Τι σημαίνει το mescolare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mescolare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mescolare στο Ιταλικό.

Η λέξη mescolare στο Ιταλικό σημαίνει ανακατεύω, αναμιγνύομαι, μπερδεύομαι, ανακατεύω, προπαρασκευάζω, παρασκευάζω, ανακατεύω, ανακατεύω, παρασκευάζω, ανακατεύω, κάνω ομελέτα, συγχωνεύω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω, ανακατεύω, ενώνω, ανακατεύω κτ με κτ, κουνάω, αναμειγνύω, πλέκω, μπλέκω, ενώνω, συγχωνεύω, συνδυάζω, μπερδεύω, απαλό ανακάτεμα, ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω, ανακατεύω, αναδεύω, ανακατεύω, ανακατεύω, ανακατεύω, μπερδεύω, συνδυάζω, ανακατεύω, ανακατεύω, ανακατεύω, μπερδεύω, σβήνω κτ με κτ, μπλέκω, μπερδεύω, ανακατεύω, συνδυάζω κτ με κτ, ενώνω, συνδυάζω, αναμειγνύω, ανακατεύω, αναμειγνύω, ανακατεύω, αναμειγνύω, ανακατεύω, μπολ ανάμιξης, μπολ ανάμειξης, ανακατεύω τράπουλα/χαρτιά, ανακατεύω, ανακατεύω,συνδυάζω, αναμειγνύω, ανακατεύω κτ με κτ, αναμιγνύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ, συνδυάζω, ενώνω, ανακατεύω, δημιουργώ μουσικό mashup, δημιουργώ mashup, ανακατεύω, αναμιγνύω, συνδυάζω κτ με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mescolare

ανακατεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ricetta dice di mescolare gli ingredienti finché il burro non si è amalgamato.
Η συνταγή λέει να ανακατέψεις τα συστατικά μέχρι να απορροφηθεί το βούτυρο.

αναμιγνύομαι, μπερδεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανακατεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mescola tutti gli ingredienti con un cucchiaio.
Ανακατέψτε όλα τα υλικά μ' ένα κουτάλι.

προπαρασκευάζω, παρασκευάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La strega mescolò una pozione per trasformare l'uomo in una rana.

ανακατεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακατεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mescola la farina con l'uovo e il latte fino a ottenere un impasto omogeneo.

παρασκευάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (με ανάμειξη συστατικών)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Unite i due liquidi e mescolate bene il composto risultante.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα φτιάξω μερικά μιλκ σέικ φράουλα.

ανακατεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La ricetta dice di mescolare per due minuti.

κάνω ομελέτα

verbo transitivo o transitivo pronominale (cucina)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tina ruppe le uova nella padella e le strapazzò.
Η Τίνα έσπασε τα αυγά, τα έριξε στο τηγάνι και έκανε ομελέτα.

συγχωνεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I produttori di vino hanno unito il Merlot e il Cabernet Sauvignon nella loro nuova miscela.

ανακατεύω, αναμειγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Βάλε το βούτυρο που έχει μαλακώσει σε ένα μπολ και ανακάτεψε αργά τη ζάχαρη.

αναμιγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se si mescolano il giallo e il blu si ottiene il verde.

ανακατεύω, ενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακατεύω κτ με κτ

Nel suo dipinto l'artista ha mescolato verde e blu.

κουνάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mescola i dadi e buttali.

αναμειγνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλέκω, μπλέκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Daniella intrecciò le dita con le sue.

ενώνω, συγχωνεύω, συνδυάζω

(κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ottone si ottiene amalgamando rame e zinco.

μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il panettiere ha mischiato il sale e lo zucchero e per questo la torta è venuta fuori immangiabile.

απαλό ανακάτεμα

(cucina) (μαγειρική)

Il mescolamento non deve essere rapido, altrimenti la torta non sarà leggera e morbida.

ανακατεύω, αναμιγνύω, αναμειγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πρώτα, ανακάτεψε τα υλικά με ένα σύρμα.

ανακατεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναδεύω, ανακατεύω

(κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πρέπει να αναδεύσεις το φάρμακο πριν το πιεις.

ανακατεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακατεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mescolate gli ingredienti per ottenere una pastella omogenea.
Ανακάτεψε τα υλικά για να φτιάξεις ένα λείο κουρκούτι.

μπερδεύω

(fatti, contenuti, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

συνδυάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La dottoressa Johnson ha mescolato la sua lezione su Schubert con un po' della sua musica.

ανακατεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (carte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La persona che dava le carte mescolò il mazzo.
Αυτός που μοίραζε ανακάτεψε την τράπουλα.

ανακατεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen versò il condimento sull'insalata e la mescolò.
Η Κάρεν έριξε τη σάλτσα πάνω στη σαλάτα και την ανακάτεψε.

ανακατεύω, μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Κάποιος ανακάτεψε τα αρχεία και έτσι δε μπορώ να βγάλω άκρη.

σβήνω κτ με κτ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (χρώμα, σταδιακά)

Mescola la vernice blu con quella verde utilizzando un pennello morbido.
Σβήσε το μπλε με το πράσινο χρησιμοποιώντας ένα μαλακό πινέλο.

μπλέκω, μπερδεύω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avete confuso i vostri argomenti, ora nessuno riesce più a seguirvi.
Μπέρδεψες τα στοιχεία σου, κανείς δε μπορεί να σε παρακολουθήσει πια.

ανακατεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per cortesia non mi mettere in disordine la scacchiera.
Σε παρακαλώ μην ανακατέψεις τα πιόνια απ' το σκάκι μου.

συνδυάζω κτ με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

Il direttore ha mischiato realtà e finzione per creare un messaggio molto potente.

ενώνω, συνδυάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nella lavorazione della plastica vengono miscelati vari materiali.

αναμειγνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (calce, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'operaio ha mescolato la malta di calce col cemento.

ανακατεύω, αναμειγνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo mischiato vernice rossa e gialla per fare la vernice arancione.
Ανακατέψαμε (or: αναμείξαμε) κόκκινη και κίτρινη μπογιά για να φτιάξουμε πορτοκαλί μπογιά.

ανακατεύω, αναμειγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mescolare il burro e lo zucchero, quindi aggiungere le uova.
Ανακατέψτε (or: αναμείξτε) το βούτυρο με τη ζάχαρη και προσθέστε τα αυγά.

ανακατεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι, κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Unire gli ingredienti umidi a quelli secchi e mescolare bene.

μπολ ανάμιξης, μπολ ανάμειξης

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανακατεύω τράπουλα/χαρτιά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανακατεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Emma mischiò le carte e le distribuì.

ανακατεύω,συνδυάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mescolando il blu e il rosso si ottiene il viola.

αναμειγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακατεύω κτ με κτ, αναμιγνύω κτ με κτ, αναμειγνύω κτ με κτ

Η Τζούλια ανακάτεψε τα αυγά με λίγο γάλα.

συνδυάζω, ενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il gioielliere ha fuso l'oro con l'argento per creare un bracciale meno costoso.

ανακατεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δημιουργώ μουσικό mashup, δημιουργώ mashup

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανακατεύω, αναμιγνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si può mescolare la farina con un po' d'acqua per ottenere la colla.

συνδυάζω κτ με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Il color verde si ottiene mescolando il blu con il giallo.
Το χρώμα πράσινο είναι συνδυασμός του μπλε και του κίτρινου.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mescolare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.