Τι σημαίνει το capacità στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης capacità στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του capacità στο Ιταλικό.

Η λέξη capacità στο Ιταλικό σημαίνει ικανότητα, ικανότητα, χωρητικότητα, χωρητικότητα, ευκολία, ικανότητες, δυνατότητες, ικανότητα, ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητα, ικανότητα, χωρητικότητα, ικανότητα, δυνατότητα, χωρητικότητα, ικανότητα, επιδεξιότητα, ικανότητα, ικανότητα αντίληψης, ικανότητες, ευχέρεια, ικανότητα, ικανότητα, αξιωσύνη, επάρκεια, μεταφορική ικανότητα, επιβάτες που χωράνε σε ένα τρένο, χωρητικότητα, ικανότητα, νοητικές ικανότητες, αποφασιστικότητα, ιδιότητα του να τραβάω τον κόσμο, διεκπεραιωτική ικανότητα, αντοχή, ανάμνηση, ευφράδεια, ευγλωττία, επίπεδο μαθηματικών γνώσεων, επιχειρηματικότητα, νοημοσύνη, ναυτική τέχνη, πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, αντιληπτικότητα, υπομονετικός, προσεκτικός, συγκαταβατικός, με κατανόηση, νοημοσύνη, έμφυτη ικανότητα, ευφυία, νοημοσύνη, πνευματική ικανότητα, κακή κρίση, χωρητικότητα μνήμης, ένστικτο μετανάστευσης, χωρητικότητα δεξαμενής, δεξιότητες πιλότου, αντοχή, βασική δεξιότητα, αποφασιστικότητα, ενδοσκόπηση, ψηφιακός γραμματισμός, λήψη αποφάσεων, παραγωγικότητα, δυναμικότητα εξετάσεων, τεχνικές επικοινωνίας, κοινωνικές δεξιότητες, ηγετικές ικανότητες, γονεϊκές δεξιότητες, το να ακούω, δεξιότητες παρουσίασης, δεξιότητες αντιμετώπισης προβλημάτων, έχω ταλέντο, αποδίδω κάτω των δυνατοτήτων μου, δέχομαι υπεράριθμες κρατήσεις, ξεπερνάω σε παραγωγή, μεγαλώνω, επίλυση προβλημάτων, έξω από τα κυβικά μου, τρόπος έκφρασης, αίσθηση σκοπού, χωρητικότητα βιοτόπου, μεγαλώνω, μόδιο, μόδι, εμβάθυνση, εκφορά, φυσικό ταλέντο, έμφυτο ταλέντο, αντοχές, προβλεψιμότητα, υποστήριξη, στήριξη, πειθώ, αξιοπλοΐα, ταλέντο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης capacità

ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le persone molto anziane a volte non hanno la capacità di prendere decisioni legali da sole.

ικανότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sasha ha le capacità per suonare quel concerto di Liszt.
Η Σάσα έχει την ικανότητα να παίξει αυτό το κονσέρτο του Λιστ.

χωρητικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La capienza dell'hard disk di questo computer è immensa.
Η χωρητικότητα του σκληρού δίσκου αυτού του υπολογιστή είναι αρκετά μεγάλη.

χωρητικότητα

(spec. volume)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La capienza di questa stanza è di venticinque persone.
Η χωρητικότητα αυτού του δωματίου είναι είκοσι πέντε άτομα.

ευκολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha una grande capacità di apprendimento delle lingue straniere.
Έχει ευκολία στο να μαθαίνει ξένες γλώσσες.

ικανότητες, δυνατότητες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Dawn ha le capacità che servono per superare il corso, deve solo impegnarsi.

ικανότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stiamo valutando la capacità dell'assassino di comparire davanti al giudice.

ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo anni di studio, Bill ha la capacità di suonare meravigliosamente il pianoforte.
Μετά από χρόνια εξάσκησης, ο Μπιλ έχει πλέον την ικανότητα να παίζει καλό πιάνο.

δυνατότητα, ικανότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le stampanti 3D hanno la capacità di creare componenti per aerei.
Οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές έχουν τη δυνατότητα να κατασκευάζουν τμήματα αεροπλάνων.

ικανότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli umani sono gli unici ad avere la capacità di giudicare loro stessi e gli altri.
Οι άνθρωποι έχουν τη μοναδική ικανότητα να κρίνουν τον εαυτό τους και τους άλλους.

χωρητικότητα

sostantivo femminile (proprietà elettrica) (ηλεκτρισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ικανότητα, δυνατότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Anche se Sam è in forma, correre una maratona è al di sopra delle sue capacità.
Αν και ο Σαμ είναι γυμνασμένος, το να τρέξει σε μαραθώνιο είναι πέρα από τις δυνατότητές του.

χωρητικότητα

sostantivo femminile (misurazione elettrica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ικανότητα, επιδεξιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha un talento particolare per il football.
Έχει ιδιαίτερο ταλέντο στο ποδόσφαιρο.

ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sembra avere il potere di far innamorare di lei chiunque.

ικανότητα αντίληψης

(limite)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Questo concetto va oltre le possibilità della maggior parte degli studenti.

ικανότητες

(figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ho le carte per essere il migliore nel mio campo professionale.
Έχω τις γνώσεις για να είμαι ο καλύτερος στον τομέα εργασίας μου.

ευχέρεια, ικανότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah possiede competenze in tre lingue straniere.
Η Σάρα έχει ευχέρεια σε τρεις ξένες γλώσσες.

ικανότητα, αξιωσύνη, επάρκεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sebbene abbia scarse capacità di comunicazione, il suo livello di competenza è piuttosto elevato.

μεταφορική ικανότητα

(merci, passeggeri)

επιβάτες που χωράνε σε ένα τρένο

sostantivo femminile (treno passeggeri)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χωρητικότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ικανότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non ho mai messo alla prova le mie capacità nella cucina orientale.

νοητικές ικανότητες

sostantivo plurale femminile (di intelletto)

Invecchiando, alcuni perdono le proprie facoltà mentali.

αποφασιστικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esprimere la tua opinione con le persone che rispetti richiede intraprendenza.

ιδιότητα του να τραβάω τον κόσμο

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Χρησιμοποιούμε σελέμπριτις στις διαφημίσεις γιατί τραβάνε τον κόσμο.

διεκπεραιωτική ικανότητα

(informatica)

Αυτός ο υπολογιστής έχει πολύ μεγάλη διεκπεραιωτική ικανότητα.

αντοχή

sostantivo femminile (συχνά στον πληθυντικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Paul ha perso il lavoro, sua moglie lo ha lasciato e la banca si è ripresa la casa ma lui continua ad andare avanti: la sua capacità di ripresa è notevole.
Ο Πολ έχασε τη δουλειά του, τον παράτησε η γυναίκα του και το σπίτι του κατασχέθηκε από την τράπεζα, αλλά συνεχίζει να τα βγάζει πέρα. Οι αντοχές του είναι εντυπωσιακές.

ανάμνηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευφράδεια, ευγλωττία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La folla ammirava l'eloquenza dell'oratore e la sua dizione.

επίπεδο μαθηματικών γνώσεων

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επιχειρηματικότητα

(πρωτοβουλία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per iniziare un'attività ci vogliono imprenditorialità e pensiero analitico.

νοημοσύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ναυτική τέχνη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα

(βιομηχανία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αντιληπτικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπομονετικός, προσεκτικός, συγκαταβατικός, με κατανόηση

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un bravo terapista deve saper ascoltare.

νοημοσύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I geni hanno delle capacità mentali sopra la media.

έμφυτη ικανότητα

sostantivo femminile

ευφυία, νοημοσύνη, πνευματική ικανότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κακή κρίση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elizabeth Taylor aveva notoriamente scarso giudizio in materia di uomini.
Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ είχε ομολογουμένως κακή κρίση όσον αφορά τους άντρες.

χωρητικότητα μνήμης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ένστικτο μετανάστευσης

verbo transitivo o transitivo pronominale (animali) (πουλί)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χωρητικότητα δεξαμενής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δεξιότητες πιλότου

sostantivo femminile (velivolo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βασική δεξιότητα

sostantivo femminile

αποφασιστικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Angela è nota per la sua determinazione e per il suo senso del dovere.
Η Άντζελα είναι γνωστή για την αποφασιστικότητα και την αίσθηση καθήκοντος που τη χαρακτηρίζει.

ενδοσκόπηση

sostantivo femminile (ψυχολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψηφιακός γραμματισμός

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

λήψη αποφάσεων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un manager deve avere buona capacità decisionale.

παραγωγικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δυναμικότητα εξετάσεων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεχνικές επικοινωνίας

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Avere a che fare con i pazienti richiede capacità di comunicazione.

κοινωνικές δεξιότητες

sostantivo plurale femminile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Alla scuola materna i bambini imparano la condivisione delle capacità relazionali.

ηγετικές ικανότητες

sostantivo femminile

Per questo impiego cerchiamo qualcuno che abbia buone capacità di comando.

γονεϊκές δεξιότητες

sostantivo plurale femminile

το να ακούω

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεξιότητες παρουσίασης

sostantivo plurale femminile

δεξιότητες αντιμετώπισης προβλημάτων

(per gestire lo stress, la pressione)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω ταλέντο

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κτ, στο να κάνω κτ)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Carly ha un talento per risolvere problemi impossibili.

αποδίδω κάτω των δυνατοτήτων μου

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δέχομαι υπεράριθμες κρατήσεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La compagnia aerea ha accettato troppe prenotazioni del volo e alcuni passeggeri sono stati costretti a prendere il volo successivo.

ξεπερνάω σε παραγωγή

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μεγαλώνω

(σε μέγεθος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επίλυση προβλημάτων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Maria sa aiutarmi in qualsiasi circostanza grazie alla sua spiccata capacità di risolvere i problemi.

έξω από τα κυβικά μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρόπος έκφρασης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αίσθηση σκοπού

sostantivo femminile (μτφ: κατεύθυνση ζωής)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωρητικότητα βιοτόπου

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μεγαλώνω

(σε μέγεθος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μόδιο, μόδι

(παλαιό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abbiamo riempito quattro contenitori di mele prima di tornare a casa.

εμβάθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I professori rimasero colpiti dalla rapida capacità di comprensione delle discipline informatiche da parte dello studente.

εκφορά

sostantivo femminile (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La capacità oratoria del candidato doveva essere migliorata prima del dibattito.
Ο λόγος του υποψηφίου χρειάστηκε να βελτιωθεί πριν το ντιμπέιτ.

φυσικό ταλέντο, έμφυτο ταλέντο

(κατά λέξη)

Ha un talento innato così forte per l'atletica che potrebbe avere successo in qualsiasi sport.
Είναι γεννημένος αθηλητής και θα μπορούσε να αριστεύσει σε οποιοδήποτε σπορ.

αντοχές

(figurato: persona) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

προβλεψιμότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποστήριξη, στήριξη

sostantivo femminile (morale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πειθώ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αξιοπλοΐα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταλέντο

(του ατόμου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abbiamo ammirato l'abilità del fotografo nel rendere gli effetti di luce.
Θαυμάσαμε τη μαεστρία του φωτισμού του φωτογράφου.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του capacità στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.