Τι σημαίνει το spirito στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης spirito στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spirito στο Ιταλικό.
Η λέξη spirito στο Ιταλικό σημαίνει πνεύμα, πνεύμα, πνεύμα, ατμόσφαιρα, πνεύμα, πνεύμα, οινόπνευμα, αποφασιστικότητα, διάθεση, υπερφυσικό ον, ζωντάνια, ενέργεια, ενεργητικότητα, έξυπνο χιούμορ, εξυπνάδα, φάντασμα, χιούμορ, φάντασμα, ψυχική κατάσταση, φάντασμα στη μηχανή, επινοητικός, εφευρετικός, πνευματικός, εκδικητικότητα, πνεύμα των καιρών, διαίσθηση, διορατικότητα, πνευματικός, πρωτοβουλία, παρατηρητικός, πιστός στην ουσία, ελεύθερο πνεύμα, πρωτοβουλία, συντροφικότητα, συναδελφικότητα, ευγενής άμιλλα, επιχειρηματικότητα, εμπορευματοποίηση, εμποροκρατία, κακή συμπεριφορά, κακή διαγωγή, γρήγορη σκέψη, ευστροφία, στεγνό χιούμορ, ομαδικό πνεύμα, ελεύθερο πνεύμα, φωτεινό παράδειγμα, αδερφή ψυχή, ομοΐδεάτης, Άγιο Πνεύμα, Άγιο Πνεύμα, κακό πνεύμα, αίσθηση περιπέτειας, πνευματικός οδηγός, ομαδικό πνεύμα, ομαδικό πνεύμα, αυτοθυσία, αποφασιστικότητα, ανεβάζω τη διάθεση, δυναμικός, δραστήριος, που έχει χριστουγεννιάτικη διάθεση, πνεύμα του δάσους, σπίρτο, τερατάκι, πνευματώδης, έξυπνος, ευφυής, γεμάτος αυτοθυσία, δύναμη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης spirito
πνεύμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Solo nei film si vede lo spirito di qualcuno staccarsi dal corpo. Μόνο στις ταινίες βλέπεις τη ψυχή κάποιου να βγαίνει απ' το σώμα του. |
πνεύμαsostantivo maschile (essenza, natura) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A volte è meglio seguire lo spirito della legge piuttosto che seguirla alla lettera. Μερικές φορές είναι καλύτερα να υπακούς στο πνεύμα και όχι στο γράμμα του νόμου. |
πνεύμαsostantivo maschile (fantasma) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dicono che la casa sia infestata dallo spirito della ragazza morta. Λένε πως το σπίτι είναι στοιχειωμένο από το πνεύμα του νεκρού κοριτσιού. |
ατμόσφαιραsostantivo maschile (atmosfera) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tutto lo spirito dell'incontro era negativo secondo me. Το όλο πνεύμα της συνάντησης ήταν αρνητικό, κατά τη γνώμη μου. |
πνεύμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo spirito della rivoluzione era nell'aria. |
πνεύμαsostantivo maschile (senso, intendimento) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le azioni del presidente erano legali ma andavano contro lo spirito della legge. |
οινόπνευμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pulire una ferita ancora aperta con l'alcol è doloroso. Το καθάρισμα μιας νωπής πληγής με οινόπνευμα είναι επώδυνο. |
αποφασιστικότηταsostantivo femminile (atteggiamento) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quando hai saputo tutto ciò che l'imprenditrice ha dovuto superare per arrivare al successo, sei stato costretto ad ammirare la sua determinazione. Όταν μάθαινες τι εμπόδια χρειάστηκε να ξεπεράσει η επιχειρηματίας για να πετύχει δεν μπορούσες παρά να θαυμάσεις την αποφασιστικότητά της. |
διάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Era di buon umore dopo aver passato l'anno. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν έχω κέφι για σινεμά απόψε. |
υπερφυσικό ον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζωντάνια, ενέργεια, ενεργητικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έξυπνο χιούμορ
Alle persone piace questo comico per via del suo umorismo. Στον κόσμο αρέσει αυτό το κόμικ λόγω του έξυπνου χιούμορ του. |
εξυπνάδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φάντασμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A Tom è sembrato di aver visto uno spettro in camera sua. Ο Τομ νόμιζε πως είδε ένα φάντασμα στο υπνοδωμάτιό του. |
χιούμορsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il padre di Kate non ha per niente senso dell'umorismo. Ο μπαμπάς της Κέιτ δεν έχει καθόλου χιούμορ. |
φάντασμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si dice che di notte in città girino i fantasmi. Μερικοί λένε ότι τα πνεύματα περιπλανώνται στην πόλη τη νύχτα. |
ψυχική κατάσταση
Quando è in uno stato d'animo positivo si comporta benissimo. |
φάντασμα στη μηχανή(parte immateriale di una persona) (μτφ: φιλοσοφία, ψυχή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επινοητικός, εφευρετικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Χωρίς ηλεκτρισμό, οι φοιτητές αποδείχτηκαν πολύ επινοητικοί. |
πνευματικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vive immersa nel presente e dice di non avere vita spirituale. Ζει για το τώρα και λέει ότι δεν έχει πνευματική ζωή. |
εκδικητικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πνεύμα των καιρών(ηθικό, πολιτικό κλπ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διαίσθηση, διορατικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πνευματικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non ci sono istituzioni che soddisfano i bisogni spirituali della gente. Δεν υπάρχουν θεσμοί που μπορούν να υπηρετήσουν τις πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων. |
πρωτοβουλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η νέα υπάλληλος έδειχνε πρωτοβουλία πηγαίνοντας και ρωτώντας τους συναδέλφους της τι έκαναν και πως λειτουργούσαν τα πράγματα. |
παρατηρητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πιστός στην ουσία
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Credo che la sua interpretazione del brano musicale sia fedele allo spirito dell'originale. |
ελεύθερο πνεύμα
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
πρωτοβουλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ken era l'unico con lo spirito di iniziativa e il potere di risolvere il problema. Ο Κεν ήταν ο μόνος που είχε τον δυναμισμό και τη δύναμη να λύσει το πρόβλημα. |
συντροφικότητα, συναδελφικότηταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il cameratismo tra il cast li aiuta a lavorare insieme sul palcoscenico. |
ευγενής άμιλλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I bambini della squadra di calcio hanno imparato l'importanza dello spirito sportivo. |
επιχειρηματικότητα(πρωτοβουλία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per iniziare un'attività ci vogliono imprenditorialità e pensiero analitico. |
εμπορευματοποίηση, εμποροκρατίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κακή συμπεριφορά, κακή διαγωγή
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γρήγορη σκέψηsostantivo femminile Grazie alla sua prontezza mentale siamo usciti vivi da quell'incidente d'auto. |
ευστροφία(perspicacia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non è solo intelligente, ha una mente acuta. |
στεγνό χιούμορsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ομαδικό πνεύμα
Gli alpini sono famosi per il loro spirito di corpo. |
ελεύθερο πνεύμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È proprio uno spirito libero: si veste come le pare, fa quel che vuole e se ne infischia di quello che pensa la gente. |
φωτεινό παράδειγμαsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È considerato un leader e un modello a cui ispirarsi: è lui lo spirito guida del movimento. |
αδερφή ψυχή, ομοΐδεάτης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John scoprì in Rebecca una persona affine, che amava i cavalli quanto lui. |
Άγιο Πνεύμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Άγιο Πνεύμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo Spirito Santo è la terza persona nella Trinità cristiana. |
κακό πνεύμαsostantivo maschile Pare che Hill House sia infestata da uno spirito maligno, ma io non credo a queste cose. |
αίσθηση περιπέτειαςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πνευματικός οδηγόςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
ομαδικό πνεύμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ομαδικό πνεύμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αυτοθυσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποφασιστικότηταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'imprenditore era ben dotato in termini di spirito di iniziativa. |
ανεβάζω τη διάθεσηverbo transitivo o transitivo pronominale |
δυναμικός, δραστήριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'azienda sta cercando un direttore vendite dinamico. Η εταιρεία αναζητά έναν δυναμικό (or: δραστήριο) διευθυντή πωλήσεων. |
που έχει χριστουγεννιάτικη διάθεσηverbo transitivo o transitivo pronominale (persona) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πνεύμα του δάσουςsostantivo maschile (mitologia) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σπίρτοsostantivo femminile (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La presentatrice televisiva ebbe il posto perché era una persona di spirito. Η τηλεπαρουσιάστρια πήρε την δουλειά επειδή ήταν σπίρτο. |
τερατάκιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mio figlio mi chiede di controllare se ci sono spiriti maligni sotto il suo letto tutte le sere prima di andare a dormire. |
πνευματώδης, έξυπνος, ευφυής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Daisy raccontò una barzelletta arguta che fece ridere tutti. Η Ντέιζι είπε ένα έξυπνο ανέκδοτο με το οποίο γέλασαν όλοι. |
γεμάτος αυτοθυσίαlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
δύναμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non c'è più spirito combattivo in lui. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spirito στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του spirito
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.