Τι σημαίνει το diverso στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης diverso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diverso στο Ιταλικό.
Η λέξη diverso στο Ιταλικό σημαίνει διαφορετικός, διαφορετικός, ξεχωριστός, διάφορος, αρκετός, ανόμοιος, διαφορετικός, διαφορετικός, αποκλίνων, παρεκκλίνων, διαφορετικός, διαφορετικός, άγνωστος, διάφορος, διάφορος, διαφορετικός, αρκετός, διαφορετικός, ποικίλος, ποικιλόμορφος, διαφορετικός, διάφορος, ποικίλος, διάφοροι, ιδιαίτερος, ξεχωριστός, πολυάριθμος, ανόμοιος, πολυάριθμος, αλλόκοτος, παράξενος, που ξεχωρίζει, διάφορος, διαφορετικός, καινούριος, διαφορετικός, διαφορετικός από κπ/κτ, διαφορετικός από κτ, διαφορετικός από κτ, αρκετός καιρός, διαφέρω, διαφέρω σε, αλλάζω θέση σε κτ, ασυνήθιστος, αξιοπρόσεκτος, ασύγκριτος, μοναδικός, διαφορετικός από κπ, ανόμοιος με κπ, διαφορετικός από κτ, από την αρχή, εδώ και αρκετό καιρό, διαφορετικός, αλλιώτικος, διαφορετικός από κπ, ανόμοιος με κπ, αλλάζω γνώμη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης diverso
διαφορετικόςaggettivo (όχι παρόμοιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lui e suo fratello sono molto diversi. Αυτός και ο αδερφός του είναι εντελώς αλλιώτικοι. |
διαφορετικός, ξεχωριστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Divideremo la classe in tre gruppi diversi. Θα χωρίσουμε την τάξη σε τρία διαφορετικές (or: ξεχωριστές) ομάδες. |
διάφοροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le varie portate del menù soddisfano tutti i gusti. Τα διάφορα πιάτα του μενού ικανοποιούν όλα τα γούστα. |
αρκετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oggi vanno fatte parecchie cose. Αρκετά πράγματα πρέπει να γίνουν σήμερα. |
ανόμοιος, διαφορετικός(όχι ίδιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le sorelle sono del tutto diverse; come puoi metterle a confronto? |
διαφορετικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I diversi approcci al problema non sono stati risolutori. |
αποκλίνων, παρεκκλίνων
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli attori hanno seguito percorsi diversi dopo essere comparsi insieme nel loro primo film. |
διαφορετικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαφορετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vari fattori spiegano i diversi risultati del test. Πολλοί παράγοντες μπορούν να εξηγήσουν τη διαφοροποίηση στις βαθμολογίες στο τεστ. |
άγνωστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quei modi di fare così diversi degli abitanti confusero Charlotte. Οι διαφορετικοί τρόποι των κατοίκων της κωμόπολης προκάλεσαν σύγχυση στη Σάρλοτ. |
διάφοροςaggettivo (più di uno) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διάφοροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διαφορετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Carl è un bambino molto sereno ma il suo gemello è diverso. |
αρκετόςaggettivo (sempre al plurale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Diverse persone si sono offerte volontarie per aiutare. Διάφοροι προσφέρθηκαν να βοηθήσουν. |
διαφορετικόςaggettivo (sempre al plurale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I consigli furono molti, ma tutti utili. |
ποικίλος, ποικιλόμορφος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa università offre vari corsi. |
διαφορετικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) James e Agnes hanno visioni diverse su come allevare i bambini. |
διάφορος, ποικίλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Οι υπάλληλοί μας κατάγονται από διάφορα έθνη. |
διάφοροιaggettivo (soprattutto al plurale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lo scaffale conteneva libri su vari argomenti. Το ράφι περιείχε βιβλία πάνω σε ποικίλα θέματα. |
ιδιαίτερος, ξεχωριστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Τζέρεμυ άκουσε το ιδιαίτερο κελάηδημα του κότσυφα. |
πολυάριθμοςaggettivo (πολλοί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ci sono svariate ragioni per non comprare una casa in questo momento. Υπάρχουν πολυάριθμες αιτίες για να μην αγοραστεί ένα σπίτι τώρα. |
ανόμοιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολυάριθμοςaggettivo (μεγάλος σε αριθμό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le ragioni di ciò sono parecchie. Οι αιτίες γι' αυτό είναι πολυάριθμες. |
αλλόκοτος, παράξενοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il Ciclope ha un aspetto così strano, con un solo occhio sulla fronte. Ο Κύκλωπας φαίνεται τόσο παράξενος με μόνο ένα μάτι στο μέτωπό του. |
που ξεχωρίζει(figurato: persona/cosa speciale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Beethoven era un caso a parte rispetto a tutti i suoi contemporanei. |
διάφοροςaggettivo (μόνο πληθυντικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il falegname scelse tra diverse viti per trovare quella della misura giusta. |
διαφορετικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nelle cose importanti le due sorelle sono molto diverse. |
καινούριος, διαφορετικός(ασυνήθιστος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ananas in un panino al prosciutto? È strano. Ανανάς σε σάντουιτς με ζαμπόν; Να κάτι καινούριο (or: διαφορετικό). |
διαφορετικός από κπ/κτaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαφορετικός από κτ
Le idee politiche di mio padre sono diverse dalle mie. |
διαφορετικός από κτ
|
αρκετός καιρός
È passato diverso tempo dall'ultima volta che l'ho visto. |
διαφέρω(δεν είμαι σαν) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαφέρω σε
Bambini e adulti sono diversi per dimensioni e capacità. |
αλλάζω θέση σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Puoi riorganizzare le icone sul tuo computer per una maggiore praticità. L'allenatore dispose i giocatori in modo diverso per equilibrare le squadre. |
ασυνήθιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi piace Adam perché è eccentrico, non fa le stesse cose che fanno tutti gli altri. Συμπαθώ τον Άνταμ επειδή είναι διαφορετικός· δεν του αρέσουν τα ίδια πράγματα όπως σε όλους τους άλλους. |
αξιοπρόσεκτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le sue opinioni alternative sull'educazione dei bambini rendono i suoi libri interessanti. |
ασύγκριτος, μοναδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il viaggio in treno attraverso le Alpi Svizzere è diverso da tutto il resto. |
διαφορετικός από κπ, ανόμοιος με κπ
Randy non è poi così diverso da suo padre come pensa. |
διαφορετικός από κτaggettivo Se guardi attentamente noterai che questa pianta è diversa dall'altra. Αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα δεις ότι αυτό το φυτό διαφέρει από το άλλο. |
από την αρχήlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Dopo il fallimento del primo tentativo, ricominciamo a fare il progetto in modo diverso. |
εδώ και αρκετό καιρό
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Non l'ho visto per diverso tempo. |
διαφορετικός, αλλιώτικοςpreposizione o locuzione preposizionale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La Pepsi non è diversa dalla Coca-Cola. Η Pepsi δεν είναι διαφορετική από την κόκα κόλα. |
διαφορετικός από κπ, ανόμοιος με κπ
I commenti del politico sono riprovevoli ma non diversi da ciò che altri dicono quotidianamente. |
αλλάζω γνώμη
|
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diverso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του diverso
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.