Τι σημαίνει το chiacchierare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chiacchierare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chiacchierare στο Ιταλικό.
Η λέξη chiacchierare στο Ιταλικό σημαίνει κουβέντα, κουβεντούλα, πιάνω κουβέντα, κουβεντιάζω, συνομιλώ, ψιλοκουβεντιάζω, συζητώ,συνομιλώ, τα λέω, τα λέω, φλυαρώ, μιλάω ακατάπαυστα, κουβεντιάζω, κουβεντιάζω, μιλάω, συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω, κουτσομπολεύω, κουβεντιάζω, κουβέντα, κουβεντούλα, φλυαρία, πολυλογία, φλυαρώ, κουβεντιάζω, φλυαρώ, πολυλογώ, φλυαρώ, πολυλογώ, παρλάρω, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, συζητώ, κουτσομπολεύω, κουβεντιάζω, συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω, συζητώ με κπ, κουβεντιάζω με κπ, φλυαρώ, κολακεύω, τα λέω, φλυαρώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chiacchierare
κουβέντα, κουβεντούλαverbo intransitivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πιάνω κουβένταverbo intransitivo (έναρξη συζήτησης) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουβεντιάζω, συνομιλώverbo intransitivo (ελαφριά συζήτηση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le persone chiacchieravano prima dell'inizio del meeting. Οι άνθρωποι κουβέντιαζαν πριν ξεκινήσει η συνάντηση. |
ψιλοκουβεντιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συζητώ,συνομιλώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La mamma e le sue amiche passano il sabato pomeriggio in cucina a chiacchierare e bere caffè. |
τα λέωverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα λέωverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abbiamo chiacchierato per qualche minuto prima che mi dicesse il motivo della sua chiamata. Κουβεντιάσαμε για λίγα λεπτά και μετά είπε γιατί τηλεφώνησε. |
φλυαρώ, μιλάω ακατάπαυσταverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non parlare a Cindy se hai molto lavoro da fare; lei adora chiacchierare. |
κουβεντιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κουβεντιάζω, μιλάω, συζητάω, συζητώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I bambini chiacchieravano tra di loro mentre gli adulti preparavano la cena. Τα παιδιά κουβέντιαζαν μεταξύ τους, ενώ οι μεγάλοι προετοίμαζαν το βραδυνό φαγητό. |
κουβεντιάζω(informalmente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alle anziane signore piaceva incontrarsi all'angolo della strada per chiacchierare. |
κουτσομπολεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alle signore anziane piace chiacchierare. Se fossi in te le ignorerei. |
κουβεντιάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κουβέντα, κουβεντούλαverbo intransitivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non posso star qui a chiacchierare tutto il giorno: c'è del lavoro da sbrigare! |
φλυαρία, πολυλογία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Passano più tempo a chiacchierare che a lavorare. Αφιέρωναν περισσότερο χρόνο στην πολυλογία παρά στη δουλειά. |
φλυαρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κουβεντιάζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Riescono a stare seduti a chiacchierare per ore. Μπορούν να κάθονται και να τα λένε με τις ώρες. |
φλυαρώ, πολυλογώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Piantala di ciarlare e rimettiti al lavoro! Κόψε το μπλα-μπλα και γύρνα στη δουλειά! |
φλυαρώ, πολυλογώ, παρλάρω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, συζητώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Parliamo solo una volta al mese. Συνδιαλεγόμαστε (or: Συνομιλούμε) μόνο μια φορά τον μήνα περίπου. |
κουτσομπολεύωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stavano sparlando della famiglia del piano di sotto. Κουτσομπόλευαν την οικογένεια του κάτω ορόφου. |
κουβεντιάζω, συζητάω, συζητώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κουβεντιάζωverbo intransitivo (κάποιο θέμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συζητώ με κπ, κουβεντιάζω με κπ
Mary vuole migliorare il suo spagnolo per poter chiacchierare con chiunque incontri. |
φλυαρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ben chiacchierava di continuo del suo cellulare nuovo. |
κολακεύω(senza scopo o senso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα λέωverbo intransitivo (καθομ: με κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Marcus stava chiacchierando con i suoi amici. |
φλυαρώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ragazzo sciocco blaterò a lungo finché tutti si stancarono di ascoltarlo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chiacchierare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του chiacchierare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.