Τι σημαίνει το distanza στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης distanza στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του distanza στο Ιταλικό.
Η λέξη distanza στο Ιταλικό σημαίνει απόσταση, απόσταση, χώρισμα, απόσταση, προβάδισμα, απόσταση, απόσταση, απομόνωση, μεσοδιάστημα, διάστημα μεταξύ, διαδρομή, ελεύθερο ύψος, διάταξη, απόσταση, παρακολούθηση, επιτήρηση, τηλεπεξεργασία, μακριά από, χωριστά, χώρια, κοντινός, κοντά, μακριά, σε απόσταση, σε απόσταση ασφαλείας, εξ επαφής, από απόσταση, από μακριά, στον ορίζοντα, δρομέας μιλιού, εκπαίδευση εξ αποστάσεως, κατάρτιση εξ αποστάσεως, μεγάλη απόσταση, μεγάλη απόσταση, εστιακή απόσταση, μεγάλη απόσταση, μικρή/κοντινή απόσταση, απόσταση ακοής, σχέση εξ αποστάσεως, κοντινή απόσταση, σύντομο ταξίδι, κοινωνική αποστασιοποίηση, απόσταση, τόσο μακριά όσο, κρατάω απόσταση από κπ/κτ, εργάζομαι εξ αποστάσεως, μεγάλος, μεγάλων αποστάσεων, σε απόσταση, δρασκελιά, μακρινά, πόσο μακριά, κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου, τηρώ αποστάσεις από τους άλλους, απέχω, αποκρούω, από απόσταση, κοντά, προσωπικός χώρος, χιλιόμετρο, κεντράρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης distanza
απόστασηsostantivo femminile (lontananza in termini di spazio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La distanza tra i pali è circa venti metri. Η απόσταση ανάμεσα στους στύλους είναι περίπου είκοσι μέτρα. |
απόστασηsostantivo femminile (lontananza in termini di spazio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il fienile è a una certa distanza da qui, ti ci vorranno circa cinque minuti per arrivarci in macchina. Το αγρόκτημα είναι σε κάποια απόσταση, οπότε θα σας πάρει τουλάχιστον πέντε λεπτά με το αυτοκίνητο για να φτάσετε. |
χώρισμα(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La distanza tra il nostro terreno e la piscina del vicino è quasi nulla. |
απόσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ad alte velocità bisogna tenere una maggiore distanza dall'auto che precede. Σε μεγάλες ταχύτητες, πρέπει να αφήνεις μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ εσού και του μπροστινού αυτοκινήτου. |
προβάδισμαsostantivo femminile (πλεονέκτημα εκκίνησης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il cacciatore si è messo ad una distanza di un metro dalla preda. Ο κυνηγός έδωσε στο στόχο του προβάδισμα ενός μέτρου περίπου. |
απόσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'è parecchia distanza tra qui e Chicago. Το Σικάγο είναι σε πολύ μεγάλη απόσταση από εδώ. |
απόστασηsostantivo femminile (in miglia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli escursionisti hanno percorso una grande distanza il primo giorno. |
απομόνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεσοδιάστημα, διάστημα μεταξύ(χώρος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Perché non mettiamo un vialetto nello spazio tra quelle aiuole? Γιατί να μην διαμορφώσεις ένα μονοπάτι στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στα παρτέρια; |
διαδρομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ci sono 500 km di viaggio per la prossima grande città. |
ελεύθερο ύψος
In questa casa, lo spazio libero tra la testa e il soffitto è piuttosto ridotto. Το ύψος του ταβανιού είναι αρκετά χαμηλό σε αυτό το σπίτι. |
διάταξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La distanza tra i due quadri su questa parete è troppo poca. |
απόσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παρακολούθηση, επιτήρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η στενή παρακολούθηση του υπόπτου ίσως δώσει νέα στοιχεία. |
τηλεπεξεργασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μακριά από, χωριστά, χώριαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha costruito la sua casa separatamente dal resto del villaggio. Έχτισε το σπίτι του μακριά από το υπόλοιπο χωριό. |
κοντινόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era un bersaglio a distanza ravvicinata: era impossibile che il poliziotto lo mancasse. Ήταν μια κοντινή βολή, ο αστυνόμος ήταν αδύνατον να αστοχήσει. |
κοντά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La sorella di Gerald vive a breve distanza, quindi per lui è facile andarla a trovare. |
μακριά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A distanza, si vedevano solo le luci da un paesino lontano. |
σε απόσταση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si tiene a debita distanza da discussioni politiche. |
σε απόσταση ασφαλείας(figurato: non confidenza) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi ha già mentito in passato, quindi ora lo tengo a debita distanza. |
εξ επαφής(πυροβολισμός) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Nonostante i controlli di sicurezza l'assassino è riuscito a introdurre una pistola alla conferenza stampa e a sparare al Presidente a distanza ravvicinata. |
από απόσταση, από μακριάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Io e mia suocera abbiamo un buon rapporto, però da lontano. |
στον ορίζοντα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δρομέας μιλιούsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εκπαίδευση εξ αποστάσεως, κατάρτιση εξ αποστάσεωςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Per le persone che vivono in aree difficilmente raggiungibili l'istruzione a distanza è una buona alternativa a frequentare delle lezioni. Για όσους ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές, η εκπαίδευση εξ αποστάσεως είναι μια καλή εναλλακτική της παρακολούθησης μαθημάτων. |
μεγάλη απόστασηsostantivo femminile Kane ha segnato un magnifico goal da una grande distanza. |
μεγάλη απόσταση
Il dispositivo permette alla polizia di trasmettere messaggi importanti a lunga distanza in un ambiente rumoroso. |
εστιακή απόστασηsostantivo femminile (fotografia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dalla lunghezza focale di un obiettivo dipende l'ampiezza dell'inquadratura. |
μεγάλη απόστασηsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le onde radio possono viaggiare a grande distanza. |
μικρή/κοντινή απόστασηsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απόσταση ακοήςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Invecchiando, si assiste a una diminuzione della distanza udibile. |
σχέση εξ αποστάσεωςsostantivo femminile (di coppia) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κοντινή απόστασηsostantivo femminile |
σύντομο ταξίδι
|
κοινωνική αποστασιοποίησηsostantivo femminile |
απόστασηsostantivo femminile (διαχωριστικό κενό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La distanza più breve fra due punti è una linea retta. |
τόσο μακριά όσο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il nuovo fruttivendolo è distante tanto quanto quello vecchio. Το νέο παντοπωλείο είναι τόσο μακριά όσο και το παλιό. |
κρατάω απόσταση από κπ/κτverbo riflessivo o intransitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εργάζομαι εξ αποστάσεωςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μεγάλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È una buona idea stirare le gambe regolarmente durante un volo a lunga distanza. |
μεγάλων αποστάσεων
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) I camion a lungo raggio trasportano regolarmente merci da una parte all'altra del paese. |
σε απόσταση
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δρασκελιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il cervo selvatico stava a un braccio da noi. Το άγριο ελάφι στάθηκε μια δρασκελιά από εμάς. |
μακρινάlocuzione avverbiale (non vicino) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πόσο μακριά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questa app mi dice quanta strada ho percorso. |
κρατάω αποστάσεις, κρατάω τις αποστάσεις μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Δεν πλησιάζω άτομα που είναι άρρωστα. |
τηρώ αποστάσεις από τους άλλουςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απέχωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È un alcolizzato e per lui è davvero difficile tenersi a distanza dagli alcolici. Είναι αλκοολικός και είναι καθημερινή μάχη γι' αυτόν το ν' απέχει απ' το ποτό. |
αποκρούωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I soldati riuscirono a tenere lontano le forze nemiche per tre giorni. Οι στρατιώτες κατάφεραν να αποκρούσουν τις δυνάμεις εισβολής για τρεις μέρες. |
από απόσταση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Gli strumenti sono controllati a distanza da computer. Τα όργανα ελέγχονται από απόσταση με υπολογιστή. |
κοντά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Matt andò più vicino per avere una migliore visione del quadro. |
προσωπικός χώροςsostantivo femminile |
χιλιόμετροsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tom ha detto a sua mamma: "Non voglio andare fino in cucina, la distanza è troppo grande!" |
κεντράρωverbo transitivo o transitivo pronominale (automobile) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se non si regolano gli elettrodi delle candele, il motore perde colpi. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του distanza στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του distanza
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.