Τι σημαίνει το provare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης provare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του provare στο Ιταλικό.
Η λέξη provare στο Ιταλικό σημαίνει δοκιμάζω, κάνω πρόβα, κάνω πρόβα, αισθάνομαι, νιώθω, δοκιμάζω, δοκιμάζω, προσπαθώ, δοκιμάζω, δοκιμάζω, δοκιμάζω, δοκιμάζω, δοκιμάζω κτ, διαβάζω, δοκιμάζω, δοκιμάζω, δοκιμάζω, δοκιμάζω, προσπάθεια, δοκιμή, δοκιμάζω, παθαίνω, δοκιμάζω, γεύομαι, δοκιμάζω, δίνω ως στοιχείο, δοκιμάζω, αποδεικνύω, Απόδειξέ το!, προσπάθεια, επιβεβαιώνω, υποστηρίζω, στηρίζω, κάνω πρόβα, αποδεικνύω, δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτ, κάνω μια προσπάθεια σε κτ, επαληθεύω, επιβεβαιώνω, ελέγχω, προσπαθώ, αποδεικνύω, προσπαθώ, ζορίζω, κουράζω, επαληθεύω, αποδεικνύω πως κπ έχει άδικο, δοκιμάζω, μεταμέλεια, μετάνοια, επιδιώκω, επιζητώ, ξαναδοκιμάζω, ξαναπροσπαθώ, δοκιμάζω, προσπαθώ, δεν ντρέπομαι, δεν μου αρέσει, δοκιμάζω, επιχειρώ, είμαι περήφανος για κτ, τολμώ να μαντέψω, λυπάμαι, συμπονώ, δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλι, νιώθω στοργή για κπ, νοιάζομαι για κπ, μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόπο, μαντεύω, δοκιμάζω να, προσπαθώ να, επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω, σιχαίνομαι, μισώ, αισθάνομαι πόνο, που συμπάσχει, προσπαθώ, ξαναδοκιμάζω, λυπάμαι, συμπονώ, πονάω, πονώ, μαστορεύω, δυσαρεστώ, αποστρέφομαι, απεχθάνομαι, λυπάμαι, συμπονώ, προσπαθώ, δοκιμάζω, αισθάνομαι μετανοιωμένος, χαμηλώνω το βλέμμα, προσπαθώ να κάνω κτ, ενοχλούμαι με κτ, είμαι ερωτευμένος, πάω για κτ, πηγαίνω για κτ, κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, ψάχνω, δοκιμάζω να ανοίξω, προσπαθώ να ανοίξω, απεχθάνομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης provare
δοκιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (vestiti) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi sono provato la maglietta ma ho deciso che non mi piaceva. Δοκίμασα το πουκάμισο και είδα ότι δεν μου άρεσε. |
κάνω πρόβα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli attori fecero le prove dello spettacolo per diverse settimane prima della prima. Οι ηθοποιοί έκαναν πρόβα το έργο για αρκετές εβδομάδες πριν από την πρεμιέρα. |
κάνω πρόβα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η ορχήστρα θα κάνει πρόβα σε αυτή την αίθουσα απόψε, γι΄ αυτό βεβαιωθείτε ότι δεν θα την ενοχλήσει τίποτα. |
αισθάνομαι, νιώθω(σωματική αίσθηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sento molto dolore al ginocchio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πολλές φορές ο μετανάστης υφίσταται ταπεινώσεις και προσβολές. |
δοκιμάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se non sei mai andato a sciare, dovresti provare. |
δοκιμάζω, προσπαθώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non avevo mai visto la neve prima di allora, ma ho voluto provare lo snowboard su piste facili. |
δοκιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δοκιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai mai provato il bungee jumping? |
δοκιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Come fai a dire che non ti piace se non lo hai nemmeno provato? Μην λες ότι δεν σου αρέσει εάν δεν το έχεις δοκιμάσει καν. |
δοκιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non puoi dire che non ti piace il sushi se prima non lo provi. |
δοκιμάζω κτverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry stava provando a risolvere il cruciverba. |
διαβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli attori hanno provato l'intero copione dall'inizio alla fine. |
δοκιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il venditore ci ha fatto provare la bicicletta prima di acquistarla. Ο πωλητής μας άφησε να δοκιμάσουμε το ποδήλατο πριν αποφασίσουμε εάν θα το αγοράσουμε. |
δοκιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (testare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi provare queste mazze da golf prima di comprarle. Μπορείς να δοκιμάσεις αυτά τα μπαστούνια του γκολφ πριν τα αγοράσεις. |
δοκιμάζω(assaggiare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Perché non provi la nostra deliziosa insalata di granchio gigante? Γιατί δε δοκιμάζεις τη νόστιμη σαλάτα King Crab; |
δοκιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Provalo prima di stabilire che è difficile. Προσπάθησέ το πριν αποφασίσεις αν είναι δύσκολο. |
προσπάθεια, δοκιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Posso provare? |
δοκιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (vestiti, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adesso provo questa camicia per vedere se mi sta bene. |
παθαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho provato uno shock quando l'ho visto di nuovo! |
δοκιμάζω, γεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vorrei provare solo un po' del suo stile di vita. |
δοκιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνω ως στοιχείοverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il testimone provò che l'imputato era in effetti colpevole di omicidio. |
δοκιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Penso che proverò questa nuova cera per pavimenti. |
αποδεικνύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo prova che è stato effettivamente lui. Αυτό αποδεικνύει ότι πράγματι το έκανε. |
Απόδειξέ το!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιβεβαιώνω, υποστηρίζω, στηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Queste cifre confermano il fatto che oggi sempre più bambini diventano obesi. Αυτοί οι αριθμοί επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι περισσότερα παιδιά γίνονται παχύσαρκα στις μέρες μας. |
κάνω πρόβα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il gruppo si è esercitato per tre settimane prima del concerto. |
αποδεικνύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per dimostrare il teorema, devi mostrare il tuo lavoro. |
δοκιμάζω τις δυνάμεις μου σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non riesco a finire questo puzzle di parole: vuoi fare tu un tentativo? Δεν μπορώ να τελειώσω το σταυρόλεξο. Θες να δοκιμάσεις εσύ τις δυνάμεις σου; |
κάνω μια προσπάθεια σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tentò il provino, ma alla fine fu scartato. Ho provato a leggere il libro ma ho smesso perché non mi interessava. |
επαληθεύω, επιβεβαιώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I fatti confermano la teoria. Τα γεγονότα επαληθεύουν (or: επιβεβαιώνουν) τη θεωρία. |
ελέγχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oggi voglio provare il programma per vedere se funziona. Θέλω να ελέγξω το πρόγραμμα για να δω αν δουλεύει. |
προσπαθώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sembra un compito impossibile, ma credo che dobbiamo comunque provare. |
αποδεικνύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo esperimento dimostra che l'alcool nuoce al corpo umano. |
προσπαθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È una scalata che anche i più esperti sono restii a tentare. Είναι μια αναρρίχηση που ακόμη και οι πιο τολμηροί διστάζουν να αποπειραθούν. |
ζορίζω, κουράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questi puzzles mettono proprio alla prova il mio cervello. |
επαληθεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scienziato dimostrò l'esperimento ripetendolo e ottenendo gli stessi risultati. |
αποδεικνύω πως κπ έχει άδικο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mio padre dice che non diventerò mai un atleta, sono pronto a smentirlo. |
δοκιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha assaggiato il cibo ma non ha comprato niente. |
μεταμέλεια, μετάνοιαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιδιώκω, επιζητώ(προσπαθώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cerco di recuperare il mio onore. |
ξαναδοκιμάζω, ξαναπροσπαθώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gary non era soddisfatto del suo primo tentativo così decise di provare di nuovo. |
δοκιμάζω, προσπαθώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se pensi di poter fare un lavoro migliore, allora provaci. Αν νομίζεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα, δοκίμασε! |
δεν ντρέπομαι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Πώς μπορείς να βλέπεις ανθρώπους να υποφέρουν και να μην κάνεις τίποτα. Δεν ντρέπεσαι; |
δεν μου αρέσει(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non vedo di buon occhio le persone che non mi conoscono e mi chiamano "tesoro". Δε μου αρέσουν οι άνθρωποι που δε με ξέρουν και με αποκαλούν «γλύκα». |
δοκιμάζω, επιχειρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voglio imparare a giocare a golf così un giorno farò un tentativo. |
είμαι περήφανος για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τολμώ να μαντέψωverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Chiunque provi a indovinare vincerà un premio. |
λυπάμαι, συμπονώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha provato compassione per la ragazzina e le ha dato un passaggio fino a casa. |
δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλιverbo intransitivo Se non ci riesci la prima volta, allora devi provarci ancora. |
νιώθω στοργή για κπ, νοιάζομαι για κπverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόπο(imparare da un'esperienza difficile) |
μαντεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lui non sapeva la risposta, così ha tirato a indovinare. Δεν ήξερε την απάντηση, κι έτσι απλά μάντεψε. |
δοκιμάζω να, προσπαθώ να
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha voluto provare a prendere una laurea triennale. Ήθελε να προσπαθήσει να πάρει μπάτσελορ. |
επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι, να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Proverò a parlargli lunedì. Θα επιχειρήσω να του μιλήσω τη Δευτέρα. |
σιχαίνομαι, μισώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben detestava il suo lavoro così si è licenziato. Ο Μπεν απεχθανόταν τη δουλειά του και έτσι παραιτήθηκε. |
αισθάνομαι πόνοverbo transitivo o transitivo pronominale Gli scienziati non concordano sul fatto che gli insetti possano provare dolore. |
που συμπάσχει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho provato compassione quando ho sentito della situazione di Beth, perché una volta mi sono trovato anch'io in condizioni simili. Ένιωσα συμπόνια όταν έμαθα για τα δεινά της Μπεθ, καθώς και εγώ κάποτε αντιμετώπισα παρόμοιες καταστάσεις. |
προσπαθώ(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Io cerco di fare del mio meglio. Προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. |
ξαναδοκιμάζωverbo intransitivo (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λυπάμαι, συμπονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi dispiace per coloro che si sono impegnati molto ma non sono riusciti a vincere. Λυπάμαι τους ανθρώπους που προσπάθησαν πολύ, αλλ' όμως δεν κέρδισαν. |
πονάω, πονώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαστορεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Polly tentò di aggiustare la vecchia radio, finché alla fine riuscì a farla funzionare di nuovo. Η Πόλι μαστόρευε το παλιό ραδιόφωνο μέχρι που επιτέλους κατάφερε να το κάνει να δουλέψει. |
δυσαρεστώ(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποστρέφομαι, απεχθάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti provarono fastidio all'idea. |
λυπάμαι, συμπονώ(compatire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Provo pena per coloro che sono ancora giovani quando i loro genitori muoiono. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οικτίρω όσους κάνουν ό,τι τους ζητούν χωρίς να σκέφτονται. |
προσπαθώ, δοκιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prova ad ascoltare questa musica a volume basso, e potrai sentire i violini in sottofondo. Προσπάθησε να παίξεις τη μουσικά χαμηλά και μπορεί να ακούσεις την υπόκρουση από βιολιά. |
αισθάνομαι μετανοιωμένος(για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi sentivo in colpa per aver copiato durante il compito. |
χαμηλώνω το βλέμμαverbo transitivo o transitivo pronominale (από ντροπή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ruth provò imbarazzo quando ammise di avere mentito. Η Ρουθ κοκκίνισε από ντροπή όταν παραδέχτηκε ότι είχε πει ψέματα. |
προσπαθώ να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non provare a fargli cambiare idea; te ne pentirai. Μην προσπαθήσεις να του αλλάξεις γνώμη, θα το μετανιώσεις. |
ενοχλούμαι με κτverbo transitivo o transitivo pronominale La casalinga annoiata provava risentimento per ogni ora che passava a pulire e cucinare. Η βαριεστημένη νοικοκυρά εκνευριζόταν για κάθε ώρα που περνούσε καθαρίζοντας και μαγειρεύοντας. |
είμαι ερωτευμένοςverbo transitivo o transitivo pronominale (με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πάω για κτ, πηγαίνω για κτ(figurato: tentare) (καθομιλουμένη) Quell'atleta punta alla medaglia d'oro. Αυτός ο αθλητής πηγαίνει για το χρυσό μετάλλιο. |
κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειραverbo transitivo o transitivo pronominale (δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Αν και ο Μπράιαν δεν είχε κάνει ποτέ καγιάκ, ξαφνικά αποφάσισε να κάνει μια δοκιμή. |
ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Richard stava cercando di trovare lavoro nella fabbrica locale. |
δοκιμάζω να ανοίξω, προσπαθώ να ανοίξωverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha provato ad aprire la porta. |
απεχθάνομαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του provare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του provare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.