Τι σημαίνει το partita στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης partita στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του partita στο Ιταλικό.

Η λέξη partita στο Ιταλικό σημαίνει φεύγω, φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω αεροπορικώς, φεύγω, φεύγω, απομακρύνομαι, ξεκινάω, φεύγω, φεύγω, αποχωρώ, ξεκινάω, ξεκινώ, φεύγω, ξεκινώ, αναχωρώ, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, του δίνω, ξεκινάω, ξεκινώ, πάω αλλού, φορτίο, αγώνας, αγώνας, προγραμματισμένος αγώνας, παρτίδα, μπάλα, γύρος, σειρά τριών ή πέντε παιχνιδιών μεταξύ δύο ομάδων, ομάδα, μίτινγκ, meeting, φορτίο, ποδοσφαιρικός αγώνας, κόμμα, ξεκινάω, χωρισμένος στη μέση με μια κεντρική γραμμή, φεύγω από κτ, αρχίζω, ξεκινάω, προβάδισμα, πλεονέκτημα, ξεκινώ, σαλπάρω, ξεκινώ, ανοίγω, ιδρύω, από, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, με άμεση ισχύ, όλα έτοιμα, όλα εντάξει, τρέχουσα χρονιά, από, από, από μόλις, από, κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, ξεκινάω από εδώ, ψάχνω βελόνα στα άχυρα, φεύγω για. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης partita

φεύγω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È partita senza dire una parola.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ci siamo alzati presto e siamo partiti prima delle 7.

αναχωρώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questo treno parte sempre in orario.
Το τρένο αυτό φεύγει πάντα στην ώρα του.

πηγαίνω αεροπορικώς

(in aereo)

Dovremmo partire per le vacanze subito prima di Natale.
Η πτήση μου θα πετάξει για την Ατλάντα αύριο στις τέσσερις το πρωί.

φεύγω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω, απομακρύνομαι

(veicoli)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ingranò la marcia e partì lungo l'autostrada.

ξεκινάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se vogliamo arrivare alla festa in orario dobbiamo partire verso le otto.
Για να φτάσουμε στο πάρτι στην ώρα μας, πρέπει να ξεκινήσουμε στις οκτώ.

φεύγω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Henry non vedeva l'ora di partire da solo.
Ο Χένρι ανυπομονούσε να φύγει μόνος του.

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dovremmo partire se non vogliamo perdere il volo.

αποχωρώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I bagagli di Tim sono fatti ed è pronto a partire.
Οι βαλίτσες του Τιμ είναι φτιαγμένες και είναι έτοιμος να φύγει.

ξεκινάω, ξεκινώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con gli zaini pieni e l'animo felice partirono per la loro ricerca.

φεύγω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Oliver ha in progetto di partire per il fine settimana.
Ο Όλιβερ σχεδιάζει να πάει εκδρομή αυτό το σαββατοκύριακο.

ξεκινώ, αναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Partendo la mattina dovremmo arrivare lì entro la sera.

ξεκινώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non vedo l'ora di partire.
Ανυπομονώ να ξεκινήσω το ταξίδι με αυτοκίνητο.

ξεκινάω, ξεκινώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La famiglia è partita verso casa.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La mia macchina non voleva partire.

του δίνω

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Άκουσα τα βήματα του διευθυντή. Ας του δίνουμε.

ξεκινάω, ξεκινώ

(partire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πάω αλλού

Πραγματικά πέρασα πολύ καλά στη Ρώμη, αλλά ήρθε η ώρα να πάω αλλού.

φορτίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγώνας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Vai alla partita sabato prossimo?
Θα πας στο ματς αυτό το Σάββατο;

αγώνας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Guardiamo la partita di tennis più tardi?
Θα παρακολουθήσουμε το παιχνίδι τένις αργότερα;

προγραμματισμένος αγώνας

(sport)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρτίδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi piacerebbe giocare una partita con lui - è stato un campione di biliardo.

μπάλα

sostantivo femminile (μόνο για ποδόσφαιρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Iniziamo la partita - avremmo dovuto iniziare dieci minuti fa!

γύρος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ho fatto due partite complete di golf ieri.

σειρά τριών ή πέντε παιχνιδιών μεταξύ δύο ομάδων

sostantivo femminile (μπριτζ, ουίστ, κρίκετ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Dopo cena sedettero al tavolo da gioco per fare qualche partita.

ομάδα

(persone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il gruppo di neoassunti sta aspettando all'ingresso.
Η ομάδα των νεοπροσληφθέντων περιμένει στην αίθουσα αναμονής.

μίτινγκ, meeting

(atletica)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La mia squadra di atletica ha una gara questo week end.
Η ομάδα μου στον στίβο έχει αγώνες αυτό το σαββατοκύριακο.

φορτίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gli operai stavano scaricando la partita sul molo.
Εργάτες ξεφόρτωναν το φορτίο στην αποβάθρα.

ποδοσφαιρικός αγώνας

κόμμα

(politica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il suo partito ha vinto le elezioni con una netta maggioranza.
Το κόμμα του κέρδισε τις εκλογές με απόλυτη πλειοψηφία.

ξεκινάω

participio passato

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ecco, sono partiti!

χωρισμένος στη μέση με μια κεντρική γραμμή

aggettivo (partizione araldica) (έμβλημα, οικόσημο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

φεύγω από κτ

Lascerò la città oggi alle tre.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά την προσβολή που υπέστη, ο ομιλητής αποχώρησε από την εκπομπή.

αρχίζω, ξεκινάω

(prezzi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I prezzi delle case qui partono da 200.000 dollari.

προβάδισμα, πλεονέκτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dato che Mason sapeva che la nuova posizione sarebbe stata aperta oggi, aveva un vantaggio sugli altri candidati.

ξεκινώ

(un viaggio, un percorso)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σαλπάρω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono stufo di questa vita frenetica. Perché non saliamo su uno yacht con una bottiglia di spumante e salpiamo e basta?

ξεκινώ, ανοίγω, ιδρύω

(για επιχειρήσεις)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Melissa ha avviato un'attività da casa.
Η Μελίσα ξεκίνησε μια επιχείρηση από το σπίτι της.

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Il venerdì sera bevo dalle due alle quattro birre.
Πίνω από δύο μέχρι τέσσερις μπύρες κάθε Παρασκευή βράδυ. Διατίθενται εισιτήρια από εκατό δολάρια.

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A partire da adesso, ogni volta che sarai in ritardo dovrai chiamarmi.
Από εδώ και στο εξής (or: από εδώ και πέρα) περιμένω να μου τηλεφωνείς όταν πρόκειται να αργήσεις.

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A partire da adesso, non toccherò mai più una sigaretta!

με άμεση ισχύ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

όλα έτοιμα, όλα εντάξει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρέχουσα χρονιά

Il nostro reddito è diminuito dall'inizio dell'anno. Quante tasse hai già pagato a partire dall'inizio dell'anno?

από

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A partire da lunedì, l'ufficio rimarrà chiuso.
Το γραφείο θα είναι κλειστό από τη Δευτέρα.

από

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Da domani dovrai arrivare dieci minuti prima.
Από αύριο, πρέπει να φτάνεις 10 λεπτά νωρίτερα.

από μόλις

preposizione o locuzione preposizionale (promozioni, tariffe) (κατώτατη τιμή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stanze a partire da solo 20 € a notte per persona.
Υπάρχουν διαθέσιμα δωμάτια από μόλις 20 λίρες τη βραδιά.

από

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Από αύριο το κατάστημα θα κλείνει τα Σάββατα.

κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il nostro nuovo impiegato ha iniziato col piede giusto.

πάω ταξίδι, ταξιδεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La cartomante mi ha detto che presto avrei fatto un viaggio.

ξεκινάω από εδώ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψάχνω βελόνα στα άχυρα

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω για

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του partita στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.