Τι σημαίνει το trasportare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trasportare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trasportare στο Ιταλικό.

Η λέξη trasportare στο Ιταλικό σημαίνει μεταφέρω με αεροπλάνο, μεταφέρω, μεταφέρω, εκστασιάζομαι, μεταφέρω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μεταφέρω, διοχετεύω, μεταφέρω με καρότσι, μετατοπίζω, σέρνω, κουβαλάω, κουβαλώ, μετακινώ με τα χέρια, πηγαίνω, διοχετεύω, μεταφέρω, απομακρύνω, απομακρύνω, μεταφέρω, μεταφέρω, μεταφέρω, μεταφέρω, απομακρύνω, αφαιρώ, μεταφέρω, αφήνω τα πράγματα να κυλήσουν, σέρνω, παρασύρομαι από κτ, μεταφέρω κπ/κτ με ελικόπτερο, ανυψώνω, μεταφέρω, μεταφέρω κπ/κτ με ελικόπτερο σε κτ, μεταφέρω, μετακινώ, μεταφέρω αεροπορικώς, μεταφέρω αεροπορικώς, μεταφέρω, πηγαίνω, μεταφέρω, μεταφέρω, μεταφέρω κπ/κτ με μικρό λεωφορείο, μεταφέρω με βάρκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trasportare

μεταφέρω με αεροπλάνο

verbo transitivo o transitivo pronominale (via aria)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un elicottero trasportò lo scalatore ferito all'ospedale.

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il camion trasporta merci in giro per il paese.
Το φορτηγό μεταφέρει φορτία σε όλη τη χώρα.

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dei furgoni trasportavano i beni dalla fabbrica ai punti vendita in tutto il paese.
Τα φορτηγά μετέφεραν τα αγαθά από το εργοστάσιο σε καταστήματα λιανικού εμπορίου σε ολόκληρη τη χώρα.

εκστασιάζομαι

(figurato) (μεταφορικά: εγώ ο ίδιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (tramite velivolo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il jet ha trasportato lo shuttle al sito di lancio.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbo transitivo o transitivo pronominale (con un carrello)

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Josh comprò un camion per potersi guadagnare da vivere trasportando merci.

διοχετεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (attraverso tubature)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compagnia trasporterà il petrolio fino alla raffineria.

μεταφέρω με καρότσι

verbo transitivo o transitivo pronominale (απόλυτη ακρίβεια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
June portò (or: trasportò) le bottiglie rotte al centro di riciclaggio.
Η Τζουν μετέφερε τα σπασμένα μπουκάλια με καρότσι στο κέντρο ανακύκλωσης.

μετατοπίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σέρνω, κουβαλάω, κουβαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A George piaceva andare a camminare in montagna portandosi dietro il suo fratellino.

μετακινώ με τα χέρια

(a mano)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il nastro trasportatore porta il pezzo alla postazione seguente.

διοχετεύω

(tramite tubi, condutture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'acqua viene pompata dal rubinetto alla serra.

μεταφέρω

(σε χώρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il manager ha trasferito la scatola di scarpe all'altro magazzino.
Ο προϊστάμενος μετέφερε το κιβώτιο με τα παπούτσια στην άλλη αποθήκη.

απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'era così tanto ciarpame nel garage che ha dovuto noleggiare un furgone per portare via tutto.

απομακρύνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo tubo trasporta acqua.
Αυτός ο σωλήνας μεταφέρει νερό.

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il somaro doveva portare il carico fino al campo.

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questi tubi portano l'acqua allo scaldabagno.
Αυτοί οι σωλήνες μεταφέρουν νερό στον λέβητα.

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La catena di montaggio trasportava i componenti alla stazione successiva.
Η γραμμή συναρμολογήσεως μετέφερε τα εξαρτήματα στην επόμενη θέση.

απομακρύνω, αφαιρώ

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark è andato a prendere i ragazzi a scuola e li ha portati in piscina.

αφήνω τα πράγματα να κυλήσουν

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σέρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pater ha trascinato fino al pick-up il cervo a cui aveva sparato.
Ο Πωλ έσυρε ένα ελάφι που σκότωσε στο φορτηγό του.

παρασύρομαι από κτ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

Mark si è lasciato trasportare dall'entusiasmo ed è quasi svenuto. Sophia si è lasciata trasportare dalla commozione del momento ed è scoppiata a piangere.

μεταφέρω κπ/κτ με ελικόπτερο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανυψώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quel carico va dietro al magazzino; spostalo col muletto.

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (με φορείο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I paramedici trasportarono Jack in barella fin dentro all'ambulanza.

μεταφέρω κπ/κτ με ελικόπτερο σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il presidente fu trasportato in elicottero alla cerimonia.

μεταφέρω, μετακινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'è un autobus per trasportare avanti e indietro le persone dal parcheggio all'entrata del parco a tema.
Υπάρχει ένα λεωφορείο που μεταφέρει τους επισκέπτες από το πάρκινγκ των αυτοκινήτων στην είσοδο του θεματικού πάρκου.

μεταφέρω αεροπορικώς

verbo transitivo o transitivo pronominale

Il pilota trasporta in aereo la merce tra due città.
Ο πιλότος μετέφερε εμπορεύματα αεροπορικώς από τη μια πόλη στην άλλη.

μεταφέρω αεροπορικώς

verbo transitivo o transitivo pronominale

L'alpinista ferito è stato trasportato per via aerea all'ospedale.
Το ελικόπτερο μετέφερε αεροπορικώς τον τραυματισμένο ορειβάτη στο νοσοκομείο.

μεταφέρω, πηγαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il marinaio ha trasportato il prigioniero a riva con una barca a remi.

μεταφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compagnia trasportava gli articoli a destinazione su camion.

μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compagnia di spedizioni trasportò gli articoli al cliente con un furgone.

μεταφέρω κπ/κτ με μικρό λεωφορείο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεταφέρω με βάρκα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trasportare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.