Τι σημαίνει το importante στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης importante στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του importante στο Ιταλικό.
Η λέξη importante στο Ιταλικό σημαίνει σημαντικός, σημαντικός, σημαντικός, σπουδαίος, σημαντικός, σπουδαιός, σημαντικός, σημαντικός, σπουδαίος, βαρυσήμαντος, σημαντικός, σημαντικός, σπουδαίος, σημαντικός, με εξουσία, ξακουστός, υψηλόβαθμος, σημαντικός, τεράστιος, σημαντικός,αξιόλογος, αξιοσημείωτος, διάσημος, σημαντικός, σοβαρός, ουσιαστικός, λέξη κλειδί, ηχηρός, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, βαθύς, εισάγω, εισάγω, δίνω δεκάρα, δίνω μία, έχω προτίμηση, σημαντικό, καίριο σημείο, ναυαρχίδα, ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφορος, σημαντικά, ουσιαστικά, τέλος, βασικό, σημαντικό θέμα, ευγενής σκοπός, διακεκριμένο πρόσωπο, μεγάλος παίκτης, σημαντική υπόθεση, μεγάλο όνομα, θέση που μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω δημόσια για κπ θέμα, κάνω ένα σημαντικό βήμα, υπερέχω, μικρός, ελαφρύς, ασήμαντος, πρωταρχικός, βασικός, που δεν περνάει ο λόγος του, μικρός, πολύ σημαντικός, πιο σπουδαίος από κπ/κτ, πιο σημαντικός από κπ/κτ, σπουδαιότερος από κπ/κτ, σημαντικότερος από κπ/κτ, δευτερεύων σε σχέση με κτ, παινεύω, τυχερή ανακάλυψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης importante
σημαντικόςaggettivo (notevole) (με συνέπειες) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha preso un'importante decisione. Πήρε μια σημαντική απόφαση. |
σημαντικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ascolta quello che ho da dirti. È importante. Άκου τι έχω να πω. Είναι σημαντικό. |
σημαντικός, σπουδαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un membro molto importante del Consiglio. |
σημαντικός, σπουδαιόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È una persona importante nella comunità. |
σημαντικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È importante lavarsi i denti ogni giorno. |
σημαντικός, σπουδαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È uno scrittore molto importante. |
βαρυσήμαντος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σημαντικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un meeting importante quello che faremo con loro. |
σημαντικός, σπουδαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La città si sta preparando per un visitatore importante: la Regina. Η πόλη ετοιμάζεται να υποδεχθεί ένα σημαίνον πρόσωπο, τη βασίλισσα. |
σημαντικόςaggettivo (persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με εξουσίαaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξακουστόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Proveniva da una famiglia importante. |
υψηλόβαθμος(grado gerarchico) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le persone di solito facevano quello che voleva l'alto ufficiale. |
σημαντικός, τεράστιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Melville ha avuto un'influenza considerevole sul suo stile. Ο Μελβίλ είχε σημαντική επιρροή στα γραπτά του. |
σημαντικός,αξιόλογοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αξιοσημείωτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oggi non è successo nulla degno di nota. Αυτήν τη μέρα δε συνέβη τίποτα το αξιοσημείωτο. |
διάσημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σημαντικός, σοβαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I download illegali creano un serio danno all'industria musicale. Οι παράνομες λήψεις αποτελούν σημαντική (or: σοβαρή) απειλή για τη μουσική βιομηχανία. |
ουσιαστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Speriamo di avere delle discussioni significative questo pomeriggio. Ελπίζουμε σε έναν ουσιαστικό διάλογο σήμερα το απόγευμα. |
λέξη κλειδίaggettivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Analizzando la scelta terminologica dell'autore, si comprende che la parola più importante è "amore". |
ηχηρόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le pratiche religiose sono importanti nella mia famiglia |
μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La Nona di Beethoven è uno dei grandi pezzi musicali della sua epoca. Η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ένα από τα μεγάλα έργα της εποχής του. |
βαθύςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo è un pensiero davvero importante, amico. |
εισάγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli Stati Uniti importano molto gas da altri paesi. |
εισάγωverbo transitivo o transitivo pronominale (informatica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tecnico informatico ha usato la sua chiavetta per importare dei dati sul suo computer. |
δίνω δεκάρα, δίνω μία(colloquiale: frasi negative) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non me ne frega niente del perché sei in ritardo; in ogni caso sei licenziato! |
έχω προτίμησηverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Ti interessa quale cereale scelgo? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχεις κάποια προτίμηση για το ποιο χρώμα να επιλέξω; |
σημαντικό, καίριο σημείοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sei sano e salvo e questa è la cosa importante. |
ναυαρχίδα(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il principale ristorante dello chef stava fallendo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η ναυαρχίδα της γνωστής αλυσίδας ξενοδοχείων βρισκόταν στη Νέα Υόρκη. |
ασήμαντος, επουσιώδης, αδιάφοροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quello che dici è irrilevante ai fini di stabilire di chi è la colpa. |
σημαντικά, ουσιαστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questa soluzione si differenzia notevolmente da quella. |
τέλοςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Da ultimo, ma non per questo meno importante, non dimenticarti di chiamarmi una volta arrivato. // Da ultimo, ma non per questo meno importante, desidero ringraziare mio marito per il suo sostegno. |
βασικόsostantivo femminile La cosa più importante nelle corse di cavalli o nei giochi di carte è saper calcolare le probabilità. Abbiamo fatto un incidente con la macchina, ma la cosa principale è che stiamo tutti bene. |
σημαντικό θέμα
Devo parlare subito con il presidente: è una questione molto importante! |
ευγενής σκοπόςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'associazione raccoglie fondi per una causa importante: salvare le balene dall'estinzione. |
διακεκριμένο πρόσωποsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quando ho chiesto perché la strada fosse bloccata il poliziotto spiegò che doveva arrivare una persona importante. |
μεγάλος παίκτης(figurato) (μτφ: ισχυρός) |
σημαντική υπόθεση
|
μεγάλο όνομαsostantivo maschile (figurato: VIP) (μεταφορικά) |
θέση που μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω δημόσια για κπ θέμαsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάνω ένα σημαντικό βήμαverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo anni di studi, hanno finalmente fatto un importante passo avanti nella ricerca sul cancro. |
υπερέχω(με γενική) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Παραιτήσου από τη δουλειά σου αν τη μισείς. Η ευτυχία σου είναι πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο. |
μικρός, ελαφρύς, ασήμαντοςaggettivo invariabile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si tratta di una questione minore. Ci sono cose più importanti a cui pensare. Αυτό είναι δευτερεύον θέμα. Έχουμε πιο σημαντικά πράγματα να σκεφτούμε. |
πρωταρχικός, βασικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La motivazione primaria di Adrian erano i soldi. Το βασικό κίνητρο του Άντριαν ήταν τα χρήματα. |
που δεν περνάει ο λόγος τουaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ah, non preoccuparti di me, non sono granché importante qui. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μη δίνεις σημασία στις προσβολές του. Πρόκειται για ασήμαντο άτομο. |
μικρός(figurato) (μτφ: άνευ σημασίας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύ σημαντικός(colloquiale) Το να περάσει την εξέταση για το δίπλωμα οδήγησης ήταν πολύ σημαντικό για την Τζόντι. |
πιο σπουδαίος από κπ/κτ, πιο σημαντικός από κπ/κτ, σπουδαιότερος από κπ/κτ, σημαντικότερος από κπ/κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I Beatles sono stati ancora più importanti di Elvis. |
δευτερεύων σε σχέση με κτaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'aspetto fisico è meno importante di un gran senso dell'umorismo. |
παινεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τυχερή ανακάλυψηsostantivo femminile |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του importante στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του importante
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.