Τι σημαίνει το spettacolo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης spettacolo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του spettacolo στο Ιταλικό.

Η λέξη spettacolo στο Ιταλικό σημαίνει παράσταση, παράσταση, παράσταση, θέαμα, παράσταση, θέαμα, σόου, παράσταση, θέαμα, παράσταση, αξιοθέατος, επίδειξη, θέαμα, παραγωγή, παράσταση, θεατρικές παραστάσεις, θεατρινισμός, χάπενινγκ, happening, παράσταση, πόλος έλξης, ταινία μεγάλου μήκους, έργο, παράσταση, εμφάνιση, άπαιχτος, παντομίμα, κωμωδία, χάρμα οφθαλμών, φαντασμαγορία, περιοδεία, κουκλοθέατρο, σόου μπιζ, σόου μπίζνες, λαϊκό τραγούδι, παραδοσιακό τραγούδι, παράσταση μπουρλέσκ, διπλή προβολή, ο κόσμος του θεάματος, ολόκληρη παράσταση, μαγικό τρικ, μουσική παράσταση, παράσταση, θέατρο με ποικιλία θεαμάτων, συναρπαστικός, χώρος διασκέδασης με παράσταση και φαγητό, σπάνιο θέαμα, παράσταση, που σοκάρει, σόου σε νυχτερινό κλαμπ, πρόγραμμα σε νυχτερινό κλαμπ, πυροτεχνήματα, πρώτο όνομα, ζωντανή εκτέλεση, σόου με φώτα, σοουγούμαν, showwoman, παραστατικές τέχνες, ερμηνεύω ρόλο, εκπληρώνω, εκτελώ, δίνω παράσταση, μπαλέτο, live show, κυρίως ταινία, ανεβάζω μια παράσταση, σταντ-απ, stand up, stand up comedy, θεατρική παράσταση, κουκλοθέατρο, χάρμα οφθαλμών, παράσταση στο Μπροντγουέι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης spettacolo

παράσταση

sostantivo maschile (teatro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando saremo a New York speriamo di riuscire a vedere uno spettacolo a teatro.
Ελπίζουμε να δούμε μια παράσταση, όταν θα είμαστε στη Νέα Υόρκη.

παράσταση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tutti hanno fatto silenzio e si sono seduti ai loro posti quando è iniziato lo spettacolo.
Όλοι σώπασαν και κάθισαν στις θέσεις τους όταν άρχισε το σόου.

παράσταση

sostantivo maschile (cinema)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vado a vedere lo spettacolo delle tre. È il nuovo film di Disney.

θέαμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hai visto come si è comportata? Che spettacolo!

παράσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il teatro ha due spettacoli ogni serata.
Το θέατρο έχει δύο παραστάσεις την ημέρα.

θέαμα

sostantivo maschile (figurato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sono usciti tutti per vedere lo spettacolo della cometa.
Όλοι βγήκαν έξω για να δουν το θέαμα του κομήτη.

σόου

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Lo spettacolo serale prevedeva un coro.
Η νυχτερινή παράσταση είχε και μια χορωδία.

παράσταση

sostantivo maschile ([qlcs] di straordinario)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'esibizione è stata uno spettacolo dal cast stellare.

θέαμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ci sarà un grande spettacolo al lago per festeggiare Capodanno.

παράσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I bambini stanno mettendo su uno spettacolo natalizio.
Τα παιδιά οργανώνουν μια χριστουγεννιάτικη παράσταση.

αξιοθέατος

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La protesta è stata sicuramente uno spettacolo.
Η διαμαρτυρία ήταν αναμφίβολα ενδιαφέρον θέαμα.

επίδειξη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θέαμα

(ironico) (με επίθετο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Poi è venuto fuori con la camicia sbottonata. Che spettacolo!
Στη συνέχεια βγήκε με το πουκάμισο ξεκούμπωτο. Τι απαίσιο θέαμα!

παραγωγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'ultimo spettacolo al teatro Barnfield merita di essere visto.
Την τελευταία παραγωγή του Θεάτρου Μπάρνφιλντ αξίζει να τη δει κανείς.

παράσταση

(teatro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per il mio compleanno mi piacerebbe andare a vedere uno spettacolo a teatro.
Θα ήθελα να δω μία παράσταση για τα γενέθλιά μου.

θεατρικές παραστάσεις

θεατρινισμός

(figurato: dare)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Datti una calmata! Non c'è bisogno di dare spettacolo.

χάπενινγκ, happening

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Anna è una grande appassionata di arte moderna e questo fine settimana parteciperà a un evento.
Η Άννα είναι λάτρις της μοντέρνας τέχνης και θα παραβρεθεί σε μια εκδήλωση αυτό το σαββατοκύριακο.

παράσταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stasera la rappresentazione di Giulietta e Romeo durerà quattro ore.
Η σημερινή παράσταση του “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” θα διαρκέσει τέσσερις ώρες.

πόλος έλξης

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
L'attrazione principale del museo è l'esposizione di arte preistorica.
Η μεγαλύτερη ατραξιόν του μουσείου είναι η έκθεσή του για την τέχνη των προϊστορικών σπηλαίων.

ταινία μεγάλου μήκους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il film principale inizia alle otto.
Η ταινία αρχίζει στις οκτώ.

έργο

(teatro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'ultimo pezzo di Ayckbourn è molto coinvolgente.

παράσταση, εμφάνιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η μπάντα του Σων είχε μια εμφάνιση στο μπαρ την Παρασκευή.

άπαιχτος

sostantivo maschile (figurato) (αργκό, μτφ: τέλειος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi è sempre piaciuta questa serie, ma l'ultimo episodio è stato un capolavoro!
Πάντα μου αρέσει αυτή η σειρά, αλλά το τελευταίο επεισόδιο ήταν άπαιχτο!

παντομίμα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κωμωδία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se ti interessa vedere del cabaret, prova quel nuovo locale.
Αν θες να δεις λίγη κωμωδία, πήγαινε σε εκείνο το νέο κλαμπ.

χάρμα οφθαλμών

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non la conosco, ma è uno spettacolo per gli occhi.

φαντασμαγορία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il festival era uno spettacolo musicale stravagante.

περιοδεία

sostantivo maschile (teatro) (συναυλίες, θέατρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo spettacolo itinerante era composto da molti artisti coinvolgenti.

κουκλοθέατρο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bambini hanno fatto uno spettacolo di burattini e costruito delle marionette.

σόου μπιζ, σόου μπίζνες

sostantivo femminile (καθομιλουμένη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λαϊκό τραγούδι, παραδοσιακό τραγούδι

sostantivo maschile

παράσταση μπουρλέσκ

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διπλή προβολή

sostantivo maschile (cinema) (κινηματογράφος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non ricordo l'ultima volta che ho visto un doppio spettacolo al cinema.

ο κόσμος του θεάματος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La crisi economica sta interessando anche l'industria dello spettacolo.

ολόκληρη παράσταση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo spettatore seduto a fianco a me ha chiacchierato per l'intero spettacolo!

μαγικό τρικ

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Alla festa di compleanno, tutti i bambini sono rimasti incantati dallo spettacolo di magia.

μουσική παράσταση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παράσταση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stasera daranno una specie di spettacolo teatrale in chiesa.

θέατρο με ποικιλία θεαμάτων

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συναρπαστικός

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χώρος διασκέδασης με παράσταση και φαγητό

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σπάνιο θέαμα

sostantivo maschile

παράσταση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που σοκάρει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutti hanno detto che il film è scioccante, ma io non ci ho visto nulla di sconvolgente.

σόου σε νυχτερινό κλαμπ, πρόγραμμα σε νυχτερινό κλαμπ

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πυροτεχνήματα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πρώτο όνομα

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ζωντανή εκτέλεση

σόου με φώτα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σοουγούμαν, showwoman

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παραστατικές τέχνες

sostantivo plurale femminile

Quella scuola offre un ottimo curriculum per quanto riguarda le arti dello spettacolo.

ερμηνεύω ρόλο, εκπληρώνω, εκτελώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Che simpatico che sei: dovresti fare l'attore.

δίνω παράσταση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Spesso ai bambini piccoli piace dare spettacolo per i loro amici.

μπαλέτο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Molte persone non sono mai state a vedere uno spettacolo di danza classica.

live show

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Questo nastro è stato registrato durante il suo spettacolo dal vivo a New York.

κυρίως ταινία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando ero ragazzo i cinema proiettavano dei filmati brevi prima del film principale.

ανεβάζω μια παράσταση

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σταντ-απ, stand up, stand up comedy

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Steve Martin era noto per i suoi spettacoli comici prima di iniziare a lavorare nel cinema. // Jo ha iniziato la sua carriera facendo spettacoli di cabaret nei locali.

θεατρική παράσταση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κουκλοθέατρο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χάρμα οφθαλμών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παράσταση στο Μπροντγουέι

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του spettacolo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.