Τι σημαίνει το entrare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης entrare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entrare στο Ιταλικό.
Η λέξη entrare στο Ιταλικό σημαίνει εισέρχομαι, χωράω, μπαίνω, μπαίνω, εισέρχομαι, μπαίνω, μπαίνω, μπαίνω στη θέση μου, μπαίνω, μπαίνω, μπαίνω σε κτ, μετακομίζω, εγκαθίσταμαι, μπαίνω σε κτ, προσχωρώ, εντάσσομαι, μέσα, επεμβαίνω, μπαίνω, εκμεταλλεύομαι, μπαίνω, εισβάλλω, μπαίνω, διάρρηξη, πατάω σε κτ, παίρνω, κάνω διάρηξη σε κτ, εισρέω, πάω μέσα, μπαίνω μέσα, μπαίνω, χωράω σε κτ, έχω πάρε-δώσε με κπ, συγκρούομαι, διαρρηγνύω, διεγείρομαι, διαφωνώ, συνδέομαι, χωρώ σε κτ, μπαίνω σε λεπτομέρειες, εκτίθεμαι σε κάτι, βρίσκω,αποκτώ, μπαίνω με το ζόρι, υιοθετώ τη στάση, μπαίνω στον αγώνα, τίθεμαι σε ισχύ, τίθεμαι σε ισχύ, εμφανίζομαι στη σκηνή, έρχομαι σε σύγκρουση με κτ/κπ, εισβάλλω, μπαίνω στο παιχνίδι, μπαίνω στα κρυφά, κάνω βιαστικά, μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθεν, δεν μπαίνω, περνάω από κάπου, επιλέγω να συμμετέχω, μπαίνω βιαστικά, παραβιάζω, δε χωράω, δε χωρώ, χρησιμοποιώ, εμποδίζω κτ να μπει, αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει, κερδίζω την εύνοια κπ, πετάγομαι, αφήνω κπ να μπει σε κτ, κερδίζω εύνοια, μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια, αναπτύσσω, αναλύω, υπεισέρχομαι, μπαίνω σε κτ, χωρώ, ταιριάζω, εφαρμόζω, συζητώ με κπ, συνδέομαι σε, πιάνω κπ στα πράσα, συμμετέχω, καλώ κπ να περάσει μέσα, πείθω, φάση κατά την οποία ο αμυντικός παίκτης επανακτά τον δίσκο που χρησιμεύει ως μπάλα, βγαίνω στη σκηνή, γνωρίζω, συναντώ κάποιον, κερδίζω την εύνοια κπ, κηρύσσω τον πόλεμο σε κπ, έρχομαι σε επαφή με κτ, αντηχώ, διαβάζω, με παίρνει ο αέρας, ορμάω, μπαίνω αθόρυβα, συναναστρέφομαι, κατατάσσομαι, τα λέμε με κπ, λέω σε κπ να περάσει μέσα, λέω σε κπ να περάσει, μπάζω κτ/κπ στα κρυφά, στριμώχνω, χώνω, λαμβάνω μέρος σε , συμμετέχω σε, αποκτώ, δεν αφήνω κπ/κτ να μπει, δεν αφήνω κπ/κτ να περάσει, δεν αφήνω κπ/κτ να εισέλθει, τοποθετώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης entrare
εισέρχομαιverbo intransitivo (επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Puoi entrare, ma per favore prima bussa per rendere nota la tua presenza. Μπορείς να μπεις μέσα, αλλά σε παρακαλώ χτύπα την πόρτα πρώτα για να ανακοινώσεις την παρουσία σου. |
χωράωverbo intransitivo (di dimensioni) (διαστάσεις) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quel pezzo non ci sta perché non è della misura giusta. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο. |
μπαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'attrice fa il suo ingresso sul palco proprio all'inizio del secondo atto. Η ηθοποιός μπαίνει από τα δεξιά της σκηνής στην αρχή της δεύτερης πράξης. |
μπαίνωverbo intransitivo (a piedi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ogni volta che qualcuno entra nel negozio, un cicalino suona. Κάθε φορά που μπαίνει κάποιος στο κατάστημα χτυπάει ένα κουδουνάκι. |
εισέρχομαι, μπαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando la celebre attrice entrò nella stanza tutti si girarono per guardarla. |
μπαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Entra pure, la porta è aperta. Εισέλθετε παρακαλώ. Η πόρτα είναι ανοιχτή. |
μπαίνω στη θέση μου(combaciare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'ultimo pezzo del puzzle è entrato e l'immagine è completa. |
μπαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono entrata in casa. Μπήκα στο σπίτι. |
μπαίνω(a piedi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαίνω σε κτverbo intransitivo (con un veicolo) (με όχημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando si entra in un parcheggio sotterraneo si deve ritirare un biglietto. |
μετακομίζω, εγκαθίσταμαιverbo intransitivo (informale: trasferirsi in nuova casa) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La settimana scorsa sono entrati nella casa nuova. |
μπαίνω σε κτverbo intransitivo "Entra nel mio salotto", disse il ragno alla mosca. |
προσχωρώ, εντάσσομαιverbo intransitivo (figurato: organizzazione) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'Unione Europea continuò a crescere quando la Croazia vi entrò nel 2013. |
μέσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha aperto la porta e sono tutti entrati. |
επεμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È entrato nella discussione per aiutarla. |
μπαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La stanza era piccola e un po' un accalcamento, ma riuscirono tutti a entrare. |
εκμεταλλεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Πάολα ευχόταν να μπορούσε να αξιοποιήσει τον ενθουσιασμό της Ρέιτσελ. |
μπαίνω, εισβάλλωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È meglio bussare prima piuttosto che entrare così. Είναι καλύτερο να χτυπήσουμε πρώτα αντί να μπούμε έτσι απλά. |
μπαίνωverbo intransitivo (in un veicolo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ho aperto la porta e sono entrato. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα. |
διάρρηξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'ufficio postale è stato scassinato. |
πατάω σε κτ
Πάτησα σε μια λιμνούλα με λάσπη και κατέστρεψα τα καινούρια μου παπούτσια. |
παίρνω(consentire) (ανταλακτικό, εξάρτημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa lampada richiede delle lampadine speciali. |
κάνω διάρηξη σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Από όταν μπήκαν κλέφτες στο σπίτι της, η Άννα φοβάται να μείνει μόνη. |
εισρέωverbo intransitivo (liquidi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πάω μέσα, μπαίνω μέσαverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fa caldo qui fuori, che ne dici di andare dentro? Έχει ζέστη έξω. Θα ήθελες να μπούμε μέσα; |
μπαίνω(πηγαίνω μέσα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È entrato in casa. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το αεροσκάφος εισήλθε στον ελληνικό εναέριο χώρο στις πέντε ακριβώς. |
χωράω σε κτverbo intransitivo (di dimensioni) Quel tavolo non entra in questa piccola stanza. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο. |
έχω πάρε-δώσε με κπ(ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'imprenditore ha commesso l'errore di entrare in affari con noti criminali. |
συγκρούομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le due auto da corsa scivolarono sulla macchia d'olio e si scontrarono. Τα δύο αγωνιστικά αυτοκίνητα πατήσαν τα λάδια και συγκρούστηκαν. |
διαρρηγνύω(appartamento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha arrestato l'uomo che mi ha svaligiato la casa. |
διεγείρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαφωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Οι δυο τους ήταν καλοί φίλοι, αλλά διαφωνούσαν στις μουσικές τους προτιμήσεις. |
συνδέομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χωρώ σε κτ(in uno spazio piccolo) Η συγκεκριμένη φωτογραφική μηχανή χωρά στην τσέπη ή σε μια μικρή τσάντα. |
μπαίνω σε λεπτομέρειεςverbo intransitivo (συχνά περιττές) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Senza entrare in dettaglio, dimmi come mai la biscottiera è vuota. Non capisco la domanda. Potresti entrare maggiormente in dettaglio? |
εκτίθεμαι σε κάτιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ho chiamato il medico non appena ho scoperto di essere venuto a contatto con una persona che aveva l'influenza suina. Τηλεφώνησα στη γιατρό μόλις ανακάλυψα ότι είχα εκτεθεί στον ιό της γρίπης των χοίρων μετά από την επαφή μου με κάποιον που είχε προσβληθεί από αυτή. |
βρίσκω,αποκτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando ho ricevuto l'eredità sono entrato in possesso di diverse monete rare. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όταν πήρα την κληρονομιά μου, απέκτησα αρκετά σπάνια νομίσματα. |
μπαίνω με το ζόριverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υιοθετώ τη στάση(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπαίνω στον αγώναverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con un grande ritardo le squadre sono finalmente scese in campo. |
τίθεμαι σε ισχύverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La nuova legge entrerà in vigore solo a febbraio dell'anno prossimo. |
τίθεμαι σε ισχύverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nuova legge sull'immigrazione approvata dal parlamento la scorsa settimana entrerà in vigore il primo gennaio dell'anno prossimo. |
εμφανίζομαι στη σκηνήverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Amleto entra in scena da sinistra del palco, non da destra! |
έρχομαι σε σύγκρουση με κτ/κπverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I progetti di Tim di costruire un capanno da giardino andavano contro i regolamenti. |
εισβάλλω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A quanto pare le talpe si sono intrufolate di nuovo qui. |
μπαίνω στο παιχνίδι(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπαίνω στα κρυφάverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Agli adolescenti non fu permesso di entrare nel bar, ma riuscirono comunque a entrare di nascosto. |
κάνω βιαστικάverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθενverbo intransitivo (veicoli) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mia moglie ha sempre problemi a entrare nel vialetto di casa in retromarcia. Ο Τζεφ κοίταζε τον καθρέφτη καθώς έμπαινε με την όπισθεν στη θέση στάθμευσης. |
δεν μπαίνω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Παρακαλώ μην εισέρχεστε! Το οίκημα αποτελεί ιδιωτική περιουσία. |
περνάω από κάπουverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Crede di poter entrare qui allegramente, dare ordini a tutti e andarsene. |
επιλέγω να συμμετέχωverbo intransitivo (a eventi, gruppi ecc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπαίνω βιαστικάverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È entrato di corsa prima che potessimo fermarlo. |
παραβιάζωverbo intransitivo (informatica) (σύστημα, υπολογιστή κ.λπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È entrata illecitamente, cambiando le informazioni del suo sito. |
δε χωράω, δε χωρώverbo intransitivo (in vestito, causa crescita) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In pochi mesi mio figlio è cresciuto a tal punto che non entra più nei suoi abiti da neonato. |
χρησιμοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ristorante era sull'orlo del fallimento finché non è stato fatto entrare in gioco il famoso esperto che lo ha ristrutturato riportandolo al successo. |
εμποδίζω κτ να μπειverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hanno appeso delle pesanti tende scure per non far entrare la luce del sole. Κρέμασαν χοντρές σκούρες κουρτίνες για να εμποδίσουν το φως του ηλίου να μπει μέσα. |
αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσειverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'è uno alla porta che ti cerca. Lo faccio entrare? Είναι κάποιος στην πόρτα και σε ζητάει. Να τον αφήσω να μπει μέσα; |
κερδίζω την εύνοια κπ(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Roderick cerca sempre di ingraziarsi le persone per ottenere un vantaggio. |
πετάγομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ci impiego un minuto, devo giusto entrare un attimo in farmacia. |
αφήνω κπ να μπει σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κερδίζω εύνοια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια(indumenti) (ρούχο, παπούτσι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Τα παιδιά αυτής της ηλικίας μεγαλώνουν και πολύ γρήγορα δεν τους κάνουν πια τα ρούχα τους. |
αναπτύσσω, αναλύω, υπεισέρχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπαίνω σε κτverbo intransitivo Susanna entrò nel taxi e chiese all'autista di portarla a casa. Η Σούζαν μπήκε στο ταξί και ζήτησε απ' τον οδηγό να την πάει στο σπίτι της. |
χωρώ, ταιριάζω, εφαρμόζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ho messo su peso e non entro più nella mia uniforme. È una brocca ingombrante, ma credo che entrerà comunque nella credenza. Πήρα κιλά και δεν χωρούσα πλέον στη στολή μου. Νομίζω ότι αυτή η μεγάλη κανάτα χωράει ακόμα στο ντουλάπι. |
συζητώ με κπ
|
συνδέομαι σεverbo intransitivo Per leggere questo forum basta accedere a wordreference.com. |
πιάνω κπ στα πράσαverbo intransitivo (μεταφορικά: κπ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμμετέχωverbo intransitivo (σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλώ κπ να περάσει μέσαverbo transitivo o transitivo pronominale (in casa) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πείθω(riferito a persone) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φάση κατά την οποία ο αμυντικός παίκτης επανακτά τον δίσκο που χρησιμεύει ως μπάλα(hockey) (χόκεϊ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βγαίνω στη σκηνήverbo intransitivo (teatro) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando lei dice "Oh, Romeo, Romeo!" è il tuo momento di entrare in scena. |
γνωρίζω, συναντώ κάποιον
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κερδίζω την εύνοια κπ(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vedi se riesci a ingraziarti uno dei direttori. |
κηρύσσω τον πόλεμο σε κπverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έρχομαι σε επαφή με κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nella foresta si può entrare in stretto contatto con la natura. |
αντηχώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La cassa del violino entra in risonanza. |
διαβάζω(ως επισκέπτης) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Στον Ρίτσαρντ άρεσε να διαβάζει για τα αγαπημένα του βιβλία σε φόρουμ, αλλά δεν του άρεσε να συνεισφέρει. |
με παίρνει ο αέραςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando ho aperto la porta sono entrate delle foglie portate dal vento. |
ορμάωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μπαίνω αθόρυβα(σε κτ) |
συναναστρέφομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lavorare nel mondo della moda permette di venire a contatto con stilisti importanti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πραγματικά σιχαίνομαι αυτή τη δουλειά όμως θα μου επιτρέψει να συναναστραφώ ορισμένους πολύ ισχυρούς ανθρώπους. |
κατατάσσομαι(στρατός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Συνταξιοδοτείται από το στρατό του χρόνου. Ήταν μόνο δεκαοχτώ όταν κατατάχθηκε. |
τα λέμε με κπ(καθομ, πληθ: συνομιλία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λέω σε κπ να περάσει μέσα, λέω σε κπ να περάσειverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È passata la vicina e Kate l'ha invitata a entrare. Πέρασε η γειτόνισσα και η Κέιτ της είπε να περάσει μέσα. |
μπάζω κτ/κπ στα κρυφάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha messo il file in una torta di compleanno per introdurlo di nascosto nella cella del prigioniero. |
στριμώχνω, χώνω(σε κτ ή μέσα σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nancy fece entrare a forza tutti i suoi averi nell'auto e partì verso la sua nuova vita. Η Νάνσι στρίμωξε όλα τα υπάρχοντά της στο αυτοκίνητο κι έβαλε πλώρη για τη νέα της ζωή. |
λαμβάνω μέρος σε , συμμετέχω σεverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dovremmo chiedere agli altri studenti di unirsi alle nostre attività. Θα πρέπει να ζητήσουμε από τους μαθητές να λάβουν μέρος στις δραστηριότητές μας. |
αποκτώverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È entrato in possesso di una grande eredità quando era molto giovane. Απέκτησε μια μεγάλη κληρονομιά όταν ήταν αρκετά νέος. |
δεν αφήνω κπ/κτ να μπει, δεν αφήνω κπ/κτ να περάσει, δεν αφήνω κπ/κτ να εισέλθει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ένα αδιάβροχο μπουφάν δεν θ' αφήσει τη βροχή να περάσει. |
τοποθετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entrare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του entrare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.