Τι σημαίνει το fico στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fico στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fico στο Ιταλικό.

Η λέξη fico στο Ιταλικό σημαίνει σύκο, συκιά, απίθανος, τέλειος, συκιά, τσίφτικος, μούρλια, μέγκλα, εξαιρετικός, ωραίος, όμορφος, κόμματος, γαμάτος, τέλειος, υπέροχος, φοβερός, υπέροχος, καταπληκτικός, τρομερός, γαμάτος, κουλ, γαμάτος, κούκλος, κούκλος, ούτε στο ελάχιστο, απίστευτος, τρομερός, απίθανος, θεϊκός, σέξυ, φοβερός, απίθανος, τέλειος, καλό παιδί, φύλλο συκιάς, φραγκόσυκο, δεν δίνω μία, δεν μου καίγεται καρφάκι, δεν δίνω δεκάρα, έχω στυλ, τέλεια, φανταστικά, φύλλο συκής, ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!, τέλεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fico

σύκο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quando è andato in Montenegro, Larry ha mangiato per la prima volta un fico fresco.
Ο Λάρρυ έφαγε φρέσκο σύκο για πρώτη φορά όταν επισκέφτηκε το Μαυροβούνιο.

συκιά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jim ha piantato un fico nella sua serra.

απίθανος, τέλειος

aggettivo (colloquiale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quel film è fico, devi vederlo!

συκιά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il fico è, di per sé, un bellissimo albero, anche prima di produrre quei fiori che diverranno poi dei fichi.

τσίφτικος, μούρλια, μέγκλα

aggettivo (colloquiale) (υπέροχος, αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È stato un evento davvero fico.

εξαιρετικός

aggettivo (colloquiale, figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ωραίος, όμορφος

aggettivo (colloquiale, volgare)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Zach era parecchio figo quando era giovane.

κόμματος

sostantivo maschile (colloquiale: uomo attraente) (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Scott è davvero un figo!

γαμάτος

(colloquiale) (αργκό, χυδαίο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quelle montagne russe sono state fichissime!
Εκείνο το τραινάκι στο λούνα παρκ ήταν γαμάτο!

τέλειος, υπέροχος

(gergale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ti comprerai un'auto nuova di zecca per il compleanno? Fichissimo, amico!
Θα σου κάνουν δώρο ένα ολοκαίνουριο αυτοκίνητο για τα γενέθλιά σου; Φίλε, αυτό είναι τέλειο (or: φοβερό)!

φοβερός, υπέροχος, καταπληκτικός, τρομερός

aggettivo (colloquiale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cavolo, è proprio fico! Mi piace davvero.

γαμάτος

(colloquiale) (αργκό, χυδαίο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουλ

aggettivo (colloquiale) (καθομιλουμένη)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Quel tipo pensa di essere figo con i suoi occhiali da sole di marca.

γαμάτος

aggettivo (gergale) (αργκό, χυδαίο: υπέροχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per i ragazzi quella nuova moda era fighissima.
Οι νεαροί αποφάσισαν ότι το νέο τους στυλ ήταν γαμάτο (or: σούπερ)!

κούκλος

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Hai visto il nuovo fidanzato di Elaine? È proprio attraente!

κούκλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ούτε στο ελάχιστο

(al negativo)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

απίστευτος, τρομερός, απίθανος, θεϊκός

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La banda si esibì in un concerto fantastico, che fece colpo su tutti i critici.

σέξυ

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È molto attraente, non pensi?
Είναι και πολύ σέξυ! Δεν συμφωνείς;

φοβερός, απίθανος, τέλειος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Randall ha appena comprato una macchina stupenda.

καλό παιδί

(colloquiale) (καθομιλουμένη)

Lo scorso fine settimana alla festa ho incontrato Joe. È proprio un bel tipo!

φύλλο συκιάς

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φραγκόσυκο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fai molta attenzione quando raccogli i fichi d'India.

δεν δίνω μία, δεν μου καίγεται καρφάκι, δεν δίνω δεκάρα

verbo intransitivo (idiomatico) (μεταφορικά, καθομ: για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω στυλ

(καθομιλουμένη)

τέλεια, φανταστικά

(colloquiale)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

φύλλο συκής

sostantivo femminile (figurato: paravento, copertura)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ωραία!, τέλεια!, άψογα!, καλό!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Hai una nuova macchina? Fantastico!
Πήρες καινούριο αυτοκίνητο; Φίνα!

τέλεια

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Verrete tutti e due? Fantastico!

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fico στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.