Τι σημαίνει το scrivente στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης scrivente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scrivente στο Ιταλικό.

Η λέξη scrivente στο Ιταλικό σημαίνει γράφω, γράφω, γράφω, γράφω κτ σε κπ, γράφω, γράφω, γράφω, γράφω, αποθηκεύω, διακοσμώ με οικόσημο, στολίζω με οικόσημο, καθαρογράφω, γράφομαι, γράφω κριτική, γράψιμο, σκαλίζω σε πλάκα, γράφω, σημειώνω, γράφω, σχεδιάζω, γράφω, συγγράφω, γράφω, γράφω, γράφω, αλληλογραφώ, γράφω, σημειώνω, γράφω, σημειώνω, δακτυλογραφώ, γράφω, γράφω, στέλνω, γράφω σε κπ, γράφω σε κπ, γράφω επάνω σε κτ, γράφω σε κτ, εγγράμματος, γραμματισμένος, γραφή και ανάγνωση, γράψιμο στη γραφομηχανή, χρήση γραφομηχανής, δακτυλογραφώ, σημειώνω κτ ανάμεσα στις γραμμές κειμένου, γράφω το όνομά μου με κεφαλαία, έτσι ώστε να φαίνεται ως τυπωμένο κείμενο, γραφομηχανή, συγγραφή σεναρίων, μακρύτριχο πινέλο ζωγραφικής, σύνθεση μουσικής ή/και συγγραφή στίχων, συγγραφή θετρικών έργων, ηλεκτρική γραφομηχανή, γραφή, ανάγνωση και αριθμητική, γραφή κι ανάγνωση, καταγράφω, σημειώνω, επικοινωνώ, είμαι ανορθόγραφος, γράφω γράμμα, καταγράφω, κρατώ ιστορικό, κάνω τη διαθήκη μου, αρθρογραφώ, γράφω ιστορία, πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιο, αντικαθιστώ, γράφω ανορθόγραφα, γράφω με κεφαλαία, αφιερώνω, κωδικοποιώ, κρυπτογραφώ, συγγράφω κτ εκ μέρους κπ άλλου, στέλνω σε λάθος διεύθυνση, γράφω στην κορυφή, γράφω από πάνω, γράφω για, δακτυλογραφώ, προγραμματίζω κτ προσωρινά, άπειρος, γράφω σε κπ, συγγράφω εκ μέρους άλλου, γράφω με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα, δακτυλογραφώ, γράφω κτ μαζί, γράφω κτ από κοινού, αλλάζω τον συλλαβισμό, αντικαθιστώ, γράφω με κιμωλία, γράφω, προκαλώ, αφήνω διπλό διάστιχο, γράφω κτ μαζί με κπ, γράφω κτ από κοινού με κπ, καταγγέλλω, γράφω, σημειώνω, γράφω κτ εκ μέρους κάποιου, γράφω για κτ σε ιστολόγιο, γράφω με κεφαλαία γράμματα, γράφω με κεφαλαία, γράφω για κπ άλλον, γράφω, δακτυλογραφώ, ξεκινώ να γράφω, αρχίζω να γράφω, κωδικοποιώ, κρυπτογραφώ, κρατάω ημερολόγιο, επινοώ, γράφω με πεζά, γράφω με μικρά, γράφω κτ σε μπράιγ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης scrivente

γράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George sa già scrivere il suo nome.
Ο Γιώργος ξέρει ήδη να γράφει το όνομά του.

γράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elizabeth vuole scrivere un libro.
Η Ελισάβετ θέλει να γράψει ένα βιβλίο.

γράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (redigere un testo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho scritto una lunga email e poi l'ho cancellata.

γράφω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Scriverò una lettera al mio amico.
Θα γράψω ένα γράμμα στην φίλη μου.

γράφω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel sta imparando a scrivere.
Η Ρέιτσελ μαθαίνει να γράφει.

γράφω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando voglio chiarirmi le cose che ho in mente, scrivo.
Όταν θέλω να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου, γράφω.

γράφω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non ho mai tempo per scrivere.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν βρίσκω ποτέ χρόνο να γράψω στη γιαγιά μου και αυτό τη στενοχωρεί πολύ.

γράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scrisse una relazione sull'incidente.

αποθηκεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informatica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il computer sta scrivendo i dati sul disco.

διακοσμώ με οικόσημο, στολίζω με οικόσημο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sonia ha scritto il nome del suo gruppo preferito sul suo zaino.

καθαρογράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scrivete i vostri appunti sull'esperimento in classe.
Παρακαλώ καθαρόγραψε τις σημειώσεις σου από την παρακολούθηση στην τάξη.

γράφομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (lettera per lettera) (η λέξη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Come si scrive quella parola?
Πώς γράφεται αυτή η λέξη; Πες μου τα γράμματα ένα προς ένα.

γράφω κριτική

(recensioni, commenti, ecc.)

Jessica scrive recensioni di film per il giornale della sua scuola.
Οι Τζέσικα γράφει κριτικές ταινιών για τη σχολική εφημερίδα.

γράψιμο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Trovo che scrivere sia un'attività rilassante.

σκαλίζω σε πλάκα

(su tavole)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I comandamenti furono scritti su delle tavole che furono portate in chiesa perché tutti potessero vederle.

γράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (opere letterarie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σημειώνω, γράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο αστυνομικός σημείωσε το όνομα και τη διεύθυνσή του και του είπε να μην φύγει από την πόλη.

σχεδιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (una trama, un soggetto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράφω, συγγράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il poeta scrisse il libro nel 1832.
Ο ποιητής έγραψε το βιβλίο του το έτος 1832.

γράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sua nuova idea è fare un libro sulla storia di Wimbledon.

γράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (a macchina)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry ha scritto di getto una bozza approssimativa del testo della sua presentazione.

γράφω

(per iscritto) (έμφαση στο είδος της επικοινωνίας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Per favore, rispondimi presto.

αλληλογραφώ

(scriversi lettere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο Τζον και η Έρικα ακόμη αλληλογραφούν σε σταθερή βάση.

γράφω

(libro, poesia, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Μπραντ κάθισε και έγραψε μια επιστολή προς τη μητέρα του.

σημειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si è annotata il suo numero di telefono su un pezzo di carta.
Έγραψε βιαστικά το τηλέφωνό του σε ένα κομμάτι χαρτί.

γράφω, σημειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Che idea fantastica! Prendiamo un foglio e prendiamone nota. Dovresti annotarti il numero prima di dimenticartelo.
Τι ωραία ιδέα! Ας βρούμε ένα χαρτί να τη σημειώσουμε (or: γράψουμε). Θα έπρεπε να γράψεις τον αριθμό τηλεφώνου πριν τον ξεχάσεις.

δακτυλογραφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράφω

(scrivere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È l'autrice di due degli articoli della rivista.
Έγραψε δύο από τα άρθρα του περιοδικού.

γράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (su una lista) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha scritto latte e formaggio sulla lista.
Έγραψε (or: Προσέθεσε) το γάλα και το τυρί στο χαρτί.

στέλνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando arriviamo ti mando una cartolina.

γράφω σε κπ

verbo intransitivo

Ho scritto alla mia deputata per chiederle di appoggiare la mia campagna elettorale.

γράφω σε κπ

verbo intransitivo

Mi scriverai mentre sei in Spagna?

γράφω επάνω σε κτ, γράφω σε κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si ruppe la gamba e noi gli scrivemmo sul gesso per augurargli una rapida guarigione.

εγγράμματος, γραμματισμένος

aggettivo (μπορεί να διαβάσει και να γράψει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ci sono pochissimi posti per lavoratori non alfabetizzati.
Υπάρχουν πολύ λίγες δουλειές για εργάτες που δεν είναι εγγράμματοι.

γραφή και ανάγνωση

(αυτό που διδάσκω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il tasso di alfabetismo negli Stati Uniti non è cambiato negli ultimi dieci anni.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Ριάννα διδάσκει γραφή και ανάγνωση σε παιδιά με ειδικές ανάγκες.

γράψιμο στη γραφομηχανή, χρήση γραφομηχανής

(con macchina da scrivere)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δακτυλογραφώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σημειώνω κτ ανάμεσα στις γραμμές κειμένου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γράφω το όνομά μου με κεφαλαία, έτσι ώστε να φαίνεται ως τυπωμένο κείμενο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si prega di scrivere il nome in stampatello per esteso.

γραφομηχανή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho dato via la mia ultima macchina da scrivere diversi anni fa.
Χάρισα την τελευταία μου γραφομηχανή μερικά χρόνια πριν.

συγγραφή σεναρίων

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All'inizio, Harold scriveva brevi racconti, poi però scoprì che gli piaceva scrivere sceneggiature.

μακρύτριχο πινέλο ζωγραφικής

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σύνθεση μουσικής ή/και συγγραφή στίχων

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συγγραφή θετρικών έργων

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ηλεκτρική γραφομηχανή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le macchine per scrivere elettriche sono state soppiantate dai programmi di elaborazione di testo sui computer.

γραφή, ανάγνωση και αριθμητική

(idiomatico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alle scuole elementari si impara a leggere, scrivere e far di conto.

γραφή κι ανάγνωση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καταγράφω, σημειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (voce di registro, diario)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dennis ha scritto un commento sul suo diario.

επικοινωνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovrei scrivere due righe a mio fratello perché è tanto che non gli scrivo.

είμαι ανορθόγραφος

(specifico) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γράφω γράμμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταγράφω, κρατώ ιστορικό

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω τη διαθήκη μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρθρογραφώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (giornalismo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Molte delle agenzie stampa conservatrici hanno scritto un editoriale contro il matrimonio omosessuale.

γράφω ιστορία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Neil Armstrong ha fatto la storia quale primo uomo ad aver messo piede sulla luna.

πληκτρολογώ χωρίς να κοιτάζω το πληκτρολόγιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντικαθιστώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È entrato nel mio computer e ha sovrascritto il mio file!
Συνδέθηκε στον υπολογιστή μου και αντικατέστησε το αρχείο μου!

γράφω ανορθόγραφα

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι)

Il bambino ha sbagliato a scrivere l'ultima parola nella gara di spelling.

γράφω με κεφαλαία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Scrivi l'inizio delle parole in lettere maiuscole.

αφιερώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (βιβλίο, δώρο, κτλ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giocatore di pallone ha scritto una dedica sul libro del ragazzo.

κωδικοποιώ, κρυπτογραφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συγγράφω κτ εκ μέρους κπ άλλου

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέλνω σε λάθος διεύθυνση

verbo transitivo o transitivo pronominale (posta)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γράφω στην κορυφή, γράφω από πάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (di una pagina)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γράφω για

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Molti autori scrivono della guerra.

δακτυλογραφώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προγραμματίζω κτ προσωρινά

verbo transitivo o transitivo pronominale (appuntamento in agenda)

άπειρος

sostantivo femminile (figurato: che non si conosce ancora)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Αυτό το κορίτσι είναι άπειρο, πρέπει να μάθει τα πάντα.

γράφω σε κπ

(έμφαση στο είδος της επικοινωνίας)

συγγράφω εκ μέρους άλλου

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γράφω με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I nomi propri devono essere scritti con l'iniziale maiuscola.

δακτυλογραφώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράφω κτ μαζί, γράφω κτ από κοινού

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I due professori hanno scritto insieme un documento sul riscaldamento globale.

αλλάζω τον συλλαβισμό

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντικαθιστώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno scritto un commento sopra la prima pagina del libro.
Η πρώτη σελίδα του βιβλίου είχε αντικατασταθεί με ένα σχόλιο.

γράφω με κιμωλία

verbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scrivi in stampatello il tuo nome nello spazio apposito invece di firmare.
Γράψτε το όνομά σας στο κενό αντί να υπογράψετε.

προκαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (internet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giocatore sfidò l'avversario che gli aveva scritto un flame.

αφήνω διπλό διάστιχο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ci ha chiesto di scrivere una riga sì e una no nel tema per lasciare lo spazio per scrivere le correzioni.

γράφω κτ μαζί με κπ, γράφω κτ από κοινού με κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Caroline ha scritto il libro insieme a suo marito.

καταγγέλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un'altra infrazione e dovrò scriverti una nota.
Αν επαναλάβετε την παράβαση, θα αναγκαστώ να σας καταγγείλω.

γράφω, σημειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (με μολύβι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve ha scritto a matita i suoi pensieri sul blocchetto.
Ο Στηβ έγραψε τις σκέψεις του στο σημειωματάριο.

γράφω κτ εκ μέρους κάποιου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chiunque abbia scritto l'autobiografia per suo conto ha fatto un pessimo lavoro.
Όποιος έγραψε εκ μέρους της την αυτοβιογραφία της, δεν έκανε καθόλου καλή δουλειά.

γράφω για κτ σε ιστολόγιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lee è un collezionista di dischi che scrive blog sui suoi nuovi acquisti.

γράφω με κεφαλαία γράμματα, γράφω με κεφαλαία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γράφω για κπ άλλον

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La cantante ha appena pubblicato la sua autobiografia, scritta per suo conto da un ghost writer.

γράφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane ha sceneggiato quest'opera.

δακτυλογραφώ

(computer) (έμφαση στο είδος γραφής)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Θα πρέπει να δακτυλογραφήσουμε την εργασία.

ξεκινώ να γράφω, αρχίζω να γράφω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κωδικοποιώ, κρυπτογραφώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli specialisti di crittografia sono in grado di scrivere in codice e decifrarne altri.

κρατάω ημερολόγιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shelley scrive sul diario ogni giorno e si tratta di un modello bellissimo rilegato in pelle.

επινοώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (libro, film)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scrittore ha ideato la trama del suo primo romanzo all'età di 16 anni.

γράφω με πεζά, γράφω με μικρά

verbo transitivo o transitivo pronominale (με το χέρι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γράφω κτ σε μπράιγ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scrivente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.