Τι σημαίνει το pazzo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pazzo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pazzo στο Ιταλικό.
Η λέξη pazzo στο Ιταλικό σημαίνει τρελός, τρελός, έξω φρενών, τρελός, μουρλός, παρανοϊκός, διαταραγμένος, τρελάρας, τρελέγκω, τρελός, παράφρων, τρελός, παλαβός, μουρλός, τρελός, τρελή, τρελός, τρελός και παλαβός, τρελός, παλαβός, τρελάρας, παλάβρας, τρελός, τρελός, τρελός, παλαβός, μουρλός, τρελός, μανιώδης, τρελός, ψυχάκιας, παλάβρας, αλλόφρονας, τρελός, έξαλλος, τρελός, παλαβός, μουρλός, τρελός, τρελός, παλαβός, καταγοητευμένος, θεότρελος, παλαβός, τρελός, παλαβός, τρελός, τρελάρας, παλαβός, τρελός, τρελός, παλαβός, μανιακός, φρενοβλαβής, τρελός, παλαβός, βλάκας, ελαφρόμυαλος, ανόητος, χαζός, ελαφρόμυαλος, παλαβός, παλαβιάρης, φευγάτος, παλαβός, ανισόρροπος, τρελός, παλαβός, μουρλός, θεότρελος, θεόμουρλος, εκκεντρικός, παράξενος, περίεργος, ελαφρόμυαλος, ανισόρροπος, τρελός, φρενοβλαβής, τρελός, παλαβός, φρενοβλαβής, σαλεμένος, βαρεμένος, τρελός, μεγάλος, τρελός, παλαβός, ψυχικά ασταθής, χαζός, χαζή, τρελός για κπ, τρελαμένος με κτ, πωρωμένος με κτ, κολλημένος με κτ, είμαι τρελός για κπ, τρελαίνομαι για κτ, λατρεύω, τρελός, παλαβός, παράφρονας, στον έβδομο ουρανό, ξετρελαμένος, νευρικός, τρελαίνομαι για κπ/κτ, μανιακός, γκαζοφονιάς, τρελός για κπ, παλαβός για κπ, κάνω κάποιον εξαιρετικά χαρούμενο, ξεμυαλισμένος, ξελογιασμένος, ερωτοχτυπημένος, γεμάτος ενθουσιασμό, τρελαίνομαι για, τρελαίνω, τρελός, τρελή, ενθουσιασμένος, παθιασμένος, τρελαμένος, κολλημένος με κπ, που τρελαίνεται για κτ, -. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pazzo
τρελόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oggi sulla metro c'era un pazzo. Ήταν ένας τρελός άντρας σήμερα στο μετρό. |
τρελός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mia madre pensa che il paracadutismo acrobatico sia un'attività pazza. Η μητέρα μου λέει πως είναι σκέτη τρέλα (or: ανοησία) να κάνεις ελεύθερη πτώση. |
έξω φρενών
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Aspettare in fila mi fa diventare matto. Η αναμονή στην ουρά μου σπάει τα νεύρα (or: μου τη δίνει). |
τρελός(καθομ, ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A seguito delle sue traversie Karen è diventata pazza ed è stata internata per più di un anno. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το δικαστήριο έκρινε πως ο δράστης ήταν παράφρων και τον έκλεισαν σε ίδρυμα. |
μουρλός(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) George è pazzo a pensare che qualcuno possa seguire i suoi piani strampalati. Ο Τζορτζ είναι μουρλός, εάν νομίζει ότι ο κόσμος θα συμφωνήσει με το παράτολμο σχέδιό του. |
παρανοϊκός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το παρανοϊκό γέλιο της πρωταγωνίστριας τρόμαξε μερικούς θεατές. |
διαταραγμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dai rottami uscì un uomo impazzito. |
τρελάρας, τρελέγκω(καθομιλουμένη: μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
τρελόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παράφρων, τρελόςsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Le persone dichiarate malate di mente erano separate dalla società. |
παλαβός, μουρλός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελός, τρελήsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
τρελός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dan pensava che suo fratello fosse pazzo perché si dedicava a sport pericolosissimi. Ο Νταν θεωρούσε πως ο αδελφός του ήταν τρελός γιατί του άρεσαν τα απίστευτα επικίνδυνα σπορ. |
τρελός και παλαβόςaggettivo (figurato: appassionato) (καθομιλουμένη: με κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il direttore del gruppo va matto per i musical. Ο διευθυντής της ορχήστρας είναι τρελός και παλαβός με τα μιούζικαλ. |
τρελός, παλαβόςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Io non andrei in macchina con lei, è una matta al volante. |
τρελάρας, παλάβρας(informale) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Helen è una matta: non seguire il suo progetto. |
τρελόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era pazzo e hanno dovuto mandarlo all'ospedale psichiatrico. Ήταν φρενοβλαβής και έπρεπε να μπει στο ψυχιατρείο. |
τρελός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A Kyle è venuta la folle idea di andare a fare Base Jumping per il suo addio al celibato. Ο Κάιλ είχε την τρελή ιδέα να πάει να κάνει base jumping για το εργένικο πάρτυ του. |
παλαβός, μουρλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non badare ai commenti di mio zio: è diventato matto in età avanzata. |
τρελός, μανιώδηςaggettivo (μτφ, καθομ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È balzata come una pazza verso l'uscita quando è iniziato l'incendio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά από μανιώδεις προσπάθειες κατάφερε να βγει από τη βάρκα που είχε αρχίσει να βυθίζεται. |
τρελός(καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sei pazzo a pensare che funzionerà! Πρέπει να είστε τρελοί που νομίζετε πως αυτό θα πιάσει! |
ψυχάκιας(αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παλάβραςaggettivo (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αλλόφρονας, τρελός, έξαλλος(εκτός εαυτού) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un automobilista impazzito ha mandato la sua macchina a sbattere contro un negozio. Ένας αλλόφρονας (or: τρελός) οδηγός όρμηξε με το αμάξι στην βιτρίνα ενός καταστήματος. |
τρελός, παλαβός, μουρλός(colloquiale) (αργκό, υποτιμητικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελός(figurato, colloquiale) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελός, παλαβός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καταγοητευμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dal suo sguardo si capisce che è totalmente infatuato. |
θεότρελος, παλαβός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vuoi uscire a ballare sulla neve? Sei pazzo. |
τρελός, παλαβόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'uomo strano aveva un aria matta sul suo volto mentre gridava: "Ritirata!". |
τρελός, τρελάρας, παλαβός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρελός(colloquiale, figurato) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελός, παλαβόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μανιακός, φρενοβλαβήςsostantivo maschile (τρελός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Solo un pazzo proverebbe a guidare la macchina in queste condizioni. Μόνο ένας φρενοβλαβής θα επιχειρούσε να οδηγήσει με αυτές τις συνθήκες. |
τρελός, παλαβόςsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Εκείνος εκεί ο τύπος είναι παλαβός. |
βλάκαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελαφρόμυαλοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανόητος, χαζόςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελαφρόμυαλοςsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
παλαβός, παλαβιάρης, φευγάτοςaggettivo (εκκεντρικός, καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dopo qualche bicchiere divento pazzo. |
παλαβός, ανισόρροπος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rick è molto divertente a volte, ma è un po' svitato. |
τρελός, παλαβός, μουρλός, θεότρελος, θεόμουρλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il nuovo ragazzo di Paula è un po' fuori di testa, non credi? |
εκκεντρικός, παράξενος, περίεργοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελαφρόμυαλοςaggettivo (καθομιλουμένη) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
ανισόρροπος, τρελός, φρενοβλαβήςsostantivo maschile (αρχαϊκό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il pazzo ha ricevuto dei farmaci per essere curato. |
τρελός, παλαβός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha ideato un piano folle per costruire un resort nel deserto. |
φρενοβλαβής(formale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il paziente pazzo fu trasferito a un'unità psichiatrica per la cura. |
σαλεμένος, βαρεμένος(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sei un pazzo se pensi che possa pagare un cifra del genere. |
τρελόςaggettivo (μτφ, καθομ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sei matto! Non entrare lì! Δεν πας καλά! Μην μπεις εκεί μέσα! |
μεγάλος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρελός, παλαβόςaggettivo (μτφ, ανεπ: παράλογος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il politico ha esposto la folle teoria di riformare i criminali insegnando loro a suonare la fisarmonica. |
ψυχικά ασταθήςaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
χαζός, χαζήsostantivo maschile (μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
τρελός για κπaggettivo (figurato, informale: innamorato) (μεταροφικά) Pensa tutto il giorno a lui, perché è pazza di lui. Τον σκέφτεται όλη την ώρα γιατί είναι τρελή γι' αυτόν. |
τρελαμένος με κτ, πωρωμένος με κτ, κολλημένος με κτaggettivo (figurato, informale: appassionato) (αργκό) Il mio fratellino va pazzo per il basket. Ο μικρότερος γιος μου είναι τρελαμένος (or: πωρωμένος) με το μπάσκετ. |
είμαι τρελός για κπverbo intransitivo (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Luca è pazzo di Carla e le ha chiesto addirittura di sposarlo. |
τρελαίνομαι για κτverbo intransitivo (figurato) Simon va matto per le banane e ne mangia una al giorno. |
λατρεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρελός, παλαβός, παράφροναςaggettivo (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il pover'uomo, che parlava da solo e gesticolava velocemente con le mani, sembrava pazzo furioso. |
στον έβδομο ουρανόlocuzione aggettivale (figurato) (μεταφορικά: είμαι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lisa era fuori di sé dalla gioia nel sapere che sarebbe diventata nonna. |
ξετρελαμένοςlocuzione aggettivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
νευρικόςaggettivo (λόγω εγκλεισμού) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρελαίνομαι για κπ/κτ(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μανιακόςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gridava e saltava su e giù come un pazzo scatenato. |
γκαζοφονιάς(informale) (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τρελός για κπ, παλαβός για κπaggettivo (figurato, innamorato) (μεταφορικά, καθομ) Non capisco che cosa ci trovi, ma è pazza di lui. |
κάνω κάποιον εξαιρετικά χαρούμενοverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξεμυαλισμένος, ξελογιασμένος, ερωτοχτυπημένος(figurato, informale) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
γεμάτος ενθουσιασμόlocuzione avverbiale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
τρελαίνομαι για(figurato, informale) Mi piace il burro di noccioline, ma vado pazzo per la cioccolata! |
τρελαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quella musica hip-hop mi fa diventare proprio matto! |
τρελός, τρελήaggettivo (figurato, informale) (μεταφορικά: για κάτι) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Vado pazzo per la pallacanestro. Είμαι τρελός για το μπάσκετ. |
ενθουσιασμένος, παθιασμένος, τρελαμένοςaggettivo (informale: fanatico di) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Vado pazzo per la musica country. Non ne ho mai abbastanza! |
κολλημένος με κπ(μεταφορικά) È ancora pazza di lui dopo tutti questi anni. Είναι ακόμα κολλημένη μαζί του, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια. |
που τρελαίνεται για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il mio fidanzato amante del formaggio non smetterebbe mai di mangiare latticini, anche se lo facessero stare male. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Sabina è davvero appassionata di musica jazz. Στη Σαμπίνα αρέσει πολύ η τζαζ. Του Ρομπ δεν του αρέσει το ποδόσφαιρο. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pazzo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του pazzo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.