Τι σημαίνει το verde στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης verde στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του verde στο Ιταλικό.

Η λέξη verde στο Ιταλικό σημαίνει πράσινο, πράσινος, πράσινος, Πράσινος, πράσινος, πράσινο, βλάστηση, πρασινάδα, κατάφυτος, πράσινο, αμόλυβδος, οικολογικός, πρασινίζω από τη ζήλια μου, άφραγκος, απένταρος, αδέκαρος, στριμωγμένος, σφιγμένος, δωρεάν, έντονος πράσινος, φωτεινός πράσινος, γαλαζοπράσινος, που έχει σκάσει από τη ζήλια, μπανάνα Αντιλλών, μπανάνα Plantain, τσόχα, δάσος, γρύλλος, ζώνη πρασίνου, πράσινο φανάρι, σμαραγδί, βαθυπράσινο, πράσινο μήλο, πράσινη πιπεριά, πράσινη σαλάτα, δρυοκολάπτης, το χρώμα του νεφρίτη, γαλαζοπράσινο, έντονο πρασινοκίτρινο χρώμα, το χρώμα του κιτρολέμονου, χρώματα παραλλαγής, λαδί χρώμα, τυρκουάζ, πράσινο τσάϊ, απαλό πράσινο, πράσινο υαλόθραυσμα, βέρβετ, πρασινωπό πυριγενές πέτρωμα, κυανοπράσινο, χωριστό τμήμα του κήπου διαμορφωμένο με δέντρα, δρομάκια κ.α., πράσινο της μέντας, πράσινη θαλασσοχελώνα, πράσινο μήλο, λαδί, ήλεκτρο, βαθύ πράσινο, ταλέντο στην κηπουρική, έχω ταλέντο στην κηπουρική, κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια, ζω οικολογικά, χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω, γαλαζοπράσινος, σμαραγδένιος, γαλαζοπράσινος, που έχει το χρώμα του κιτρολέμονου, πρασινοκίτρινος, σε χρώματα παραλλαγής, που έχει χρώμα λαδί, λαδί, βαθύ πράσινο, λαδί, σμαραγδί, πράσινο φως, πράσινη ζώνη, είδος νεφρίτη, πράσινο της τσόχας, λαχανί, έντονο πράσινο, φωτεινό πράσινο, γαλαζοπράσινο, στο πράσινο της μέντας, λαδής, σμαραγδί, φιστικί, δίνω το πράσινο φως, το ΟΚ, το οκέι, πρασινολαδί, πρασινολαδί, ανοιχτός χώρος, λαχανί, από μακριά όλα φαντάζουν εύκολα, καλύπτω με τσόχα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης verde

πράσινο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il verde è il mio colore preferito.
Το πράσινο είναι το αγαπημένο μου χρώμα.

πράσινος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'erba verde si agitava nel vento.
Το πράσινο χορτάρι κουνιόταν από τον άνεμο.

πράσινος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La città ha lasciato un'area verde dove era proibito costruire.
Ο δήμος όρισε μια περιοχή πρασίνου όπου δεν επιτρεπόταν κανενός είδους ανάπτυξη.

Πράσινος

sostantivo maschile (ambientalista) (μεταφορικά)

Di solito in Europa i Verdi sono partiti piccoli.
Από τους υποψηφίους στις επερχόμενες τοπικές εκλογές, μόνο ένας είναι Οικολόγος Πράσινος.

πράσινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le banane erano ancora verdi. Forse saranno abbastanza mature per mangiarle tra un paio di giorni.

πράσινο

sostantivo maschile (semaforo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non devi partire fino a che non appare il verde.

βλάστηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La vegetazione del deserto è rada e non varia.
Η βλάστηση στην έρημο είναι αραιή και δεν ποικίλει.

πρασινάδα

sostantivo maschile (piante)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατάφυτος

(verdeggiante)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ζούμε σε ένα κατάφυτο προάστιο, δέκα μίλια από το κέντρο της πόλης.

πράσινο

(ως σύνολο φυτών)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ci siamo stupiti nel vedere così tanta vegetazione nel bel mezzo del deserto.

αμόλυβδος

(benzina)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa macchina va solo a benzina senza piombo.

οικολογικός

aggettivo (che rispetta l'ambiente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le ditte automobilistiche stanno creando sempre più modelli ecologici.

πρασινίζω από τη ζήλια μου

locuzione aggettivale (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lei era verde di invidia per la sua nuova auto.
Πρασίνισε από τη ζήλια της για το νέο του αυτοκίνητο.

άφραγκος, απένταρος, αδέκαρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ο Πολ είπε ότι δεν μπορούσε να πάει στον κινηματογράφο αυτό το σαββατοκύριακο γιατί ήταν ταπί.

στριμωγμένος, σφιγμένος

(colloquiale) (ανεπίσημο, μεταφορικά: οικονομικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sono un po' a corto di soldi al momento. Ti posso ripagare la prossima settimana?

δωρεάν

sostantivo maschile (telefono: numero gratuito)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lo spot pubblicitario forniva un numero verde da chiamare per acquistare il prodotto.

έντονος πράσινος, φωτεινός πράσινος

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

γαλαζοπράσινος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει σκάσει από τη ζήλια

aggettivo (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπανάνα Αντιλλών, μπανάνα Plantain

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Quando eravamo in America Centrale, mangiavamo spesso banane verdi fritte.

τσόχα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il panno verde del tavolo da biliardo sta cominciando a usurarsi e dovremmo sostituirlo.

δάσος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γρύλλος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζώνη πρασίνου

sostantivo femminile (figurato)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La necessità di abitazioni richiede un grande sforzo per gli urbanisti nel costruire nella cintura verde.

πράσινο φανάρι

sostantivo maschile

Non ce la faremo mai a prendere il semaforo verde in tempo.

σμαραγδί, βαθυπράσινο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πράσινο μήλο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le mele verdi sono croccanti e hanno un sapore acidulo.

πράσινη πιπεριά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πράσινη σαλάτα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Come contorno insalata verde per favore..

δρυοκολάπτης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

το χρώμα του νεφρίτη, γαλαζοπράσινο

sostantivo maschile (colore tra il verde e l'azzurro)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quest'anno nell'abbigliamento va di moda il verde acqua.

έντονο πρασινοκίτρινο χρώμα, το χρώμα του κιτρολέμονου

sostantivo maschile (colore)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Diventerò calvo e dipingerò la cucina color verde lime.

χρώματα παραλλαγής

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λαδί χρώμα

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τυρκουάζ

sostantivo maschile (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πράσινο τσάϊ

sostantivo maschile (varietà di tè)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mia sorella gradisce sempre un tè verde con una fettina di limone.

απαλό πράσινο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πράσινο υαλόθραυσμα

sostantivo maschile

βέρβετ

sostantivo maschile (πίθηκος)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πρασινωπό πυριγενές πέτρωμα

sostantivo femminile (roccia ignea)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κυανοπράσινο

sostantivo maschile (colore)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χωριστό τμήμα του κήπου διαμορφωμένο με δέντρα, δρομάκια κ.α.

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πράσινο της μέντας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πράσινη θαλασσοχελώνα

sostantivo femminile

πράσινο μήλο

sostantivo femminile

λαδί

(ανάλογα την απόχρωση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ήλεκτρο

sostantivo maschile (κράμα χρυσού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βαθύ πράσινο

sostantivo maschile

ταλέντο στην κηπουρική

sostantivo maschile (figurato: talento per giardinaggio)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Mia nonna aveva un bellissimo giardino ed era nota per avere il pollice verde.

έχω ταλέντο στην κηπουρική

sostantivo maschile (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mia mamma ha il pollice verde: tutto quello che tocca cresce bene.

κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho indossato le mie nuove scarpe Prada sapendo che avrei potuto rendere Sally verde di invidia.

ζω οικολογικά

χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La crisi della borsa lo ha fatto finire sul lastrico.

γαλαζοπράσινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È molto rilassante vedere il mare verdazzurro che bagna la riva.
Είναι πολύ χαλαρωτικό να βλέπεις τη γαλαζοπράσινη θάλασσα να γλείφει την ακτή.

σμαραγδένιος

aggettivo invariabile (χρώμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cindy indossa un abito verde smeraldo.

γαλαζοπράσινος

aggettivo (di colore verde/azzurro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha gli occhi blu, ma alla luce diventano verde acqua.

που έχει το χρώμα του κιτρολέμονου, πρασινοκίτρινος

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I suoi pantaloni verde lime erano fin troppo vivaci per un'occasione così solenne.

σε χρώματα παραλλαγής

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που έχει χρώμα λαδί

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λαδί

(ανάλογα την απόχρωση)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

βαθύ πράσινο

aggettivo

λαδί

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il verde oliva non gli dona proprio.

σμαραγδί

sostantivo maschile (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il vestito di colore verde smeraldo mette in evidenza la sua pelle chiara.

πράσινο φως

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oggi abbiamo avuto il via libera dal direttore per l'inizio del nuovo progetto. Il comitato ha dato il via libera per il progetto.

πράσινη ζώνη

sostantivo femminile (karate)

Gavin ha ottenuto recentemente la cintura verde di karate.

είδος νεφρίτη

sostantivo femminile (tipo di giada)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πράσινο της τσόχας

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λαχανί

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

έντονο πράσινο, φωτεινό πράσινο

sostantivo maschile (χρώμα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γαλαζοπράσινο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στο πράσινο της μέντας

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

λαδής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La giacca verde oliva di John non gli dona per niente.

σμαραγδί

aggettivo (χρώμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Era un gatto nero con gli occhi verde smeraldo.

φιστικί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δίνω το πράσινο φως

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: autorizzare) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'amministrazione centrale dell'aviazione ha dato il via libera alla richiesta di estensione delle piste aeroportuali.

το ΟΚ, το οκέι

(figurato: autorizzazione) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I costruttori hanno ricevuto il nullaosta dal comune per costruire nell'area.

πρασινολαδί

locuzione aggettivale (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Preferisco le tende verde salvia; quelle verde lime sono troppo sgargianti.

πρασινολαδί

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il verde salvia è un colore rilassante, perfetto per le pareti del bagno.

ανοιχτός χώρος

sostantivo femminile

λαχανί

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Tom voleva ridipingere i muri perché il colore giallo-verde gli sembrava troppo vivace.

από μακριά όλα φαντάζουν εύκολα

interiezione (idiomatico)

καλύπτω με τσόχα

verbo transitivo o transitivo pronominale

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του verde στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.