Τι σημαίνει το divertente στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης divertente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του divertente στο Ιταλικό.

Η λέξη divertente στο Ιταλικό σημαίνει διασκεδαστικός, ευχάριστος, διασκέδαση, διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός, διασκεδαστικός, ευχάριστος, διασκεδαστικός, ευχάριστος, καλός, ωραίος, αστείος, τρελός, παλαβός, χιουμοριστικός, κωμικός, διασκεδαστικός, κωμικός, αστείος, διασκεδαστικός, ωραίος, διασκεδαστικός, κωμικός, αστείος, διασκεδαστικός, κωμικός, κεφάτος, χαζογελώντας, γελώντας νευρικά, ευχάριστος στην παρέα, διασκεδαστικός, εύθυμος, χιουμοριστικός, αστείος, διασκεδάζω, διασκεδάζω, διασκεδάζω, διασκεδάζω, διασκεδάζω, ψυχαγωγώ, διασκεδάζω, δεν είναι αστείος, δεν έχει πλάκα, καλό μου ακούγεται, καλό ακούγεται, διασκεδαστικό μου ακούγεται, διασκεδαστικό ακούγεται, διασκεδαστικός τύπος, αστεία ιστορία, φαίνεται διασκεδαστικό, φαίνεται να έχει πλάκα, ζωντανεύω, αστεία, κωμικά, διασκεδαστικά, χιουμοριστικά, διασκεδαστικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης divertente

διασκεδαστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo fatto un gioco divertente.
Παίξαμε ένα διασκεδαστικό παιχνίδι.

ευχάριστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John è una persona divertente da frequentare.

διασκέδαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κάναμε πολύ κέφι στο πάρτι.

διασκεδαστικός, ψυχαγωγικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A cena la padrona di casa ha raccontato ai suoi ospiti alcuni aneddoti divertenti sulla sua giovinezza.
Στο δείπνο η οικοδέσποινα διηγήθηκε στον καλεσμένο της μια σειρά από διασκεδαστικές ιστορίες απ' τα νιάτα της.

διασκεδαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευχάριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διασκεδαστικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A differenza della maggior parte dei bambini, Matt ha trovato il balletto divertente.
Σε αντίθεση με τα περισσότερα παιδιά, ο Ματ θεώρησε το μπαλέτο απολαυστικό.

ευχάριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Potrei sentire se Karen è libera: con lei ci si diverte sempre.

καλός, ωραίος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha raccontato un aneddoto divertente e tutti hanno riso.

αστείος

aggettivo (προκαλεί γέλιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adesso ti racconto una storia divertente.
Θα σου πω μία διασκεδαστική ιστορία.

τρελός, παλαβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi è successo qualcosa di stravagante oggi venendo al lavoro.

χιουμοριστικός, κωμικός

aggettivo (αστείος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'è un resoconto divertente della riunione sul giornale.

διασκεδαστικός, κωμικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La commedia era piuttosto buffa, ma non ha ricevuto critiche positive.

αστείος

aggettivo (persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È proprio buffo. Abbiamo riso tutto il tempo.
Είναι τόσο αστείος! Γελούσαμε όλη την ώρα.

διασκεδαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η νέα κωμική παράσταση είναι διασκεδαστική.

ωραίος, διασκεδαστικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
È sempre uno spasso andare in barca con la famiglia di mio cugino.

κωμικός, αστείος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Voglio provare a scrivere un racconto comico.
Πρόκειται να δοκιμάσω να γράψω ένα κωμικό μυθιστόρημα.

διασκεδαστικός, κωμικός

aggettivo (αστείος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Guardarlo mangiare è davvero un'esperienza comica.
Το να τον βλέπεις να τρώει είναι πραγματικά μια διασκεδαστική εμπειρία.

κεφάτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Θέλεις να έρθεις σε ένα κεφάτο πάρτι το Σάββατο το βράδυ;

χαζογελώντας, γελώντας νευρικά

aggettivo (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le ragazze erano chiacchierone e divertenti dopo la festa.

ευχάριστος στην παρέα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È di buona compagnia e davvero un buon amico, ma non ho intenzione di sposarlo.

διασκεδαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εύθυμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χιουμοριστικός, αστείος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διασκεδάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alcuni show televisivi riescono a divertire e istruire allo stesso tempo.
Ορισμένες τηλεοπτικές εκπομπές καταφέρνουν να ψυχαγωγούν και να μορφώνουν ταυτόχρονα.

διασκεδάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασκεδάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il burattinaio ha intrattenuto i bambini per ore.
Ο κουκλοπαίχτης διασκέδασε τα παιδιά για ώρες.

διασκεδάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mago ha intrattenuto i bambini durante la festa.
Ο μάγος ψυχαγώγησε τα παιδιά στο πάρτι.

διασκεδάζω, ψυχαγωγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασκεδάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le battute di John rallegrarono (or: divertirono) l'intera famiglia.
Τα ανέκδοτα του Τζον διασκέδασαν όλη την οικογένεια.

δεν είναι αστείος, δεν έχει πλάκα

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλό μου ακούγεται, καλό ακούγεται, διασκεδαστικό μου ακούγεται, διασκεδαστικό ακούγεται

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διασκεδαστικός τύπος

sostantivo maschile (informale)

Nonostante non sia il più sveglio del mondo, è un tipo divertente. Puoi sempre contare su di lui per tirarti su di morale.

αστεία ιστορία

sostantivo maschile

Ci ha raccontato un aneddoto divertente sul suo viaggio in Thailandia.

φαίνεται διασκεδαστικό, φαίνεται να έχει πλάκα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζωντανεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αστεία, κωμικά, διασκεδαστικά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il clown ballò in modo buffo, suonando il suo corno.

χιουμοριστικά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

διασκεδαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του divertente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.