Τι σημαίνει το profondo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης profondo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του profondo στο Ιταλικό.
Η λέξη profondo στο Ιταλικό σημαίνει δίνω απλόχερα κτ σε κπ, βαθύς, βαθυστόχαστος, εδραιωμένος, ριζωμένος, βαθύς, που έχει βάθος, βαθύς, βαθιά, κόκαλο, βαθύς, βαθυστόχαστος, βαθύς, βαθύς, βαθύς, βαθουλωτός, βάθος, ενστικτώδης, καλός, βαθύς, προσωπικός, υψηλός, βαθύς, ζωντανός, εύστοχος, ριζικός, διαρκής, συνεχής, αδιάκοπος, εκφραστικός, αριστοκρατικός, διαπεραστικός, φιλικός, χαλαρός, μεστός, βαθύς, βαθύς, βαθύς, ουσιαστικός, διορατικός, διαπεραστικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης profondo
δίνω απλόχερα κτ σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nonna di Karen l'ha sempre profusa di doni ogni volta che andava a trovarla. Η γιαγιά της Κάρεν τη γεμίζει με δώρα όποτε την επισκέπτεται. |
βαθύςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il lago è molto profondo vicino al centro. Η λίμνη είναι πολύ βαθιά προς στο κέντρο. |
βαθυστόχαστοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A me i suoi libri non sembrano per niente profondi, e a te? Δε βρήκα τα βιβλία του καθόλου βαθυστόχαστα, εσύ; |
εδραιωμένος, ριζωμένοςaggettivo (sentimento, emozione) (για συναισθήματα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I bambini hanno un bisogno profondo di sentire affetto. |
βαθύςaggettivo (suono) (ήχος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dall'organo veniva un suono profondo. Ένας βαθύς ήχος βγήκε από την γκάιντα. |
που έχει βάθοςaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) La scatola è larga venti centimetri e profonda trenta centimetri. Το κουτί έχει είκοσι εκατοστά πλάτος και τριάντα εκατοστά βάθος. |
βαθύςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Serviranno cambiamenti profondi per arginare la violenza crescente. Θα χρειαστούν βαθιές αλλαγές για να περιοριστεί η αυξανόμενη βία. |
βαθιάaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il sottomarino era profondo sotto la superficie dell'acqua. Το υποβρύχιο βρίσκονταν βαθιά κάτω απ' την επιφάνεια του νερού. |
κόκαλο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È un conservatore nel profondo. Είναι συντηρητικός ως το κόκαλο. |
βαθύςaggettivo (μεταφορικά: ύπνος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era in un sonno profondo e non si riusciva a svegliare. Βρίσκονταν σε βαθύ ύπνο και δεν τον ξύπναγε κανείς. |
βαθυστόχαστοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non ho mai capito che profondo pensatore fosse finché non ho parlato con lui oggi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι βαθυστόχαστος από τη φύση του. Ο τρόπος που σκέφτεται αποτελεί πηγή έμπνευσης για πολλούς. |
βαθύςaggettivo (για συναίσθημα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha davvero espresso le sue profonde emozioni per me oggi. Πραγματικά εξέφρασε τα βαθιά του συναισθήματα για μένα σήμερα. |
βαθύςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un mistero profondo ed oscuro che non vedo l'ora di risolvere. |
βαθύςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dan aveva una profonda conoscenza dell'argomento. |
βαθουλωτός(sguardo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βάθος(συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ενστικτώδης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le persone hanno una reazione viscerale agli attacchi terroristici contro cittadini innocenti. |
καλός(informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa casa ha bisogno di una bella pulita. |
βαθύςaggettivo (μεταφορικά: συναίσθημα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La poesia è ispirata dal suo profondo amore per il padre. Το ποίημα είναι εμπνευσμένο από τη βαθιά αγάπη του για τον πατέρα του. |
προσωπικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kate era una persona riservata e non le piaceva rivelare dettagli intimi sulla sua vita. Η Κέιτ ήταν κλειστό άτομο και δεν της άρεσε να αποκαλύπτει προσωπικές λεπτομέρειες για τη ζωή της. |
υψηλόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lily possiede una profonda intelligenza. Η Λίλη διαθέτει υψηλή νοημοσύνη. |
βαθύςaggettivo (ύπνος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È caduta in un sonno profondo. |
ζωντανόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hanno una fede profonda, non come quella solo di nome di molti altri. Η πίστη τους είναι ζωντανή, αντίθετα από την επιφανειακή πίστη πολλών άλλων ανθρώπων. |
εύστοχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'insegnante riteneva che i commenti dello studente fossero molto acuti Ο δάσκαλος σκέφτηκε πως τα σχόλια του μαθητή ήταν πολύ εύστοχα. |
ριζικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo bisogno di un cambiamento profondo del nostro bilancio familiare. Χρειαζόμαστε μια ριζική αλλαγή στον οικιακό μας προϋπολογισμό. |
διαρκής, συνεχής, αδιάκοπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκφραστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αριστοκρατικός(tono di voce) (μτφ: για τρόπο ομιλίας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαπεραστικός(figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il freddo penetrante era insopportabile. |
φιλικός, χαλαρόςaggettivo (dialogo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Io e il mio vecchio amico abbiamo trovato il tempo per una chiacchierata intima. Ο παλιός μου φίλος και εγώ είχαμε χρόνο για μια εγκάρδια συζήτηση. |
μεστός, βαθύςaggettivo (voce, suono) (ήχος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βαθύςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo è un pensiero davvero importante, amico. |
βαθύς, ουσιαστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha un forte interesse per la politica. Διακατέχεται από βαθύ (or: ουσιαστικό) ενδιαφέρον για την πολιτική. |
διορατικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jerry era molto intelligente e dava sempre dei buoni consigli. |
διαπεραστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Aiden era alto e scuro con occhi intensi. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του profondo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του profondo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.