Τι σημαίνει το laurea στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης laurea στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του laurea στο Ιταλικό.
Η λέξη laurea στο Ιταλικό σημαίνει πτυχίο, πτυχίο, πτυχίο Bachelor, πτυχίο bachelor, πτυχίο επιπέδου bachelor, πανεπιστημιακό πτυχίο, πτυχίο επιπέδου Bachelor of Arts, πτυχίο, πτυχίο θετικών επιστημών, αποφοίτηση, Bachelor, πτυχίο, δίπλωμα, μεταπτυχιακός, Μάστερ, προπτυχιακός, μεταπτυχιακός, προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτρια, μεταπτυχιακό, μάστερ, Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στην Εκπαίδευση, φοιτητής, φοιτήτρια, μεταπτυχιακές σπουδές, μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης, πρακτική άσκηση αποφοίτων, Μάστερ, πτυχίο ιατρικής, πτυχιακή εργασία, πτυχιακή διατριβή, μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών, εξέταση πτυχίου, εξέταση για το πτυχίο, πτυχίο στην διοίκηση επιχειρήσεων, πτυχίο χημικού μηχανικού, πτυχίο καλών τεχνών, μεταπτυχιακό δίπλωμα, πτυχίο μηχανικού, πτυχίο Φαρμακευτικής, μάθημα πτυχίου, εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, τελετή αποφοίτησης, τελετή αποφοίτησης, μεταπτυχιακός φοιτητής, εργασίες μεταπτυχιακού, πτυχίο Φιλοσοφίας, πτυχίο πολιτικού μηχανικού, διπλωματική εργασία, πτυχιακή εργασία, πολιτικός μηχανικός, δίνω πτυχίο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης laurea
πτυχίοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha una laurea in inglese dell'università della Virginia. Έχει πτυχίο στην αγγλική γλώσσα από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. |
πτυχίο(fuori dall'Italia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πτυχίο Bachelorsostantivo femminile (di primo livello: scientifica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Richard ha una laurea conseguita presso l'Università di Lancaster. |
πτυχίο bachelor, πτυχίο επιπέδου bachelorsostantivo femminile (triennale, di primo livello) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Al giorno d'oggi per la maggior parte dei lavori ben pagati è richiesta almeno una laurea. Οι περισσότερες από τις καλοπληρωμένες δουλειές σήμερα απαιτούν να έχεις τουλάχιστον ένα πτυχίο επιπέδου bachelor. |
πανεπιστημιακό πτυχίοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una laurea sta bene sul curriculum, ma si impara di più lavorando. Una laurea non vi fa intelligenti. Ένα πανεπιστημιακό πτυχίο είναι κάτι θεωρητικά καλό, αλλά μαθαίνεις περισσότερα με τη δουλειά. Ένα πανεπιστημιακό πτυχίο δεν σε κάνει έξυπνο. |
πτυχίο επιπέδου Bachelor of Artssostantivo femminile (di primo livello: umanistica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho preso la laurea in lingue europee nel 1986. |
πτυχίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho un diploma universitario di livello triennale. |
πτυχίο θετικών επιστημώνsostantivo femminile (discipline scientifiche) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αποφοίτηση(università) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo scorso anno Richard ha conseguito la laurea presso il Medical College di New York. Ο Ρίτσαρντ πήρε το πτυχίο του από το Ιατρικό Κολλέγιο της Νέας Υόρκης πέρυσι. |
Bachelor(triennale) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Karin ha due lauree, una in storia e una in geografia. Η Κάρεν έχει δύο πτυχία, ένα στην ιστορία και ένα στη γεωγραφία. |
πτυχίοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δίπλωμα(università) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η Άντζελα έχει δίπλωμα νοσηλευτικής. |
μεταπτυχιακός(sistema universitario anglosassone) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Στίβεν θα πάει στο Χάρβαρντ να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στις πολιτικές επιστήμες. |
Μάστερ(università) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Έχει μεταπτυχιακό στην ψυχολογία. |
προπτυχιακός(laurea triennale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli studi universitari possono richiedere diversi anni. |
μεταπτυχιακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I corsi di laurea specialistica dell'università sono molto limitati. Τα μεταπτυχιακά προγράμματα της σχολής είναι πολύ λίγα. |
προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτριαsostantivo maschile (laurea triennale) Gli studenti universitari sono studenti che non hanno ancora conseguito una laurea. Οι προπτυχιακοί είναι φοιτητές που δεν έχουν πάρει ακόμα το πτυχίο τους. |
μεταπτυχιακόsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha ottenuto la laurea specialistica in lettere nel 1997. |
μάστερsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ho impiegato due anno a finire il corso di laurea specialistica. |
Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στην Εκπαίδευσηsostantivo maschile (UK) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φοιτητής, φοιτήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
μεταπτυχιακές σπουδέςsostantivo femminile (dopo la laurea triennale) |
μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσηςsostantivo femminile (laurea di secondo livello) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) L'offerta didattica dell'istituto comprende corsi per ottenere la laurea magistrale in discipline umanistiche e in discipline scientifiche. |
πρακτική άσκηση αποφοίτωνsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Μάστερ(Italia: in materie umanistiche) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πτυχίο ιατρικήςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Nostra figlia ha appena preso la laurea in medicina. |
πτυχιακή εργασία, πτυχιακή διατριβήsostantivo femminile |
μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εξέταση πτυχίου, εξέταση για το πτυχίοsostantivo maschile (università di Cambridge) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πτυχίο στην διοίκηση επιχειρήσεων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πτυχίο χημικού μηχανικούsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πτυχίο καλών τεχνώνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μεταπτυχιακό δίπλωμαsostantivo femminile |
πτυχίο μηχανικούsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πτυχίο Φαρμακευτικήςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μάθημα πτυχίου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδώνsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξέταση πρόσβασης σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδώνsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τελετή αποφοίτησηςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I laureati erano ansiosi di ricevere il loro diploma alla cerimonia di laurea. Οι απόφοιτοι ήταν ενθουσιασμένοι όταν παρέλαβαν τα διπλώματά τους κατά τη διάρκεια της τελετής αποφοίτησης. |
τελετή αποφοίτησηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La cerimonia di laurea del college si è tenuta nel teatro. Η τελετή αποφοίτησης του πανεπιστημίου πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο. |
μεταπτυχιακός φοιτητής
Questo corso è sia per studenti di laurea che per studenti di laurea magistrale. Το μάθημα είναι και για προπτυχιακούς και για μεταπτυχιακούς φοιτητές. |
εργασίες μεταπτυχιακούsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πτυχίο Φιλοσοφίαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πτυχίο πολιτικού μηχανικούsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διπλωματική εργασία, πτυχιακή εργασίαsostantivo femminile Alex ha appena consegnato la sua tesi di laurea. Ο Άλεξ μόλις υπέβαλε τη διπλωματική του εργασία. |
πολιτικός μηχανικόςsostantivo femminile |
δίνω πτυχίο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'università dà la laurea a duemila studenti all'anno. Το πανεπιστήμιο βγάζει δύο χιλιάδες απόφοιτους τον χρόνο. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του laurea στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του laurea
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.