Τι σημαίνει το servizi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης servizi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του servizi στο Ιταλικό.
Η λέξη servizi στο Ιταλικό σημαίνει εξυπηρέτηση, δρομολόγιο, υπηρεσία, υπηρεσία, θητεία, υπηρεσία, σέρβις, κουβέρ, υπηρεσία, υπηρεσία, σερβίς, σετ, βοήθεια, εξυπηρέτηση, ένοπλες δυνάμεις, επιτραπέζια σκεύη, σερβίς, ανέσεις, ρεπορτάζ, κουβέρ, φιλοδώρημα, ρεπορτάζ, εκκλησιαστική λειτουργία, δελτίο, προνόμιο, πλεονέκτημα, όφελος, θέμα, σερβίτσιο, θεία λειτουργία, ζημιά, υπηρεσία τηλεπικοινωνιών ευρείας περιοχής, εξυπηρετώ, ταχυδρομείο, κλείνω προσωρινά, στο γραφείο, εκτός υπηρεσίας, εκτός λειτουργίας, ανιδιοτελής, στη διάθεση σου, στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή, σε ενεργό υπηρεσία, στην υπηρεσία της Μεγαλειοτάτης, διακοπή, υπηρέτρια, υπηρέτης, υπηρέτρια, κέντρο εξυπηρέτησης, μεταφορά, παλαιότητα, φύλαξη παιδιών, φροντίδα παιδιών, πολιτική υπηρεσία, διπλωματική υπηρεσία, βενζινάδικο, υπηρεσία δωματίου, σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών, υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, πορτιέρης ξενοδοχείου, σετ με πιάτα και μαχαιροπήρουνα, βενζινάδικο, στρατιωτική θητεία, ταχυδρομική υπηρεσία, ταχυδρομικό σύστημα, είσοδος προσωπικού και προμηθευτών, υπηρεσία με τακτικά/πυκνά δρομολόγια, κοινωφελές έργο, σερβίτσιο τσαγιού, σερβίτσιο τσαγιού, θητεία, σιδηροδρομικές υπηρεσίες, εξυπηρέτηση πελατών, εξυπηρέτηση πελατών, σύστημα υγείας, φωτογράφιση, γραφείο εξυπηρέτησης, τηλεφώνημα για να ξυπνήσει κάποιον, συμβουλευτική υπηρεσία, μεταβίβαση κλήσης, συμβουλευτική υπηρεσία, στενός χώρος σε κτίρια που δίνει πρόσβαση στα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ., αντιπρόσωπος τμήματος εξυπηρέτησης πελατών, υπηρεσία παράδοσης, όλο το πακέτο, καθαριστήριο, συνεργείο καθαρισμού, μνημόσυνο, σύστημα δημόσιας υγείας, κόστος υπηρεσίας, παροχή υπηρεσιών, συμφωνία επιπέδου παροχής υπηρεσιών, πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου, αξιωματούχος, αποζημίωση, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, υπηρεσία απομάκρυνσης οχημάτων, takeaway, εξυπηρέτηση μετά την πώληση, τουαλέτα, υπηρεσία τροφοδοσίας, υπηρεσία catering, βενζινάδικο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης servizi
εξυπηρέτησηsostantivo maschile (assistenza) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il servizio nel negozio è eccellente. Sanno bene quello che fanno. Η εξυπηρέτηση στο κατάστημα είναι έξοχη. Ξέρουν καλά τι κάνουν. |
δρομολόγιοsostantivo maschile (μέσα συγκοινωνίας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il servizio di autobus in città è eccellente. Τα δρομολόγια των λεωφορείων στην πόλη είναι άψογα. |
υπηρεσίαsostantivo maschile (lavoro a servizio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo servizio presso la famiglia è durato quattro anni. |
υπηρεσία, θητείαsostantivo maschile (impiego) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si è ritirato dopo venti anni di servizio nell'azienda. Πήρε σύνταξη μετά από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας στην εταιρεία. |
υπηρεσίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il nuovo asilo fornisce un servizio molto utile ai genitori che lavorano. |
σέρβιςsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il servizio nel ristorante era veloce ed efficiente. |
κουβέρsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Gli americani non sono stati contenti di trovare il servizio incluso nel conto al ristorante. |
υπηρεσίαsostantivo maschile (linea) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli hanno staccato il servizio telefonico perché non aveva pagato la bolletta. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κύριε, αν δεν τακτοποιήσετε τον λογαριασμό σας θα προβούμε σε διακοπή της υπηρεσίας. |
υπηρεσίαsostantivo maschile (dipartimento, ufficio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questa organizzazione fa parte del servizio governativo di informazione sanitaria. |
σερβίς(sport: battuta) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Era difficile rispondere al servizio del maestro. |
σετ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
βοήθεια, εξυπηρέτηση(aiuto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo supporto nel fare accoglienza quel giorno ci è stato di molto aiuto. |
ένοπλες δυνάμεις(forze armate, corpo militare) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Si è arruolato nell'arma cinque anni fa ed è contento di essere nell'esercito. |
επιτραπέζια σκεύη
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I novelli sposi hanno ricevuto un servizio e delle lenzuola come regalo di nozze. |
σερβίς(sport) (τένις κλπ.) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il suo servizio era così veloce che l'avversario non è riuscito a rispondere. Το σερβίς του ήταν τόσο γρήγορο, που ο αντίπαλος δεν μπόρεσε να το αποκρούσει. |
ανέσειςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La città da cui provengo ha pochissimi servizi per i turisti. Οι πόλη μου έχει ελάχιστες υποδομές για τους τουρίστες. |
ρεπορτάζsostantivo maschile (giornalismo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Secondo quanto riportato nel servizio speciale, il presidente è in visita in India. |
κουβέρ, φιλοδώρημαsostantivo maschile (ristorante) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il conto del ristorante contiene il 10% di costo di servizio. |
ρεπορτάζ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
εκκλησιαστική λειτουργία(religioso) |
δελτίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il reportage ha raccontato solo un aspetto della storia. Το δελτίο ειδήσεων έδωσε μόνο τη μία εκδοχή της ιστορίας. |
προνόμιο, πλεονέκτημα, όφελος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Assicurazione e assistenza legale sono tra i benefici che hanno i soci. Η ασφάλιση και η παροχή νομικών συμβουλών περιλαμβάνονται στα προνόμια της συνδρομής. |
θέμα(spettacolo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το πρώτο θέμα της εκπομπής σήμερα είναι μια ματιά στη μόδα αυτής της σεζόν. |
σερβίτσιοsostantivo maschile (set di stoviglie) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Abbiamo comprato un servizio da sei. I piatti sono bellissimi. |
θεία λειτουργίαsostantivo maschile (funzione, messa) Il servizio religioso è durato 50 minuti domenica mattina. |
ζημιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπηρεσία τηλεπικοινωνιών ευρείας περιοχής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εξυπηρετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chi entra nella polizia lo fa per servire la propria comunità. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο προϊστάμενος λέει ότι η πρώτη του προτεραιότητα είναι να εξυπηρετεί τους πελάτες. |
ταχυδρομείο(servizio) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In altri paesi la posta è lenta. Η ταχυδρομική υπηρεσία σε άλλες χώρες είναι πολύ αργή. |
κλείνω προσωρινά(temporaneamente) |
στο γραφείο(al lavoro, in servizio) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il dottore non c'era, così gli ho lasciato un messaggio. |
εκτός υπηρεσίαςlocuzione aggettivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per fortuna, un poliziotto fuori servizio era presente e trattenne il ladro. |
εκτός λειτουργίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανιδιοτελής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στη διάθεση σου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Sarò a sua completa disposizione. |
σε ενεργό υπηρεσία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Max non sarà chiamato a esercitare in quanto non più in servizio effettivo. |
στην υπηρεσία της Μεγαλειοτάτης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διακοπήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Uno dei macchinari della fabbrica si è rotto, il che ha portato ad un tempo di inattività di diverse ore durante il quale il personale di manutenzione ha tentato di aggiustarlo. Χάλασε ένα από τα μηχανήματα του εργοστασίου, με αποτέλεσμα να υπάρξει διακοπή αρκετών ωρών ενώ προσπαθούσαν να το επισκευάσουν οι τεχνικοί συντήρησης. |
υπηρέτριαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Erina ha lavorato come domestica presso una famiglia ricca mentre era al college. Η Έριν εργαζόταν ως υπηρέτρια για μια πλούσια οικογένεια όταν ήταν στο κολέγιο. |
υπηρέτης, υπηρέτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Prima della seconda guerra mondiale molte case nel Regno Unito avevano dei domestici. Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά νοικοκυριά στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν υπηρέτες. |
κέντρο εξυπηρέτησης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sicuramente qualcuno al servizio clienti può risolvere il tuo problema con il computer. |
μεταφοράsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παλαιότηταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'ordine dei turni si basa sulla superiorità di grado per maggiore anzianità di servizio. |
φύλαξη παιδιών, φροντίδα παιδιώνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολιτική υπηρεσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διπλωματική υπηρεσίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Donald ebbe una carriera di successo nel servizio diplomatico. |
βενζινάδικο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dov'è il distributore di benzina più vicino? Sono quasi a secco. Mi sono fermato in una stazione di servizio per fare rifornimento e controllare la pressione degli pneumatici. Πού είναι το πλησιέστερο βενζινάδικο; Κοντεύω να ξεμείνω. Σταμάτησα σε ένα βενζινάδικο για να πάρω βενζίνη και να ελέγξω την πίεση των ελαστικών. |
υπηρεσία δωματίουsostantivo maschile (in hotel) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ho ordinato il servizio in camera da mezz'ora; dove eravate finiti? Invece di scendere al ristorante, stasera chiediamo il servizio in camera e ceniamo qui. |
σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστώνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Ha lasciato l'autostrada e ha imboccato l'area di servizio per pranzare e usare i bagni. |
υποχρεωτική στρατιωτική θητείαsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nel Regno Unito il servizio militare obbligatorio era chiamato "Servizio Nazionale". Η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία ήταν γνωστή στη Μεγάλη Βρετανία ως «Εθνική Θητεία». |
πορτιέρης ξενοδοχείου
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σετ με πιάτα και μαχαιροπήρουναsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βενζινάδικοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στρατιωτική θητείαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il servizio militare obbligatorio è stato abolito nel 2001 in Spagna. |
ταχυδρομική υπηρεσίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταχυδρομικό σύστημαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
είσοδος προσωπικού και προμηθευτών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπηρεσία με τακτικά/πυκνά δρομολόγια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'è un bus navetta gratuito dal parcheggio al centro commerciale. |
κοινωφελές έργοsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σερβίτσιο τσαγιούsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mia nonna ha un servizio da tè in argento che usa nelle occasioni speciali. |
σερβίτσιο τσαγιούsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θητεία(militare) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σιδηροδρομικές υπηρεσίες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
εξυπηρέτηση πελατώνsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Deve piacerti ascoltare i reclami della gente per lavorare al servizio clienti. |
εξυπηρέτηση πελατών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In questo negozio devo sempre lamentarmi dell'assistenza al cliente. Διαρκώς πρέπει να υποβάλλω παράπονα για την εξυπηρέτηση πελατών σε αυτό το κατάστημα. |
σύστημα υγείαςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alcuni americani sono contrari all'idea di avere un servizio sanitario come quello britannico. |
φωτογράφισηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραφείο εξυπηρέτησης
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τηλεφώνημα για να ξυπνήσει κάποιον(servizio telefonico) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμβουλευτική υπηρεσίαsostantivo maschile |
μεταβίβαση κλήσηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμβουλευτική υπηρεσίαsostantivo maschile (ψυχολογία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
στενός χώρος σε κτίρια που δίνει πρόσβαση στα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ.
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αντιπρόσωπος τμήματος εξυπηρέτησης πελατών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπηρεσία παράδοσηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il negozio fornisce ancora il servizio gratuito di consegna a domicilio. Το κατάστημα ακόμα προσφέρει δωρεάν κατ' οίκον παράδοση. |
όλο το πακέτο(figurato) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sapevo che non avrei mangiato per il resto della giornata e allora mi sono concesso il "servizio completo": salsiccia, pancetta, uova fritte, funghi e pomodori. |
καθαριστήριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συνεργείο καθαρισμούsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μνημόσυνοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σύστημα δημόσιας υγείας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'anno scorso i tagli alla spesa hanno avuto un forte impatto sulla sanità pubblica. |
κόστος υπηρεσίαςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παροχή υπηρεσιώνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συμφωνία επιπέδου παροχής υπηρεσιώνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάροχος υπηρεσιών διαδικτύουsostantivo maschile (informatica) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αξιωματούχοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
αποζημίωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non ho neanche ricevuto la buonuscita quando sono stato licenziato. |
δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψηsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπηρεσία απομάκρυνσης οχημάτων
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
takeawaysostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Siamo andati in un ristorante cinese take-away per prendere del cibo da asporto. Πήγαμε σε ένα κινέζικο takeaway για να πάρουμε φαγητό. |
εξυπηρέτηση μετά την πώληση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τουαλέταsostantivo maschile (χώρος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπηρεσία τροφοδοσίας, υπηρεσία cateringsostantivo maschile (fornitura pasti per eventi) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
βενζινάδικοsostantivo femminile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του servizi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του servizi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.