Τι σημαίνει το esperto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης esperto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του esperto στο Ιταλικό.
Η λέξη esperto στο Ιταλικό σημαίνει ειδικός, ειδικός, άριστος, εξαιρετικός, από ειδικό, από εμπειρογνώμονα, ειδικός, ικανός, ειδικός, έμπειρος, δεινός γνώστης, δεινή γνώστρια, ειδικός, αξιόπιστος, κορυφαίος, ειδικός, έμπειρος, που έχει πολλές γνώσεις, επιτυχημένος, πετυχημένος, άψογα καταρτισμένος, τεχνικός, ικανός, έμπειρος, εξπέρ, γκουρού, ειδικός σύμβουλος, πρακτικός, επιδέξιος, ικανός, καλός, αυθεντία, άριστος, έμπειρος, ειδικός, έμπειρος, φοβερός, επιδέξιος, ικανός, επιδέξιος, επιτήδειος, δεξιοτεχνικός, ταξιδεμένος, πολυταξιδεμένος, γνώστης, ειδήμων, γνώστης, συμβιβαστής, παλιά καραβάνα, τεχνικός σύμβουλος, τεχνική σύμβουλος, περίτεχνος, ανατόμος, αστέρι σε κτ, ειδικός, νομικός εκκλησιαστικού δικαίου, καλλιτεχνικός, πλήρως εξοικειωμένος, φυσικός, ερμηνεύει νομικά κείμενα με τρόπο που τον συμφέρει, οικονομικός ειδήμων, άριστος σε κτ, κυνηγός, σχεδιαστής βιομηχανικών προίόντων, αυθεντία, νομομαθής, ειδικός που διαγνώσκει μαθησιακές δυσκολίες, γυμναστής, γυμνάστρια, ειδικός στην επιστήμη τροφίμων, γιατρός-αυθεντία, ειδικός στο κρασί, πυροτεχνουργός, αυτός που κάνει βεντούζες, ειδικός σε θέματα υλικοτεχνικής υποστήριξης, ειδικός σε θέματα διοικητικής μέριμνας, με κλίση σε, ικανός σε, γνωρίζω κτ καλά, κάνω πρακτική δίπλα σε κάποιον, παλαιότερος, άπειρος, γνωστικός, ξύπνιος, άπειρος από κτ, ειδήμων σε κτ, γνώστης του κτ, καλός σε κτ, ταλαντούχος σε κτ, που έχει εμπειρία, γνώστης, γνώστρια, έμπειρος σε κτ, βουλευτικός ειδήμων, πρακτική, γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος, που έχει εμπειρία, δεξιοτέχνης, γνωρίζω, ξέρω, δεξιοτέχνης, αστέρι, τελειοποιώ, φοβερός, τρομερός, υπεύθυνος τύπου, έμπειρος κυνηγός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης esperto
ειδικός
Se vuoi saperne di più sulle rane, John è un esperto in materia. Αν θέλεις να μάθεις για τα βατράχια, ο Τζον είναι ειδικός. |
ειδικόςsostantivo maschile (σε κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono un esperto nell'identificare le farfalle. Είμαι πολύ καλός στο να ταυτοποιώ πεταλούδες. |
άριστος, εξαιρετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Frank è un nuotatore esperto. Ο Φρανκ είναι άριστος (or: εξαιρετικός) κολυμβητής. |
από ειδικό, από εμπειρογνώμονα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La polizia ha consultato un medico per avere un parere esperto. Η αστυνομία συμβουλεύτηκε ένα γιατρό για να πάρει μια εμπεριστατωμένη άποψη. |
ειδικός(σε κάτι) Lisa ha scritto la sua tesi di dottorato su Foucault, quindi è un'esperta in materia. Η Λίζα έγραψε τη διδακτορική διατριβή της με θέμα τον Φουκώ, οπότε είναι ειδικός στο αντικείμενο. |
ικανόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lei è un avvocato molto esperto. Είναι εξαιρετικά ικανή δικηγόρος. |
ειδικόςsostantivo maschile Bob è un esperto di vini. |
έμπειρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεινός γνώστης, δεινή γνώστρια(με γενική: ενός θέματος) |
ειδικόςsostantivo maschile (με γνώσεις και εμπειρία) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) È un esperto di bridge noto a livello internazionale. |
αξιόπιστος(conoscenza) (όσον αφορά σε κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mio insegnante di storia è particolarmente esperto del periodo Tudor. |
κορυφαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un esperto tiratore. Είναι κορυφαίος σκοπευτής. |
ειδικόςsostantivo maschile Faremmo meglio a consultare gli esperti per farlo analizzare. |
έμπειροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono trent'anni che John guida, il che fa di lui un guidatore esperto. Ο Τζον οδηγεί εδώ και τριάντα χρόνια, επομένως είναι έμπειρος οδηγός. |
που έχει πολλές γνώσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lo studente universitario era molto esperto. Ο μεταπτυχιακός φοιτητής ήταν πολύ μορφωμένος. |
επιτυχημένος, πετυχημένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Naomi è un'abile pianista. Η Ναόμι είναι μια επιτυχημένη πιανίστρια. |
άψογα καταρτισμένος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il professore era un esperto, ma solamente nel suo specifico settore. |
τεχνικόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ικανόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Annie è una ricercatrice molto competente. Η Άννυ είναι πολύ ικανή ως ερευνήτρια. |
έμπειροςaggettivo (figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ralph è un esperto falegname ed è molto abile. |
εξπέρ, γκουρούsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Diceva di essere un professionista delle parole crociate. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι επαΐοντες της τεχνολογίας θεωρούν ότι ο εθισμός στα κινητά θα αυξηθεί τις επόμενες δεκαετίες. |
ειδικός σύμβουλοςsostantivo maschile |
πρακτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιδέξιος, ικανός, καλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Glenn è un venditore esperto. Ο Γκλεν είναι ένας έμπειρος πωλητής. |
αυθεντίαsostantivo maschile (studioso illustre) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È un esperto di testi antichi. Είναι αυθεντία στη μελέτη των αρχαίων κειμένων. |
άριστοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un ottimo reporter svelò lo scandalo. |
έμπειρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Liam è un abile oratore e sa come coinvolgere il suo pubblico. |
ειδικός
Un perito industriale dice che il nostro nuovo prodotto è destinato al successo. |
έμπειρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Οι έμπειρες σερβιτόρες θα σου πουν ότι οι καπνιστές δίνουν καλύτερο φιλοδώρημα. |
φοβερός(informale) (μτφ, καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quel Frank è un muratore provetto. Αυτός ο Φρανκ είναι φοβερός χτίστης. |
επιδέξιος, ικανόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Walter è un operaio abile, non dovrebbe avere alcun problema a fare questo. Ο Γουόλτερ είναι ένα ικανός εργάτης. Δε θα πρέπει να έχει κανένα πρόβλημα να το κάνει αυτό. |
επιδέξιος, επιτήδειος, δεξιοτεχνικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È particolarmente abile nell'aiutare gli altri a sviluppare i propri punti di forza. |
ταξιδεμένος, πολυταξιδεμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
γνώστης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ειδήμων, γνώστηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Rob si considera un intenditore di cioccolato. |
συμβιβαστής(που λύνει προβλήματα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παλιά καραβάνα(esperto) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ascolta tuo padre quando si tratta dell'impresa di famiglia; è uno del mestiere. |
τεχνικός σύμβουλος, τεχνική σύμβουλοςsostantivo maschile |
περίτεχνοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo armadio è fatto benissimo: è frutto di un lavoro molto abile. |
ανατόμοςsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Mark è uno studioso di politica estera. |
αστέρι σε κτ(μτφ, καθομ: πολύ καλός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Είναι αστέρι στους υπολογιστές. |
ειδικός
È venuto il tecnico del computer e ha sistemato il problema. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήρθε ο γιατρός και μας έφτιαξε τον υπολογιστή. |
νομικός εκκλησιαστικού δικαίου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
καλλιτεχνικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πλήρως εξοικειωμένος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυσικόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il fisico ha pubblicato un articolo sulle nuove ricerche sull'elettromagnetismo. |
ερμηνεύει νομικά κείμενα με τρόπο που τον συμφέρειsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
οικονομικός ειδήμωνsostantivo maschile (οικονομολόγος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Atkins compare regolarmente in televisione come esperto finanziario. |
άριστος σε κτsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il truffatore è un maestro di inganni. |
κυνηγόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Era un vero esperto di caccia grossa, come si poteva capire dai trofei appesi alle pareti. |
σχεδιαστής βιομηχανικών προίόντωνsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυθεντίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Secondo alcuni dei maggiori esperti, la città di Istanbul deve aspettarsi un terremoto violento entro i prossimi cento anni, |
νομομαθήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ειδικός που διαγνώσκει μαθησιακές δυσκολίεςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γυμναστής, γυμνάστριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ειδικός στην επιστήμη τροφίμων(άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli esperti dell'alimentazione sostengono che i cibi geneticamente modificati costituiscono un rischio per la salute. |
γιατρός-αυθεντίαsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lei è la maggiore esperta in medicina dei disturbi nervosi infantili. |
ειδικός στο κρασίsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πυροτεχνουργόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αυτός που κάνει βεντούζεςsostantivo maschile (medicina alternativa) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ειδικός σε θέματα υλικοτεχνικής υποστήριξης, ειδικός σε θέματα διοικητικής μέριμναςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
με κλίση σε, ικανός σεaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono esperto in team building e nel motivare il personale. |
γνωρίζω κτ καλάverbo transitivo o transitivo pronominale Sono esperto in questa materia. |
κάνω πρακτική δίπλα σε κάποιονverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
παλαιότεροςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nelle prime settimane in un nuovo posto di lavoro, se non si capisce qualcosa è una buona idea chiedere a un membro più esperto del personale. Στις πρώτες σου εβδομάδες σε μια νέα δουλειά, είναι καλή ιδέα να ρωτάς έναν παλαιότερο υπάλληλο αν δεν καταλαβαίνεις κάτι. |
άπειροςlocuzione aggettivale (figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γνωστικός, ξύπνιος(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non preoccuparti per Melanie, è una ragazza esperta. Ο Ρικ ξέρει καλά από υπολογιστές, θα μπορεί να διορθώσει το πρόβλημα. |
άπειρος από κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ειδήμων σε κτ, γνώστης του κτ
|
καλός σε κτ, ταλαντούχος σε κτ
Era esperto in molteplici campi della tecnica. |
που έχει εμπειρίαaggettivo (σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Amanda lavorava come receptionist di un albergo, quindi è esperta di assistenza ai clienti. Η Αμάντα δούλευε στη ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου, επομένως έχει εμπειρία στην εξυπηρέτηση πελατών. |
γνώστης, γνώστρια(κάποιου θέματος) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Il ricercatore se ne intende molto del ciclo di vita del batterio E.Coli. Ο ερευνητής έχει πολλές γνώσεις για τον κύκλο ζωής των βακτηρίων E.coli. |
έμπειρος σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βουλευτικός ειδήμωνsostantivo maschile (USA) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πρακτική(δίπλα σε κάποιον έμπειρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμεροςverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quel professore se ne intende davvero di storia europea. |
που έχει εμπειρίαaggettivo (στο να κάνει κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Harry è a capo di un grande dipartimento, quindi è esperto nel coordinare uno staff. Ο Χάρυ είναι ο διευθυντής ενός μεγάλου τμήματος, οπότε είναι έμπειρος στο να διευθύνει το προσωπικό. |
δεξιοτέχνηςaggettivo (σε κάτι) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Mia madre è esperta nell'arte del cucito e della cucina. Η μητέρα μου είναι μαστόρισσα στην τέχνη του ραψίματος και του ψησίματος. |
γνωρίζω, ξέρω(κάποιο πράγμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ho saputo rispondere alla sua domanda perché non mi intendo dell'argomento. Δεν μπορούσα να απαντήσω την ερώτησή του γιατί δεν γνώριζα (or: ήξερα) το θέμα. |
δεξιοτέχνης(με γενική) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Questa azienda è molto esperta di pubblicità. |
αστέριaggettivo (μτφ, καθομ: σε κτ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Patricia è esperta nel vendere. Η Πατρίσια είναι αστέρι στις πωλήσεις. |
τελειοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È diventato un esperto di chirurgia a cuore aperto in soli due anni. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τελειοποίησε τα αγγλικά του σε μόλις 3 χρόνια. |
φοβερός, τρομερόςaggettivo (μτφ: σε κτ, στο να κάνω κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È bravissima nei cruciverba. Δεν παίζεται στα σταυρόλεξα. |
υπεύθυνος τύπου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
έμπειρος κυνηγός
Gli abili cacciatori del luogo avevano passato tutto il giorno dando la caccia al cervo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του esperto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του esperto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.