάλλομαι, εκφοβίζω κπ για να τον οδηγήσω σε κτ, ξαναεπιβάλλω, επιβάλλω, επιβάλλω, εκφοβίζω, φοβερίζω, θέτω όρους/κανονισμούς, επιβάλλω κτ σε κπ, φορτώνω κτ σε κπ, επιβάλλω, επιβάλλω δασμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης impone

εντέλλομαι

(anche seguito da subordinata)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il decreto impose a tutti gli uomini con più di 16 anni di arruolarsi.

επιβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non imporre i tuoi problemi a me: affrontali da solo.

επιβάλλω

(φόρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η κυβέρνηση επέβαλε φόρους στην αρχή κάθε έτους.

περνάω με το ζόρι

verbo transitivo o transitivo pronominale (con la forza)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Di fronte all'esitazione dei membri della giunta, la sindaca usò la sua autorità per imporre con la forza la conclusione del progetto.

αυξάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κάτι να περάσει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con la forza della persuasione siamo riusciti ad imporre la questione.
Με τη δύναμη της πειθούς, μπορέσαμε να κάνουμε το ζήτημα να περάσει.

επιβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il comune ha imposto una nuova tassa sui parcheggi.

επιβάλλω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Είναι κακή εποχή για να επιβάλουμε νέους φόρους στους εργαζόμενους.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (a furia di insistere)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A furia di insistere, costrinsero Louis a organizzare la festa dei bambini.

επιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo ha messo una tassa sulla richiesta per la patente di guida.

διατάζω, προστάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La regina impose che tutti si inchinassero al suo cospetto.

δίνω εντολή

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κπ να κάνει κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La gente ha chiesto al governo di fare delle riforme.

αγγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (per guarigione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo che il predicatore impose le mani su di lei, iniziò a camminare senza le stampelle.

επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόρι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vorrei che la smettessero di imporci le loro idee in testa.

θεραπεύω αγγίζοντας

verbo transitivo o transitivo pronominale

ξαναεπιβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβάλλομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (εγώ σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκφοβίζω κπ για να τον οδηγήσω σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (con minacce)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il wrestler provò a forzare il suo avversario ad arrendersi.
Ο παλαιστής προσπάθησε να τρομάξει τον αντίπαλό του και να τον οδηγήσει σε υποταγή.

ξαναεπιβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dittatore impose il suo volere alle persone.

επιβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I genitori di Imogen le hanno imposto una carriera legale fin da quando era piccola.
Οι γονείς της Ίμογκεν της επέβαλλαν από μικρή ηλικία μια καριέρα ως δικηγόρος.

εκφοβίζω, φοβερίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con minacce)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Imporre a un elettore di non andare a votare è imperdonabile.

θέτω όρους/κανονισμούς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non eravamo in grado di imporre condizioni, così ci siamo dovuti accontentare di quello che hanno deciso.

επιβάλλω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

La corte impose una multa all'azienda.

φορτώνω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

επιβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (εισφορά, φόρο σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli è stata imposta una tassa sulla proprietà di 300 dollari.
Του επέβαλαν φόρο ιδιοκτησίας ύψους 300 δολαρίων.

επιβάλλω δασμό

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo paese stabilisce delle tariffe per l'importazione di determinati articoli.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του impone στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.