Τι σημαίνει το terminare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης terminare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του terminare στο Ιταλικό.
Η λέξη terminare στο Ιταλικό σημαίνει λήγω, φροντίζω να γίνει κτ, διακόπτω, τελειώνω, λήγω, κατεβαίνω, καταλήγω, τερματίζω, τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνω, σταματάω, σταματώ, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, φτάνω στο τέλος,καταλήγω, τελειώνω, ολοκληρώνω, ολοκληρώθηκε, ξεμένω, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, λήγω, τελειώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, διευθετούμαι,ολοκληρώνομαι, ξεμένω από κτ, ολοκληρώνω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, μεσουρανώ, σταματάω, παύω, διακόπτομαι, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, σταματάω, σταματώ, βγαίνω, ολοκληρώνω, σταματάω, σταματώ, τερματίζω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, τελειώνω, ολοκληρώνομαι, ξεμένω από κτ, τελειώνω με κτ, πέφτει η μπαταρία, δεν μεταδίδω, τελειώνω, ολοκληρώνω τη βασική εκπαίδευση, μου τελειώνει κτ, εξαντλούμαι, τελειώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης terminare
λήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φροντίζω να γίνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capo decise che Tom non era idoneo per il lavoro e terminò il suo contratto. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λήγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατεβαίνωverbo intransitivo (τέλος παραστάσεων) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La commedia finisce lunedì. |
καταλήγω, τερματίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La linea ferroviaria terminava in una grande stazione. |
τελειώνω, λήγω, ολοκληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sospenderemo lo spettacolo alla fine della stagione. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Emily si lamenta sempre del suo ragazzo, non smette mai. Η Έμιλυ παραπονιέται συνέχεια για το αγόρι της, δεν σταματάει ποτέ! |
τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cerca di portare a conclusione qualcosa nella tua vita! |
φτάνω στο τέλος,καταλήγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutte le cose belle devono giungere al termine. |
τελειώνω, ολοκληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla riunione erano tutti stanchi e scontrosi, quindi l'abbiamo conclusa. |
ολοκληρώθηκεverbo intransitivo La partita è finita alle quattro. Ο αγώνας ολοκληρώθηκε στις 4 η ώρα. |
ξεμένω
Puoi andare a comprare il latte? Lo abbiamo finito tutto. Μπορείς να πας και να αγοράσεις γάλα; Έχουμε ξεμείνει τελείως. |
ολοκληρώνω, τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Completerò il dipinto entro venerdì. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι αποφασισμένος να εργαστεί σκληρά, προκειμένου να αποπερατώσει το έργο που του έχει ανατεθεί. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (έργο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finirà la traduzione entro i prossimi 30 minuti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δικαίωμα εγγραφής έχουν όσοι έχουν περατώσει τις γυμνασιακές τους σπουδές. |
ολοκληρώνω, λήγω, τελειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il direttore del personale ha concluso in anticipo la riunione. Ο υπεύθυνος του πολιτικού γραφείου έληξε τη σύσκεψη νωρίς. |
ολοκληρώνω, τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan terminò la relazione e la spedì al suo capo. |
ολοκληρώνω, τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chiuse il suo discorso con una battuta, lasciando il pubblico di buonumore. Έκλεισε την ομιλία του με ένα ανέκδοτο αφήνοντας τους ακροατές με καλή διάθεση. |
διευθετούμαι,ολοκληρώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Con un po' di terapia il suo conflitto interiore potrebbe finalmente finire. |
ξεμένω από κτverbo transitivo o transitivo pronominale Abbiamo bisogno di andare a fare la spesa perché abbiamo finito le bustine per il tè. Πρέπει να πάμε για ψώνια επειδή ξεμείναμε από φακελάκια τσαγιού. |
ολοκληρώνω, τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho così tanto lavoro da portare a termine questa settimana, non so come potrò fare tutto! Ho ancora dello studio da completare prima dell'esame. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η δουλειά που πρέπει να τελειώσω αυτή την εβδομάδα είναι τόση πολλή που δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρω. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John ha finito di mangiare e poi è uscito di casa. Ο Τζον τελείωσε το γεύμα του κι έπειτα έφυγε από το σπίτι. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È ora di pranzo: quanto vorrei che concludessero questa noiosa riunione! Είναι ώρα για μεσημεριανό. Εύχομαι να τελείωναν με αυτή τη βαρετή σύσκεψη! |
μεσουρανώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa particolare stella culmina a metà dell'inverno per poi scomparire con il sopraggiungere dell'estate. |
σταματάω, παύω, διακόπτομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi dispiace vedere che il loro sito web sta chiudendo. |
τελειώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Terminiamo e andiamo a casa. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se si esauriscono le provviste di medicinali, le vite saranno messe in pericolo. Εάν αφήσουμε τα ιατρικά αναλώσιμα να τελειώσουν θα κινδυνέψουν ζωές. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha finito la scatola di cereali e ha dovuto aprirne un'altra. Τελείωσε το κουτί με τα δημητριακά και έπρεπε να ανοίξει ένα άλλο. |
ολοκληρώνω, τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il parroco ha concluso la sua omelia chiedendo alla congregazione di pregare. |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quel libro è difficile da trovare perché l'editore ha interrotto le pubblicazioni qualche anno fa. Είναι δύσκολο να βρεθεί αυτό το βιβλίο γιατί ο εκδότης διέκοψε την έκδοσή του πολλά χρόνια πριν. |
βγαίνω(από κατάσταση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ολοκληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non sarà facile, ma porteremo a termine questo progetto. Δεν θα είναι εύκολο αλλά θα το ολοκληρώσουμε αυτό το πρότζεκτ. |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La scuola finisce la prossima settimana per le vacanze estive. Το σχολείο σταματάει για τις καλοκαιρινές διακοπές την επόμενη βδομάδα. |
τερματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (σε αγώνα δρόμου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha completato la gara in 35 minuti. Τερμάτισε τον αγώνα σε 35 λεπτά. |
τελειώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La mia lezione finisce a mezzogiorno. Το μάθημά μου τελειώνει το μεσημέρι. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non appena avrò terminato questo progetto, ne inizierò un altro. Μόλις τελειώσω το τρέχον έργο, θα ξεκινήσω το επόμενο. |
τελειώνωverbo intransitivo (scuola, ecc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La scuola finisce alle 3 in punto. |
τελειώνω(φτάνω στο τέλος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il concerto è finito con un concerto per violino di Mozart. Η συναυλία έκλεισε με ένα κονσέρτο για βιολιά του Μότσαρτ. |
ολοκληρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le procedure si sono chiuse in tempo. |
ξεμένω από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (εγώ) Le provviste per la spedizione stavano terminando e tornarono indietro. |
τελειώνω με κτ(figurato) È meglio togliersi il pensiero adesso piuttosto che lasciarlo da fare all'ultimo momento. |
πέφτει η μπαταρίαverbo transitivo o transitivo pronominale (η συσκευή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν μεταδίδω(radio, televisione) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nostra radio locale chiude le trasmissioni a mezzanotte, e dopo non ci sarà più niente da ascoltare. |
τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tania finì di cucinare la cena e la servì. |
ολοκληρώνω τη βασική εκπαίδευσηverbo transitivo o transitivo pronominale (soldati) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) 650 cadetti dell'Army Foundation College ad Harrogate hanno terminato l'addestramento. 650 δόκιμοι από την στρατιωτική ακαδημία στο Χάρογκειτ ολοκλήρωσαν τη βασική τους εκπαίδευση. |
μου τελειώνει κτverbo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξαντλούμαι, τελειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του terminare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του terminare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.