Τι σημαίνει το chiamato στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chiamato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chiamato στο Ιταλικό.

Η λέξη chiamato στο Ιταλικό σημαίνει τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, φωνάζω, καλώ, τηλεφωνάω, τηλεφωνώ, καλώ, θεωρώ, καλώ, ζητάω να δω, δηλώνω, φωνάζω, τηλεφωνώ σε κπ, κάνω νόημα σε κπ για να έρθει, φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή, τηλεφωνώ, τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημα, φωνάζω, αποκαλώ, ονομάζω, τηλεφωνώ, τηλεφωνώ, παίρνω, καλώ, καλώ, καλώ, προσκαλώ, νεύω σε κπ να κάνει κτ, γνέφω σε κπ να κάνει κτ, καλώ, ονομάζω, ονομάζω, ονοματίζω, παίρνω, καλώ, καλώ, επικοινωνώ, κάνω, προσλαμβάνω, προσκαλώ, καλώ, παίρνω, τηλεφωνώ σε κπ, τηλεφωνώ, κανονίζω να κάνει κπ κτ, εκφράζω, περνάω, οδηγώ κπ στα δικαστήρια, καλώ, βγάζω, λέω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, αποκαλώ, κάνω σήμα σε ταξί, τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωση, αποκαλώ με λάθος όνομα, αποκαλώ με λάθος όνομα, συγκεντρώνω, μαζεύω, δίνω όνομα, βαφτίζω, φωνάζω, λέω φωναχτά, φωνάζω, καλώ κπ για επιθεώρηση, παίρνω αναφορά, κλητεύω, στρατολογώ, καταγγέλλω, μαζεύω, απαντάω σε κτ, ακούω σε κτ, σταματάω, σταματώ, εφαρμόζω, κλητεύω κπ να εμφανιστεί, ονομάζω, αποκαλώ, είμαι γνωστός ως κτ, αποκαλώ κύριο, λέω κύριο, χαρακτηρίζω, περιγράφω, αποκαλώ κπ με το μικρό του, προσφωνώ κπ με το επίθετό του. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chiamato

τηλεφωνάω, τηλεφωνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (telefonare) (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti chiamo domani per sapere come stai.
Θα σε πάρω αύριο να δω πώς είσαι.

φωνάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim, tua mamma ti sta chiamando.
Τζιμ, σε φωνάζει η μαμά σου.

καλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chiamate il prossimo candidato per favore.
Φώναξε τον επόμενο υποψήφιο, σε παρακαλώ.

τηλεφωνάω, τηλεφωνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (telefonare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se non vuoi scrivere puoi sempre chiamare.
Αν δεν θες να γράφεις γράμματα, μπορείς πάντα να τηλεφωνήσεις.

καλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dio lo ha chiamato al sacerdozio.
Ο Θεός τον κάλεσε για να γίνει ιερέας.

θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io lo chiamo scandalo.
Λέω ότι είναι σκάνδαλο.

καλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mare lo stava chiamando.

ζητάω να δω

verbo transitivo o transitivo pronominale (giochi di carte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopo il terzo round, tutti possono chiamare la mano.

δηλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nel biliardo americano bisogna chiamare il colpo prima di farlo.

φωνάζω

(sollecitare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Steve chiamò la moglie perché venisse ad aiutarlo.

τηλεφωνώ σε κπ

κάνω νόημα σε κπ για να έρθει

verbo transitivo o transitivo pronominale (con un gesto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Matilda ha tentato di chiamare il marito che stava dall'altra parte della stanza.
Η Ματίλντα προσπάθησε να κάνει νόημα στον σύζυγό της για να έρθει καθώς στεκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου.

φωνάζω τεχνικό/ειδικό για επισκευή

verbo transitivo o transitivo pronominale (convocare)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La madre anziana di Paul stava male, perciò lui chiamò il dottore.

τηλεφωνώ

(al telefono)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chiamiamola un attimo e sentiamo quali sono i piani.
Ας της τηλεφωνήσουμε για να ελέγξουμε τα σχέδια.

τηλεφωνώ, παίρνω τηλέφωνο, κάνω ένα τηλεφώνημα

verbo transitivo o transitivo pronominale (al telefono)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voglio chiamare il servizio abbonati per avere il numero del cinema.
Θα τηλεφωνήσω στις πληροφορίες καταλόγου, για να πάρω τον αριθμό του κινηματογράφου.

φωνάζω

(ad alta voce)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il bimbo chiamò la sua mamma non appena lei lasciò la stanza.
Το αγοράκι φώναζε τη μητέρα του, όταν εκείνη βγήκε από το δωμάτιο. Φώναξε για βοήθεια.

αποκαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον κάπως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gente chiama Emily "la Regina" perché riesce sempre a imporre la sua idea.
Ο κόσμος αποκαλεί την Έμιλι «Βασίλισσα», επειδή περνάει πάντα το δικό της.

ονομάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vogliono chiamare il bambino Michael. Chiamiamo la canzone "Missione furtiva".
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ονομάτισε την κόρη της Λίλιαν, σαν την ηρωίδα του αγαπημένου της μυθιστορήματος.

τηλεφωνώ

(telefonare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Edward ha chiamato tutti i suoi amici.
Ο Έντουαρντ πήρε τηλέφωνο όλους τους φίλους του.

τηλεφωνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (per telefono)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I radioascoltatori sono invitati a chiamare per lasciare i propri commenti.
Οι ακροατές του ραδιοφώνου παροτρύνονται να τηλεφωνήσουν για να κάνουν σχόλια.

παίρνω, καλώ

(al telefono)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ieri ho chiamato Fiona, ma non ha mai risposto.

καλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (tramite citofono)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha appena chiamato Karen, le vado incontro nell'atrio.

καλώ, προσκαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'abbiamo chiamata al nostro tavolo e le abbiamo chiesto di unirsi a noi.

νεύω σε κπ να κάνει κτ, γνέφω σε κπ να κάνει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο βασιλιάς έκανε νόημα στον υπηρέτη του να του φέρει ένα ποτό.

καλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dobbiamo far chiamare il capo perché c'è un problema.
Πρέπει να φωνάξουμε το αφεντικό γιατί υπάρχει ένα πρόβλημα.

ονομάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο πονηρός καλόγερος βάφτισε το κοτόπουλο «ελιά», για να μπορέσει να το φάει χωρίς να χαλάσει τη νηστεία.

ονομάζω, ονοματίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (δίνω όνομα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha chiamato la sua nave 'Ariel'.

παίρνω, καλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore, stasera telefona a Patty e invitala alla festa.
Πάρε σε παρακαλώ απόψε τηλέφωνο την Πάτι και κάλεσέ την στο πάρτι μας.

καλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Τζιμ κάλεσε έναν γιατρό όταν ο πυρετός του γιου του χειροτέρευσε.

επικοινωνώ

(με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovresti contattare il medico se hai la febbre alta.
Αν κάνεις υψηλό πυρετό θα πρέπει να επικοινωνήσεις με τον γιατρό σου.

κάνω

(telefonate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Να τηλεφωνήσω εγώ για σένα;

προσλαμβάνω

(spettacoli) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσκαλώ, καλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È ora di chiamare i bambini per la cena.
Είναι ώρα να καλέσουμε τα παιδιά για βραδινό.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τηλεφωνώ σε κπ

Attendi un secondo, devo solo fare una telefonata al mio supervisore.
Περίμενε μια στιγμή. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον διευθυντή μου.

τηλεφωνώ

(σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi ha telefonato ieri.
Με πήρε χτες.

κανονίζω να κάνει κπ κτ

(evento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Κανόνισαν να έρθει μια μπέιμπι σίτερ για να προσέξει τα παιδιά.

εκφράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dipende tutto da come vuoi definirlo. È economico oppure non è caro?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εξαρτάται από το πως θέλεις να το αποκαλέσεις. Είναι φτηνό ή απλά δεν είναι ακριβό;

περνάω

(colloquiale) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fammi un fischio la prossima volta che passi di qua, che ci andiamo a prendere un caffè. // Fammi un fischio quando stacchi dal lavoro.
Πέρνα από δω την επόμενη φορά που θα περνάς και θα πιούμε καφέ.

οδηγώ κπ στα δικαστήρια

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dottore è stato chiamato all'improvviso e quindi oggi non è in ambulatorio.
Ο γιατρός κλήθηκε ξαφνικά, γι' αυτό και δεν είναι σήμερα στο ιατρείο.

βγάζω, λέω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bambina nascerà fra tre settimane ma ancora non sappiamo come chiamarla.
Το μωρό θα γεννηθεί σε τρεις εβδομάδες, αλλά δεν ξέρουμε πως θα την ονομάσουμε.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbo transitivo o transitivo pronominale

È il mio turno e chiamerò una carta.

αποκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Come osi chiamarmi imbroglione!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μαμά, η αδερφή μου με είπε χαζή!

κάνω σήμα σε ταξί

verbo intransitivo (per la strada, con un cenno)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Uscì in strada per chiamare un taxi.

τηλεφωνώ σε κπ με δική του χρέωση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Επειδή δεν είχε χρήματα, τηλεφώνησε στους γονείς του με δική τους χρέωση.

αποκαλώ με λάθος όνομα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il bambino ha sbagliato il nome dell'elefante chiamandolo giraffa.

αποκαλώ με λάθος όνομα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

συγκεντρώνω, μαζεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (un gruppo di persone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δίνω όνομα, βαφτίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se è femmina, vorremmo chiamare la bambina come mia madre.
Θα θέλαμε να δώσουμε στο μωρό το όνομα της μητέρας μου, αν είναι κορίτσι.

φωνάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando il bambino era spaventato chiamava a gran voce la mamma.

λέω φωναχτά, φωνάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλώ κπ για επιθεώρηση

(militari, truppe)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il sergente ha chiamato a raccolta i suoi soldati.
Ο λοχίας κάλεσε τους στρατιώτες του για επιθεώρηση.

παίρνω αναφορά

verbo transitivo o transitivo pronominale (στρατός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al tuo ritorno verrai chiamato a rapporto dall'ambasciatore.

κλητεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (diritto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pubblico ministero ha chiamato a comparire tre agenti di polizia.

στρατολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Molti giovani furono chiamati alle armi per la guerra.

καταγγέλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: reato, malfatta) (δημοσίως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαζεύω

(cose, persone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απαντάω σε κτ, ακούω σε κτ

(soprannome, diminutivo)

Il suo nome è Timothy, ma è chiamato Timmy.
Το όνομά του είναι Τίμοθι, αλλά τον φωνάζουν Τίμι.

σταματάω, σταματώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (με νόημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho chiamato un taxi per tornare a casa perché avevo bevuto troppo.
Σταμάτησα ένα ταξί για να πάω σπίτι επειδή είχα πιει πολύ.

εφαρμόζω

(κανόνας, κτλ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per permettere a una società di funzionare dobbiamo invocare la legge.

κλητεύω κπ να εμφανιστεί

verbo transitivo o transitivo pronominale (davanti al giudice) (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Karen è stata chiamata a comparire presso l'Alta Corte.
Η Κάρεν κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

ονομάζω, αποκαλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'hanno chiamata (or: soprannominata) "Regina del Jazz".
Την ονόμασαν «Η βασίλισσα της τζάζ».

είμαι γνωστός ως κτ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Il criminale è noto col nome di "Gatto nero".
Ο εγκληματίας είναι γνωστός με το παρατσούκλι «Η Μάυρη Γάτα».

αποκαλώ κύριο, λέω κύριο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non mi chiamare signore! Non sono così vecchio.
Μη μου μιλάς στον πληθυντικό! Δεν είμαι και τόσο μεγάλος.

χαρακτηρίζω, περιγράφω

(figurato: dare un nome) (δίνω όνομα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo battezzarono "il cinese" per i suoi occhi sottili.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα μέσα περιέγραψαν την πολιτική του Τσάμπερλεν ως «κατευνασμό».

αποκαλώ κπ με το μικρό του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσφωνώ κπ με το επίθετό του

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Smettila di chiamarmi per cognome; io rispondo a John non a Smith!

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chiamato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.