Τι σημαίνει το seguente στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης seguente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seguente στο Ιταλικό.

Η λέξη seguente στο Ιταλικό σημαίνει η συνέχεια, επόμενος, επόμενος, επόμενος, επόμενος, ακόλουθος, ακόλουθος, επόμενος, ως εξής, επακόλουθο, επόμενος, ακόλουθος, επακόλουθος, ακόλουθος, διαδοχικός, διαδοχικός, επόμενος, ακόλουθος, επόμενος, που επακολουθεί, που ακολουθεί, επόμενος, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, ακολουθώ, ελέγχω, ακολουθώ, παραμένω, ακολουθώ, παρακολουθώ, ακολουθώ, προσέχω, ακολουθώ, ακολουθώ, ερευνώ, εξετάζω, ακολουθώ, ακολουθώ, ακολουθώ τα ίχνη, ακολουθώ τα ίχνη, ακολουθώ, ακολουθώ, κάνω, ακολουθώ, παρακολουθώ, παρακολουθώ, καταλαβαίνω, καλύπτω, ακολουθώ, ακολουθώ, παρακολουθώ την πρόοδο, που ακολούθησε, που προέκυψε, χάνω, επιβλέπω, εποπτεύω, κάλυψη, ακολουθώ, επακολουθώ, ακολουθώ, καταδιώκω, επακολουθώ, ακολουθώ, εντοπίζω, υπακούω σε κτ, υποτάσσομαι σε κτ, ακολουθώ, τηρώ, ακολουθώ, συνοδεύω, ακολουθώ, τηρώ, υιοθετώ, ακολουθώ, καθοδηγώ, κατευθύνω, παίρνω, ακολουθώ, έπομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης seguente

η συνέχεια

επόμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Θα βοηθήσω τον επόμενο στη σειρά.

επόμενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La cosa successiva da fare dopo aver raccolto la legna per il fuoco è metterla tutta in un luogo asciutto.
Το επόμενο πράγμα που πρέπει να κάνουμε αφού μαζέψουμε ξύλα για τη φωτιά, είναι να τα βάλουμε σε ένα στεγνό μέρος.

επόμενος

(nel futuro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prenderemo il prossimo aereo.
Θα πάρουμε το επόμενο αεροπλάνο.

επόμενος, ακόλουθος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il prossimo programma è offerto dal nostro sponsor.
Το επόμενο (or: ακόλουθο) πρόγραμμα είναι μια ευγενική προσφορά του χορηγού μας.

ακόλουθος, επόμενος

aggettivo (στη σειρά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ως εξής

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le istruzioni sono le seguenti: "Rimuovere il coperchio, bere il caffè".
Οι οδηγίες είναι οι εξής: «Αφαιρέστε το καπάκι, πιείτε τον καφέ».

επακόλουθο

sostantivo maschile

επόμενος, ακόλουθος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La chiamata di Edward aveva scombussolato Mary, che non riuscì a pensare ad altro nei giorni seguenti.

επακόλουθος, ακόλουθος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dopo le violente piogge e le successive inondazioni era bello tornare finalmente alla normalità.
Μετά τις έντονες βροχοπτώσεις και τις επακόλουθες (or: ακόλουθες) πλημμύρες, ήταν ωραία που τα πράγματα επανήλθαν στο φυσιολογικό.

διαδοχικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le performance successive saranno caratterizzate ognuna dalle opere di un singolo compositore, il primo dei quali sarà Beethoven.

διαδοχικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per diventare un investigatore devi prima fare una serie di esami consecutivi.

επόμενος, ακόλουθος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La presentazione successiva si focalizzerà sugli nuovi sviluppi della medicina.

επόμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un aggiornamento successivo riportava che c'erano altre vittime.
Ένα επόμενο δελτίο ανέφερε ότι υπήρχαν και άλλοι θάνατοι.

που επακολουθεί, που ακολουθεί

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επόμενος

aggettivo (αυτός που ακολουθεί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era ribelle in gioventù, ma si è calmato negli anni successivi.

ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου

(imitare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante di fitness volle che lo seguissimo negli esercizi.

ακολουθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (andare dietro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha seguito la moglie dentro casa.
Ακολούθησε τη γυναίκα του μέσα στο σπίτι.

ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La lettera Q segue la P nell'alfabeto inglese.

παραμένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mentre cammini in campagna, segui il sentiero.

ακολουθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (andare lungo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Segui la strada fino ad arrivare all'ufficio postale.
Ακολούθησε τον δρόμο μέχρι να φτάσεις στο ταχυδρομείο.

παρακολουθώ, ακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il gatto seguì il topo.
Η γάτα παρακολουθούσε το ποντίκι.

προσέχω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha detto agli studenti di seguire attentamente le sue istruzioni mentre conduceva l'esperimento.

ακολουθώ

verbo intransitivo (camminare dietro a [qlcn])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ακολουθώ

(figurativo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Segue il suo cuore ovunque lo porti.
Ακολουθεί την καρδιά του, όπου τον οδηγεί.

ερευνώ, εξετάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia sta seguendo alcuni indizi nella caccia al sospetto.
Η αστυνομία ερευνά αρκετά στοιχεία στην αναζήτηση του υπόπτου.

ακολουθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (guida, istruzioni)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seguendo la cartina, l'albergo dovrebbe essere all'angolo della prossima traversa a destra.
Σύμφωνα με το χάρτη, το ξενοδοχείο θα πρέπει να είναι στη γωνία του επόμενου δρόμου στα δεξιά.

ακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovresti seguire questo consiglio.
Πρέπει να ακούς τις συμβουλές του.

ακολουθώ τα ίχνη

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I cacciatori avevano seguito le tracce del cinghiale per ore.

ακολουθώ τα ίχνη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli indigeni possono seguire un animale per miglia.

ακολουθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vado per primo, tu seguimi.

ακολουθώ

verbo intransitivo (venire dopo in successione)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quello che segue è un esempio di come non si deve procedere.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (corso)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho deciso di seguire francese il prossimo semestre.

ακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nell'alfabeto cirillico la B viene dopo la A.

παρακολουθώ

(sorvegliare, pedinare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'hanno seguita passo passo.

παρακολουθώ

(interessarsi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Segui lai politica?

καταλαβαίνω

(un ragionamento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Riesci a seguire cosa sto dicendo?

καλύπτω

(giornalismo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha seguito la Casa Bianca per il giornale per due anni.

ακολουθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alina ha seguito attentamente il modello nel lavorare a maglia il pullover.

ακολουθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (guida infrarossa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρακολουθώ την πρόοδο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le infermiere osservarono attentamente i suoi progressi, durante il ricovero dopo l'intervento.

που ακολούθησε, που προέκυψε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Erano stati dati i suggerimenti, ma non sono mai stati rispettati.

χάνω

(figurato) (μτφ, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi sto perdendo. Puoi ripeterlo più lentamente?
Με έχασες. Μπορείς να το πεις άλλη μια φορά πιο αργά;

επιβλέπω, εποπτεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha monitorato le elezioni in Argentina.

κάλυψη

(giornalismo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quella stazione radio è la migliore per come segue i problemi dell'istruzione.
Εκείνος ο ραδιοφωνικός σταθμός προσφέρει την καλύτερη κάλυψη σε εκπαιδευτικά θέματα.

ακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Io apro un passaggio attraverso la giungla e tu stai dietro.

επακολουθώ, ακολουθώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La protesta stava diventando violenta e la polizia temeva che sarebbero seguiti dei disordini.
Η διαδήλωση εξελίσσονταν βίαια και η αστυνομία ανησυχούσε πως μπορεί να ακολουθούσαν ταραχές.

καταδιώκω

(για σύλληψη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agente di polizia insegue il ladro per la strada.
Ο αστυνομικός καταδιώκει τον κλέφτη κατά μήκος του δρόμου.

επακολουθώ, ακολουθώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La discussione che seguì dopo la riunione durò per più di un'ora.
Η διαφωνία που ακολούθησε μετά τη συνάντηση συνεχίστηκε για πάνω από μια ώρα.

εντοπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia sta cercando di rintracciare i testimoni dell'incidente.
Η αστυνομία προσπαθεί να εντοπίσει μάρτυρες του ατυχήματος.

υπακούω σε κτ, υποτάσσομαι σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

Ogni cosa nell'universo rispetta le leggi della fisica.
Τα πάντα στο σύμπαν υπακούνε στους νόμους της φυσικής.

ακολουθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo hanno seguito fino a casa.

τηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il piano funzionerà se lo seguiamo fedelmente.
Όσο σκληρά κι αν προσπαθήσουμε, είναι δύσκολο να τηρήσουμε τη δίαιτα και να χάσουμε κιλά. Αυτό το σχέδιο θα λειτουργήσει αν το τηρήσουμε.

ακολουθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mio fratellino voleva sempre seguirmi.
Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί.

συνοδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando vado al mercato la mia sorellina mi viene sempre dietro.

ακολουθώ

(informale: seguire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi è stato attaccato tutto il giorno.

τηρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αν δεν τηρείς τους κανόνες, θα μπεις σε μπελάδες.

υιοθετώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La commissione ha adottato immediatamente la proposta.
Η επιτροπή υιοθέτησε την πρόταση αμέσως.

ακολουθώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nell'alfabeto, la B viene dopo la A.
Στην αλφαβήτα το γράμμα Β ακολουθεί το γράμμα Α.

καθοδηγώ, κατευθύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il supervisore stava istruendo un apprendista sul funzionamento del macchinario.
Ο υπεύθυνος καθοδηγούσε έναν εκπαιδευόμενο στο χειρισμό ενός μηχανήματος.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovremmo lasciare che gli eventi seguano il proprio corso.
Ας αφήσουμε απλά τα γεγονότα να πάρουν το δρόμο τους.

ακολουθώ, έπομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dopo la lettera S, la T è la seguente nell'alfabeto inglese.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seguente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.