Τι σημαίνει το valuta στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης valuta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του valuta στο Ιταλικό.
Η λέξη valuta στο Ιταλικό σημαίνει νόμισμα, ισοτιμία, νόμισμα, νόμισμα, κρίνω, αξιολογώ, εκτιμώ την αξία, εκτιμώ την αξία, ελέγχω κπ εξονυχιστικά, βαθμολογώ, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, ζυγίζω, βαθμολογώ, αξιολογώ, εκτιμώ, εκτιμώ, αποτιμώ, εκτιμώ, αξιολογώ, αξιολογώ, βαθμολογώ, χαρακτηρίζω, αξιολογώ, καταλαβαίνω, εκτιμάω, εκτιμώ, βαθμολογώ, θεωρώ, βαθμολογώ, κρίνω, υποθέτω, ζυγίζω, αξιολογώ, υπολογίζω, εκτιμώ, συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, εκτιμώ, εκτιμώ, υπολογίζω, υπολογίζω, λογαριάζω, θεωρώ, υπολογίζω, εκτιμώ, βαθμολογώ κτ με κτ, θεωρώ, εκτιμώ, υπολογίζω, υπολογίζω, εκτιμώ, εξετάζω, συνάλλαγμα, ξένο νόμισμα, συνάλλαγμα, ξένο νόμισμα, νόμισμα πληρωμών και συναλλαγών, μετατροπέας νομισμάτων, σύμβολο νομίσματος, νομικά άκυρο χρήμα, μη αποδεκτό χρήμα, νόμισμα αναφοράς, ζημία μετατροπής συναλλάγματος, συνάλλαγμα, σκληρό νόμισμα, ξένο συνάλλαγμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης valuta
νόμισμαsostantivo femminile (denaro) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho bisogno di cambiare della valuta straniera per quando andrò in vacanza. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το ευρώ. |
ισοτιμίαsostantivo femminile (valore di cambio in un dato momento) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
νόμισμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In campagna spesso le persone fanno dei lavoretti per i vicini in cambio di legna o verdure, che vengono usate come una specie di valuta informale. |
νόμισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Molti paesi europei hanno la stessa moneta adesso: l'euro. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν πλέον το ίδιο νόμισμα: το Ευρώ. |
κρίνω, αξιολογώverbo transitivo o transitivo pronominale (giudice) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giudice ha valutato le performance serali dei ballerini. Ο κριτής των σελέμπριτι αξιολόγησε τις χορευτικές επιδόσεις της βραδιάς. |
εκτιμώ την αξία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'agente immobiliare valutò la proprietà 250.000 sterline. |
εκτιμώ την αξία(dare un valore) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελέγχω κπ εξονυχιστικάverbo transitivo o transitivo pronominale Colin sapeva del posto di lavoro disponibile ed era consapevole che il suo capo lo stava valutando. |
βαθμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il professore ha valutato la prova come una A+ |
σκέφτομαι, αναλογίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Considera le implicazioni di quella scoperta! Σκέψου (or: Αναλογίσου) τις συνέπειες αυτής της ανακάλυψης! |
ζυγίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Soppesò ogni sua opzione prima di agire. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα έβαλα κάτω και τα μέτρησα (or: υπολόγισα) και είδα ότι δεν θα μπορέσω να πάω διακοπές φέτος. |
βαθμολογώ(valutare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha corretto gli esami a risposta multipla. |
αξιολογώ, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il consulente ha valutato la situazione. Ο σύμβουλος αξιολόγησε (or: εκτίμησε) την κατάσταση. |
εκτιμώ, αποτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli amministratori valutarono i beni dell'azienda. Οι εκκαθαριστές υπολόγισαν την αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. |
εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il valore della proprietà è stato stimato a un milione di euro. Εκτίμησαν την αξία της ιδιοκτησίας στο ένα εκατομμύριο Ευρώ. |
αξιολογώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il consiglio valutava i candidati per il lavoro. Η επιτροπή αξιολόγησε τους υποψήφιους για τη δουλειά. |
αξιολογώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capo esaminò il progetto per assicurarsi che ne fosse valsa la pena. Το αφεντικό αξιολόγησε το πρότζεκτ για να δει αν άξιζε τον κόπο. |
βαθμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha valutato i compiti degli studenti. Ο καθηγητής βαθμολόγησε τα διαγωνίσματα των φοιτητών. |
χαρακτηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ο κριτικός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti i nuovi film devono essere giudicati dai censori prima di poter essere proiettati in pubblico. Οι λογοκριτές πρέπει να χαρακτηρίζουν όλες τις νέες ταινίες, πριν καταστεί δυνατή η προβολή τους στο κοινό. |
αξιολογώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capo giudicherà la vostra prestazione. Το αφεντικό θα αξιολογήσει τις επιδόσεις σου. |
καταλαβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκτιμάω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il perito sta per valutare la casa. Ο ειδικός θα εκτιμήσει το σπίτι. |
βαθμολογώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I critici cinematografici valutano i film su una scala da uno a cinque. Οι κριτικοί ταινιών βαθμολογούν τις ταινίες με μια κλίμακα από ένα έως δέκα. |
θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo considero un mio amico. |
βαθμολογώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha valutato 'A' il suo saggio. |
κρίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se il mercato ti è familiare, puoi valutare i vantaggi del tuo prodotto rispetto a quelli degli altri. |
υποθέτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Linda stimò che l'età dello sconosciuto fosse intorno ai cinquanta anni. Η Λίντα υπέθεσε ότι η ηλικία του ξένου θα ήταν γύρω στα πενήντα. |
ζυγίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nel prendere una decisione, ho dovuto valutare i vantaggi e gli svantaggi. Για να πάρω την απόφασή μου έπρεπε να ζυγίζω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα. |
αξιολογώ(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nell'avvicinarsi ai 40 anni, Bill cominciò a fare un bilancio della sua vita. |
υπολογίζω(stimare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ron cercò di misurare la distanza fra gli alberi. Ο Ρον προσπάθησε να υπολογίσει την απόσταση μέχρι τα δέντρα. |
εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (immobili) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La casa degli Anderson è stata valutata molto meno del suo reale valore di mercato. Το σπίτι των Άντερσον εκτιμήθηκε κατά πολύ κάτω από την αξία της αγοράς. |
συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pugile valutò l'avversario. Ο μποξέρ εκτίμησε τον αντίπαλό του. |
εκτιμώ, υπολογίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il perito stimò il valore della casa intorno a 450.000 sterline. Ο εκτιμητής υπολόγισε την αξία του σπιτιού στις 450.000 λίρες Αγγλίας. |
υπολογίζω, λογαριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non hai ponderato quanto li avrebbero offesi le tue parole. |
θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Molta gente vede i tatuaggi negativamente. Πολλοί άνθρωποι έχουν κακή γνώμη για τα τατουάζ. |
υπολογίζω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stimo che la distanza da qui alla chiesa sia di circa un miglio. Υπολογίζω ότι η απόσταση από δω ως την εκκλησία είναι περίπου ένα μίλι. |
βαθμολογώ κτ με κτ
Ho dato una valutazione di cinque stelle a questo libro. Βαθμολογώ αυτό το βιβλίο με πέντε αστέρια. |
θεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I critici la hanno giudicata una buona commedia. |
εκτιμώ, υπολογίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Indicherei il costo in circa cinquecento dollari. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πόσο το κάνεις; Λες να κοστίσει πολλά χρήματα; |
υπολογίζω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cercò di calcolare la distanza prima di saltare. |
εξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (συχνά στην παθητική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A fine anno, la scuola sottoporrà gli studenti a un esame inerente tutte le materie affrontate. |
συνάλλαγμα, ξένο νόμισμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'euro è una valuta straniera negli Stati uniti, e il dollaro è una valuta straniera in Francia. Το ευρώ είναι ξένο νόμισμα στην Αμερική και το δολάριο είναι ξένο νόμισμα στη Γαλλία. Στη Δανία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το ευρώ είναι ακόμη ξένο νόμισμα. |
συνάλλαγμα, ξένο νόμισμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Spiacente, non accettiamo pagamenti in valuta straniera. |
νόμισμα πληρωμών και συναλλαγώνsostantivo femminile (economia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Molte persone pensano erroneamente che le banconote scozzesi non siano valuta legale in Inghilterra. Sebbene siano molto rare, le banconote da 2 $ sono effettivamente valuta legale negli Stati Uniti. |
μετατροπέας νομισμάτωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Ci sono diversi convertitori di valuta online per conoscere il tasso di cambio attuale. |
σύμβολο νομίσματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νομικά άκυρο χρήμα, μη αποδεκτό χρήμαsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
νόμισμα αναφοράςsostantivo femminile (μετατροπή νομισμάτων) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ζημία μετατροπής συναλλάγματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνάλλαγμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκληρό νόμισμαsostantivo femminile (μεταφορικά) Il prezzo di una valuta forte tende a rimanere stabile nel breve periodo. |
ξένο συνάλλαγμαsostantivo femminile |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του valuta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του valuta
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.