Τι σημαίνει το preparato στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης preparato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του preparato στο Ιταλικό.

Η λέξη preparato στο Ιταλικό σημαίνει ετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιά, δίνω εργαλεία, φτιάχνω, φτιάχνω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, φτιάχνω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικό, ετοιμάζω, ρίχνω, προετοιμάζω, προετοιμάζω, φτιάχνω, οργανώνω, σχεδιάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω για μαγείρεμα, φτιάχνω, κάνω, -, στρώνω, αναμειγνύω, προετοιμάζω το έδαφος, καταστρώνω, σχεδιάζω, κανονίζω, συγκροτώ, οργανώνω, φτιάχνω, προθερμαίνω, προετοιμάζω για δράση, φτιάχνω, παρέχω τα εφόδια σε κπ για να κάνει κτ, προετοιμάζω, φτιάχνω ένα προσχέδιο, ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω, μαγειρεύω, φτιάχνω, στήνω, προετοιμασμένος για να κάνω κτ, μείγμα, μίγμα, συνδυασμός, ζύμη, προετοιμασμένος, ειδήμων, μορφωμένος, προπονημένος, που έχει διαβάσει πολύ, προετοιμασμένος για κτ, έτοιμος, μαγειρεύω, βάζω, τοποθετώ, προετοιμάζω το έδαφος, ετοιμάζω, προετοιμάζω, προετοιμάζω το έδαφος, χορογραφώ, προετοιμάζω κτ για τον χειμώνα, ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω, ετοιμάζω για μάχη, ετοιμάζω κτ στο άψε σβήσε, φτιάχνω κτ στο άψε σβήσε, ψήνω, προετοιμάζω κπ για κτ, ετοιμάζω κτ για κπ, ετοιμάζω, προετοιμάζω, προετοιμάζω κπ για να κάνει κτ, φτιάχνω καφέ, κάνω το τραπέζι, τυπώνω, προετοιμάζω κπ για κτ, φτιάχνω φωλιά για κτ, ετοιμάζω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ πρόχειρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης preparato

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι (για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima di piantare i semi devi preparare il terreno.
Πριν φυτέψεις τους σπόρους, πρέπει να ετοιμάσεις (or: προετοιμάσεις) το έδαφος.

ετοιμάζω

(cucinare) (μαγειρεύω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci ha preparato un pranzo fantastico.
Μας ετοίμασε ένα υπέροχο γεύμα.

προετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον, κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Niente mi avrebbe potuto preparare alla visione che mi salutò quando aprii la porta.
Τίποτα δε θα μπορούσε να με προετοιμάσει για το θέαμα που αντίκρυσα μόλις άνοιξα την πόρτα.

βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha preparato un fuoco per gli amici.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πήγε νωρίτερα για να βάλει τη φωτιά και να βρούμε το σπίτι ζεστό.

δίνω εργαλεία

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (un manicaretto) (για γλυκό, φαγητό, κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτιάχνω, ετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (infuso, bevanda) (καφέ, τσάι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Holly ha preparato del tè alle erbe per i suoi ospiti.
Η Χόλλυ έφτιαξε μια τσαγιέρα τσάι από βότανα για τους καλεσμένους της.

παρασκευάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un tempo i farmacisti preparavano certi medicinali sul posto.
Οι φαρμακοποιοί συνήθιζαν να παρασκευάζουν επί τόπου αυτού του είδους τα φάρμακα.

προετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (chirurgia: per operazione) (για χειρουργείο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il paziente della 4C è stato già preparato?
Έχει προετοιμαστεί ο ασθενής στο 4Γ;

ετοιμάζω, φτιάχνω

(γεύμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha preparato da mangiare per i bambini.
Ετοίμασε (or: έφτιαξε) το φαγητό των παιδιών.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il personale dell'albergo stanno ancora preparando la camera.
Το προσωπικό του ξενοδοχείου ετοιμάζει ακόμα το δωμάτιο.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I soldati hanno preparato le armi.

στήνω το σκηνικό, φτιάχνω το σκηνικό

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con la sua descrizione ha preparato la scena per il pubblico.
Έστησε το σκηνικό για το κοινό με την περιγραφή του.

ετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se apparecchi la tavola, preparo cena.

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lascia che ti prepari un bagno.

προετοιμάζω

(rendere idoneo) (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'esperienza ti preparerà per il lavoro.

προετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bethany vuole andare a Oxford o a Cambridge, così il suo insegnante la sta preparando.

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (tè, birra, ecc.) (για ρόφημα ή ποτό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οργανώνω, σχεδιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julia voleva tornare a casa presto per organizzare i preparativi per la cena.
Η Τζούλια σκόπευε να πάει σπίτι νωρίς για να οργανώσει τα του δείπνου.

προετοιμάζω, ετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan cercherà di mettere insieme una bozza entro venerdì.
Η Σούζαν θα προσπαθήσει να προετοιμάσει ένα πρόχειρο σχέδιο μέχρι την Παρασκευή.

προετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω κτ για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Judith ha preparato la macchina, pronta a iniziare in ogni momento.
Η Τζούντιθ προετοίμασε το μηχάνημα ώστε να είναι έτοιμο να ξεκινήσει μόλις χρειαζόταν.

ετοιμάζω για μαγείρεμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Prima devi preparare il pollo rimuovendo il grasso in eccesso.

φτιάχνω, κάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mia madre vuole fare un dolce per la mia festa.
Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου.

-

(informale) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Metto su le patate.
Θα βάλω τις πατάτες να γίνονται.

στρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bambini, venite ad apparecchiare la tavola per cena. Abbiamo bisogno di piatti e scodelle.

αναμειγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il farmacista miscelerà per noi un rimedio.

προετοιμάζω το έδαφος

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La connivenza di Zack ha gettato le basi per la rovina di Virginia.

καταστρώνω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο στρατηγός με τους συμβούλους του σχεδίασαν τη στρατηγική.

σχεδιάζω, κανονίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stiamo organizzando un barbecue aziendale per la primavera.
Σχεδίαζουμε (or: Κανονίζουμε) ένα μπάρμπεκιου με τους εργαζόμενους της εταιρείας την άνοιξη.

συγκροτώ, οργανώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovremmo strutturare un piano che risolva i problemi.
Θα πρέπει να καταστρώσουμε ένα σχέδιο για να λύσουμε τα προβλήματα.

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (le valigie, i bagagli)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai preparato le tue valigie?
Έχεις φτιάξει τις βαλίτσες σου ή ακόμα;

προθερμαίνω, προετοιμάζω για δράση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il lanciatore ha riscaldato il braccio prima della partita.

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (cibi) (για φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci sono delle cipolle, un barattolo di ceci e uno di pomodori. Credo che posso rimediare qualcosa con questi ingredienti.

παρέχω τα εφόδια σε κπ για να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'università preparava gli studenti migliori affinché diventassero ricchi e potenti.
Το πανεπιστήμιο προετοίμαζε τους καλύτερους φοιτητές του να γίνουν πλούσιοι και ισχυροί.

φτιάχνω ένα προσχέδιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fammi abbozzare una lettera e te la mostrerò prima di mandarla.
Άσε με να συντάξω ένα προσχέδιο της επιστολής και θα σου το δείξω πριν το στείλω.

ετοιμάζω, φτιάχνω, κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faccio io la cena stasera?

μαγειρεύω, φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo fine settimana farò l'arrosto.

στήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il generale ha sistemato i cannoni sulle mura.

προετοιμασμένος για να κάνω κτ

aggettivo (figurato: pronto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non sono preparato a gestire questo stress!

μείγμα, μίγμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non stare a preparare la torta dall'inizio. Compra piuttosto un preparato per torte.
Μην κάτσεις να φτιάξεις το κέικ από την αρχή. Αγόρασε απλά το έτοιμο μείγμα.

συνδυασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζύμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah ha arrotolato l'impasto e l'ha messo sulla teglia per dolci.
Η Σάρα άνοιξε τη ζύμη και την έβαλε στη φόρμα για τις τάρτες. Ο Νταν πάντα κρατάει μια δόση ζύμης στο ψυγείο για να μπορεί να φτιάξει στα γρήγορα μπισκότα αν έχει απρόσμενους επισκέπτες.

προετοιμασμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il motto del movimento Scout è "Siate pronti".

ειδήμων

aggettivo

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

μορφωμένος

aggettivo (με σπουδές)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Nonostante sia tecnicamente uno storico del rinascimento, il professore è molto preparato in storia medievale.

προπονημένος

aggettivo (preparazione fisica, atletica)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Pensi di poter vincere una gara contro un atleta preparato? Continua pure a sognare!

που έχει διαβάσει πολύ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προετοιμασμένος για κτ

aggettivo

La città non era preparata a una catastrofe di queste proporzioni.
Η πόλη δεν ήταν προετοιμασμένη για καταστροφή αυτού του μεγέθους.

έτοιμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mescolate il composto preparato in precedenza agli altri ingredienti e riscaldate.
Προσθέστε το έτοιμο μείγμα στα υπόλοιπα υλικά και ζεστάνετέ το καλά.

μαγειρεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stasera cucina suo marito.
Ο σύζυγός της θα μαγειρέψει σήμερα.

βάζω, τοποθετώ

(παγίδα για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha disposto una trappola per il topo.
Έβαλε μια παγίδα για το ποντίκι.

προετοιμάζω το έδαφος

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non lavarsi le mani prima di mangiare significa preparare il terreno a possibili infezioni.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho già preparato i miei strumenti all'uso in modo da risparmiare tempo più tardi.
Έχω ήδη ετοιμάσει τα εργαλεία μου για να κερδίσω χρόνο αργότερα.

προετοιμάζω το έδαφος

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli accordi economici furono usati per preparare il terreno per una piena collaborazione politica.
Η οικονομική συμφωνία προετοίμασε το έδαφος για πλήρη πολιτική συνεργασία.

χορογραφώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un ballerino famoso sta lavorando con gli attori per preparare la coreografia della scena di danza del film.

προετοιμάζω κτ για τον χειμώνα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Molte persone mettono le gomme termine per preparare le proprie macchine per l'inverno.

ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Porta fuori la spazzatura mentre io preparo da mangiare.
Γιατί δεν βγάζεις έξω τα σκουπίδια όσο εγώ θα ετοιμάζω φαγητό;

ετοιμάζω για μάχη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ετοιμάζω κτ στο άψε σβήσε, φτιάχνω κτ στο άψε σβήσε

verbo transitivo o transitivo pronominale (produrre)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elizabeth ha messo su un costume per la festa in maschera con alcuni pezzi di vecchio materiale che aveva in un cassetto.
Η Ελίζαμπεθ ετοίμασε στο άψε σβήσε μια στολή για το κυριλέ πάρτυ μασκέ από μερικά παλιά υφάσματα που είχε στο συρτάρι.

ψήνω

(Sud Africa: grigliata)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προετοιμάζω κπ για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Il professore sta preparando gli studenti per l'esame.
Ο καθηγητής προετοιμάζει τους μαθητές για το τεστ.

ετοιμάζω κτ για κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Il direttore del marketing sta preparando una relazione per il direttore della compagnia.
Ο διευθυντής μάρκετινγκ ετοιμάζει μια αναφορά για τον γενικό διευθυντή της εταιρείας.

ετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (νεκρό για ταφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agenzia di pompe funebri preparerà la salma di mia zia per le visite di domani.
Το γραφείο κηδειών θα ετοιμάσει αύριο τη νεκρή θεία μου προς πρόθεση.

προετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il capo istruiva Jeff sul lavoro di venditore.
Ο μάνατζερ προετοίμαζε τον Τζεφ για τη θέση στις πωλήσεις.

προετοιμάζω κπ για να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo corso preparerà gli studenti a insegnare alle scuole secondarie.
Αυτό το μάθημα θα προετοιμάσει τους σπουδαστές για να διδάξουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

φτιάχνω καφέ

(specifico) (ανάλογα την περίπτωση)

κάνω το τραπέζι

(preparare il pranzo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Μας τάισαν λες και ήμασταν βασιλιάδες.

τυπώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (tipografia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il tipografo ha preparato la lastra del testo attentamente.

προετοιμάζω κπ για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

L'insegnante di Bethany la sta preparando al test di ingresso di Oxbridge.

φτιάχνω φωλιά για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom ha preparato una lettiera fresca per i porcellini d'India.

ετοιμάζω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ πρόχειρα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sebbene fosse difficile, Linda è riuscita comunque a preparare velocemente la cena per gli ospiti inaspettati.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του preparato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.