Τι σημαίνει το chiara στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chiara στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chiara στο Ιταλικό.

Η λέξη chiara στο Ιταλικό σημαίνει ανοιχτός, απαλός, ανοιχτόχρωμος, σαφής, ανοιχτόχρωμος, διαυγής, σαφής, ξεκάθαρος, ειλικρινής, ευκρινής, σαφής, ανοιχτόχρωμος, καθαρός, ανεμπόδιστος, απαλός, ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος, σαφής, σαφής, ευκρινής, εμφανής, λαγαρός, καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής, προφανής, ξεκάθαρος, απρόσκοπτος, ανεμπόδιστος, απόλυτος, κατάφωρος, απαλός, προφανής, σαφής, εμφανής, προφανής, οφθαλμοφανής, ξεκάθαρος, ευανάγνωστος, ευθύς, ειλικρινής, προφανής, εμφανής, προφανής, πέραν αμφιβολίας, ξεκάθαρος, σαφής, ξεκάθαρος, αυταπόδεικτος, αυτονόητος, προφανής, ολοφάνερος, οξύς, ευθύς, ειλικρινής, διάφανος, διαφανής, διαυγής, εστιασμένος, ξεκάθαρος, το 'πιασα, ευδιάκριτος, διακριτός, απλός, ξεκάθαρος, ευδιάκριτος, διακριτός, ζωντανός, δεδομένο, παστέλ, γενικός, ασαφής, ακαθόριστος, ειδικός, μη εμφανής, μη προφανής, που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ, ευδιόρατος, καθάριος, ξανθός, επί λέξει, καθαρά και δυνατά, αρκετά, αρκεί, φτάνει, σεληνόφως, φεγγαρόφωτο, θριαμβευτής, θριαμβεύτρια, ειλικρίνεια, ευθύτητα, μη κρυπτογραφημένο κείμενο, ξεκάθαρο σημάδι, ανοιχτό καφέ, απαλό πράσινο, ανοιχτόχρωμος σφένδαμος, ξεκαθαρίζω, καταλαβαίνω, διορθώνω, διασαφηνίζω, άτονα, ειλικρινής, προφανής, πασιφανής, ξεκάθαρος, ανοιχτός καφέ, γκέγκε;, μπήκες;, ανοιχτό καφέ, νυχτερινός, φαίνομαι καθαρά, φαίνομαι ξεκάθαρα, καθιστώ προφανές ότι/πως, κάνω ξεκάθαρο ότι/πως, κατηγορηματικά, σε πιάνω, σεληνόφως, κιτρινόφαιος, το 'πιασες;, με πιάνεις;, ανοιχτός καφέ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chiara

ανοιχτός, απαλός

aggettivo (colori)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai visto la mia camicia blu chiaro?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αγόρασε ένα καινούριο φόρεμα σε ανοιχτό (or: απαλό) γκρι χρώμα.

ανοιχτόχρωμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σαφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il messaggio della nuova legge è chiaro.
Το μήνυμα του νέου νόμου είναι ξεκάθαρο (or: σαφές).

ανοιχτόχρωμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La ragazza scozzese aveva una bellissima pelle chiara.
Η Σκοτσέζα είχε ωραίο ανοιχτόχρωμο δέρμα.

διαυγής

aggettivo (figurato: situazione)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La realtà della situazione diventò improvvisamente chiara e Ashley seppe cosa doveva fare.

σαφής, ξεκάθαρος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ειλικρινής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευκρινής, σαφής

aggettivo (idee, pensieri, ecc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il professore ha dato una chiara spiegazione delle sue convinzioni.

ανοιχτόχρωμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La stanza è stata arredata con mobili chiari dal rivestimento color crema.

καθαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I suoi occhi erano di un blu chiaro.

ανεμπόδιστος

aggettivo (non impedito)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo una chiara vista del palco da qui.

απαλός, ανοιχτός, ανοιχτόχρωμος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La stanza è dipinta con colori chiari.
Το δωμάτιο είναι βαμμένο σε παλ αποχρώσεις.

σαφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Demmo loro chiare istruzioni di riferire qualsiasi violazione delle regole.
Τους δώσαμε ξεκάθαρες οδηγίες να αναφέρουν οποιαδήποτε παραβίαση κανόνα.

σαφής, ευκρινής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εμφανής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'erano evidenti segni di colluttazione vicino al corpo.
Υπήρχαν εμφανή σημάδια πάλης κοντά στο πτώμα.

λαγαρός

aggettivo (μτφ: διαυγής)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I votanti hanno dato un segnale chiaro a favore delle riforme.

προφανής, ξεκάθαρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La verità per noi è chiara.
Η αλήθεια είναι προφανής σ' εμάς.

απρόσκοπτος, ανεμπόδιστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli studenti hanno una chiara visuale sull'insegnante.
Οι μαθητές βλέπουν καθαρά τον δάσκαλο.

απόλυτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ad accoglierla ha trovato di tutto: dagli affronti all'aperta ostilità.
Συνάντησε τα πάντα από περιφρόνηση μέχρι καθαρή εχθρικότητα.

κατάφωρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sono stati accusati di dire palesi bugie.
Κατηγορήθηκαν για κατάφωρα ψεύδη.

απαλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dipingeremo i muri di con una tonalità chiara di giallo.

προφανής, σαφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era ovvio che era preoccupata per la scelta.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έκανε μπαμ ότι είχε στενοχωρηθεί πολύ.

εμφανής, προφανής, οφθαλμοφανής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Είναι ολοφάνερο ότι ποτέ δε διάβασες το βιβλίο.

ξεκάθαρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il discorso del senatore è stato inequivocabile: è necessario fronteggiare immediatamente la crisi.

ευανάγνωστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cosa c'è scritto sull'appunto? Non è leggibile.

ευθύς, ειλικρινής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Τζέρεμυ είναι πολύ ντόμπρος. Πάντα λέει αυτό που σκέφτεται.

προφανής, εμφανής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Col tempo divenne evidente che Darla non era davvero incinta.
Καθώς περνούσε ο καιρός, ήταν εμφανές ότι η Ντάρλα δεν ήταν στην πραγματικότητα έγκυος.

προφανής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I motivi della loro partenza improvvisa non erano evidenti.

πέραν αμφιβολίας

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεκάθαρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mia risposta è inequivocabile.

σαφής, ξεκάθαρος

aggettivo (κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un caso lampante di frode.

αυταπόδεικτος, αυτονόητος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προφανής, ολοφάνερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

οξύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Con indosso i suoi occhiali la sua vista era acuta.
Όταν φορούσε τα γυαλιά του, είχε οξεία όραση.

ευθύς, ειλικρινής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
David è un ragazzo franco, dice sempre quello che pensa.
Ο Ντέιβιντ είναι ευθύς (or: ειλικρινής) τύπος. Πάντα λέει αυτό που σκέφτεται.

διάφανος, διαφανής, διαυγής

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È importante che le nostre ragioni siano chiare agli elettori.

εστιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il rapporto non sembrava molto preciso e non mi ha convinto.
Η έκθεση δε φαινόταν πολύ εστιασμένη και δεν με έπεισε.

ξεκάθαρος

(figurato) (μτφ: υπόθεση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

το 'πιασα

interiezione (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ricevuto! Arrivo subito, signore.

ευδιάκριτος, διακριτός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eugene vedeva il profilo chiaro di una montagnetta di terra scavata da una talpa sul prato.

απλός, ξεκάθαρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beh, il lavoro sembra semplice, non credo che avrò dei problemi.
Λοιπόν, η δουλειά φαίνεται απλή. Δεν νομίζω ότι θα έχω προβλήματα.

ευδιάκριτος, διακριτός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ci fu una chiara mancanza di entusiasmo tra gli studenti quando l'insegnante suggerì loro di fare dei compiti extra.
Υπήρξε σαφής έλλειψη ενθουσιασμού μεταξύ των μαθητών όταν ο δάσκαλος πρότεινε να αναλάβουν επιπλέον εργασία για το σπίτι.

ζωντανός

aggettivo (αφήγηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il racconto vivido catturò l'attenzione degli ascoltatori.
Η γλαφυρή ιστορία τράβηξε το ενδιαφέρον των ακροατών.

δεδομένο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È un dato di fatto che sarà in ritardo per il matrimonio.
Είναι δεδομένο ότι θα αργήσει για τον γάμο.

παστέλ

(colore)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La cameretta della bambina era stata dipinta di rosa chiaro.

γενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Simon doveva sostituire l'insegnante di matematica nonostante avesse una conoscenza solo vaga della materia.
Ο Σάιμον έπρεπε να αντικαταστήσει τον καθηγητή των μαθηματικών παρόλο που είχε μονάχα μια γενική γνώση του αντικειμένου.

ασαφής, ακαθόριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La dichiarazione programmatica del politico era confusa: nessuno aveva capito cosa avesse in mente.

ειδικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho una ragione precisa per andare in Cina.
Έχω ειδικό λόγο να πάω στην Κίνα.

μη εμφανής, μη προφανής

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ

aggettivo (ovvio, evidente) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dopo che me l'hai spiegata, la soluzione al problema mi sembra chiara come il sole.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά από εκείνο το πέσιμο τα καρούμπαλα στο κεφάλι του έβγαζαν μάτι.

ευδιόρατος, καθάριος

(κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nonostante il portavoce della polizia avesse negato, il video dello spettatore mostrava in modo plateale l'aggressione del poliziotto senza alcuna provocazione.

ξανθός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επί λέξει

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

καθαρά και δυνατά

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ti sento forte e chiaro, faremo il progetto come vuoi tu.

αρκετά, αρκεί, φτάνει

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Se fossi in te, eviterei di menzionare il suo ex marito." "Tutto chiaro!"

σεληνόφως, φεγγαρόφωτο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dopo cena, la coppia ha fatto una passeggiata al chiaro di luna.

θριαμβευτής, θριαμβεύτρια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ειλικρίνεια, ευθύτητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il Presidente Harry Truman era noto per le sue maniere semplici e il suo parlar chiaro.

μη κρυπτογραφημένο κείμενο

(non criptato) (πληροφορική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Non devi decriptare niente, il messaggio è già in chiaro.
Δε χρειάζεται να το αποκρυπτογραφήσεις˙ το μήνυμα είναι, ήδη, απλό κείμενο.

ξεκάθαρο σημάδι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il balbettare è un chiaro segno di imbarazzo.

ανοιχτό καφέ

sostantivo maschile

La vecchia borsa di pelle si era scolorita fino a diventare marrone chiaro.
Η παλιά δερμάτινη τσάντα ξεθώριασε και τώρα έχει χρώμα ανοιχτό καφέ.

απαλό πράσινο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανοιχτόχρωμος σφένδαμος

sostantivo maschile

ξεκαθαρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Sandra piace essere chiara su chi sia il capo.

καταλαβαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dopo che Ann me lo ha spiegato ci ho visto chiaro.

διορθώνω, διασαφηνίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άτονα

aggettivo invariabile (capelli) (μαλλιά: χαρακτηριστικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tingo i capelli di nero perché non mi piace il loro colore castano chiaro.

ειλικρινής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È una che parla chiaro, fino al punto di essere maleducata.

προφανής, πασιφανής

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per me era palese che il primo ministro non avesse nessuna intenzione di mantenere le sue promesse.
Ήταν προφανές (or: πασιφανές) για μένα ότι η πρωθυπουργός δεν είχε την πρόθεση να εκπληρώσει τις υποσχέσεις της.

ξεκάθαρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανοιχτός καφέ

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La polizia ha descritto l'aggressore come alto, con corti capelli castani chiari.
Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, το άτομο που έκανε την επίθεση είναι ψηλό με κοντά μαλλιά ανοικτού καστανού χρώματος.

γκέγκε;, μπήκες;

interiezione (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανοιχτό καφέ

sostantivo maschile

A Rick piaceva la giacca, ma l'avrebbe preferita in marrone chiaro.
Στον Ρικ άρεσε το μπουφάν, αλλά θα το προτιμούσε σε ταμπά.

νυχτερινός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La crociera in barca al chiaro di luna è stata molto romantica.

φαίνομαι καθαρά, φαίνομαι ξεκάθαρα

Le sue intenzioni mi sono diventate più chiare quando ha iniziato a chiedermi soldi.

καθιστώ προφανές ότι/πως, κάνω ξεκάθαρο ότι/πως

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατηγορηματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha rifiutato senza mezzi termini di parlare con me.
Αρνήθηκε κατηγορηματικά να μου μιλήσει.

σε πιάνω

interiezione

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σεληνόφως

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κιτρινόφαιος

aggettivo (colore) (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un maglione color fulvo chiaro sarebbe l'ideale con quella camicetta.

το 'πιασες;, με πιάνεις;

(αργκό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Non voglio più vedere la tua faccia qui intorno, capito?
Δεν θέλω να ξαναδώ τα μούτρα σου εδώ γύρω, το 'πιασες (or: με πιάνεις);

ανοιχτός καφέ

aggettivo invariabile

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
L'uomo indossava pantaloni marrone chiaro.
Ο άντρας φορούσε ανοιχτό καφέ παντελόνι.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chiara στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.