Τι σημαίνει το rimuovere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rimuovere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rimuovere στο Ιταλικό.
Η λέξη rimuovere στο Ιταλικό σημαίνει αποκόπτω, σκουπίζω, αφαιρώ, εξορίζω, απομακρύνω, διώχνω, σουρώνω, φιλτράρω, ξεφορτώνομαι,απορρίπτω, πετάω, απομακρύνω, παραγκωνίζω, διώχνω, απομακρύνω, αφαιρώ, απομακρύνω, βγάζω, τραβάω, αφαιρώ, βγάζω ταπετσαρία, σηκώνω, παίρνω, μαζεύω, αφαιρώ, τραβάω, βγάζω, απολύω, βγάζω, μπλοκάρω, εμποδίζω, αποφεύγω, αφήνω πίσω, απωθώ, αφαιρώ, απομακρύνω, ξεπλένω, διώχνω, αφαιρώ, απομακρύνω, απαλλάσσω από τα καθήκοντά του, εκπαραθυρώνω, προσπερνώ, σκουπίζω κτ με το χέρι, αφαιρώ, βγάζω, αφαιρώ, αφαιρώ, διαγράφω, σβήνω, διαγράφω, σβήνω, μαζεύω, πετάω, ξεφορτώνομαι, ξεφορτώνομαι,απορρίπτω, πετάω, σκουπίζω, αφαιρώ, βγάζω, καθαρίζω, αφαιρώ, απομακρύνω, βγάζω, βγάζω, αφαιρώ, ξύνω κτ από κτ, αποσύρω, σκουπίζω, ξεχορταριάζω, αναφαίρετος, αναπόσπαστος, αποστραγγίζω, καθαρίζω από νεκρά άνθη, ξεκαρφιτσώνω, διαγράφω, βγάζω το φίμωτρο από κπ/κτ, βγάζω τον επίδεσμο, ξεπακετάρω, ξύνω, ξεβιδώνω, αγνοώ, αφαιρώ με τη χτένα, καταργώ σταδιακά, καταργώ βαθμιαία, τινάζω κτ από κτ, διαγράφω, ξεγράφω, αφαιρώ τους κοριούς, αφαιρώ το εξωτερικό του φλοιού, απομακρύνω, απολύω, απομακρύνω, διαγράφω, αφαιρώ κτ από κτ, αφαιρώ, διαγράφω, ξεγράφω, ξεχορταριάζω, αφαιρώ, διαγράφω κτ από κτ, σβήνω κτ από κτ, βγάζω, βγάζω, αφαιρώ, βγάζω το κουκούτσι, καθαρίζω την πλάκα, αφαιρώ την πλάκα, ξύνω, αφαιρώ το κοτσάνι, απομακρύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rimuovere
αποκόπτω(con una lama) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per riparare il tavolo ho dovuto rimuovere il piallaccio danneggiato e sostituirlo con un nuovo pezzo delle stesse dimensioni. |
σκουπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (που πλεονάζει, που είναι περιττό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξορίζω(άνθρωπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La carestia ha rimosso interi villaggi. |
απομακρύνω, διώχνω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alcuni abusano di alcol o droghe per rimuovere i brutti ricordi. Μερικοί άνθρωποι κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ για να κρατήσουν μακριά τις δυσάρεστες αναμνήσεις. |
σουρώνω, φιλτράρωverbo transitivo o transitivo pronominale (tramite filtraggio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεφορτώνομαι,απορρίπτω, πετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fu costretto a rimuovere i commenti terribili che aveva sentito sul suo amico. |
απομακρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (licenziare, destituire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È stato sorpreso a rubare ed è stato subito rimosso dal suo incarico. |
παραγκωνίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διώχνω, απομακρύνω(da incarico, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι επαναστάτες έκαναν αγώνα για να διώξουν (or: απομακρύνουν) τον βασιλιά. |
αφαιρώ, απομακρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tony aveva difficoltà a rimuovere un pezzo di popcorn dai denti. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dentista rimosse il dente cariato. |
τραβάω(strati, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφαιρώ, βγάζω ταπετσαρία
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σηκώνω, παίρνω, μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (veicoli) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το αμάξι ήταν παρκαρισμένο παράνομα κι έτσι το σήκωσε η Τροχαία. |
αφαιρώ, τραβάω, βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απολύω(lavoro) (κπ από κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marco è stato allontanato dall'esercito a causa degli errori da lui commessi. Ο Μάρκο απολύθηκε από τον στρατό εξαιτίας των λαθών που έκανε. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bisogna rimuovere la capsula di stagnola prima di aprire la bottiglia di vino. |
μπλοκάρω, εμποδίζω, αποφεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cercava di rimuovere il ricordo del suo assassinio. Εκείνη προσπάθησε να αποφύγει την ανάμνηση της δολοφονίας του. |
αφήνω πίσωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) L'autore rimuove gli strati di ipocrisia per rivelare la verità sulla società educata del XIX° secolo. |
απωθώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Credo di avere rimosso molti brutti ricordi della mia infanzia. Νομίζω ότι έχω απωθήσει πολλές οδυνηρές αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία. |
αφαιρώ, απομακρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo che i pulitori ebbero rimosso la macchia di vino, la poltrona tornò a sembrare nuova. Μόλις το συνεργείο καθαρισμού απομάκρυνε (or: αφαίρεσε) τον λεκέ του κρασιού, ο καναπές έδειχνε και πάλι σαν καινούριος. |
ξεπλένω(αυτό που έχει λερωθεί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Μάρκ καθάρισε τη σοκολάτα από το πρόσωπο της κόρης του. |
διώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: licenziare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando è subentrato il nuovo capo mio nonno è stato rimosso dal suo incarico. Ο παππούς μου αποπέμφθηκε από τη δουλειά του, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του το καινούργιο αφεντικό. |
αφαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo eliminare questo passaggio del procedimento per renderlo più semplice. Πρέπει να βγάλουμε αυτό το κομμάτι της διαδικασίας προκειμένου να την κάνουμε ευκολότερη. |
απομακρύνω(da incarico) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il senatore è stato rimosso dal suo incarico dopo essere stato dichiarato colpevole di corruzione. |
απαλλάσσω από τα καθήκοντά τουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il giudice ha esonerato uno dei membri della giuria perché conosceva l'imputato. |
εκπαραθυρώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il politico è stato rimosso dall'incarico di leader del partito. |
προσπερνώ(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Προσπέρασε την επιφάνεια και δες τη ρίζα του προβλήματος. |
σκουπίζω κτ με το χέρι(di lacrime) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) James asciugò le lacrime e iniziò a sorridere. Ο Τζέιμς σκούπισε με το χέρι τα δάκρυά του και χαμογέλασε. |
αφαιρώ, βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo usare la pulitrice a sabbia per scrostare tutta quella vernice. |
αφαιρώ(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I censori taglieranno tutti i riferimenti ai libri proibiti quando rivedranno questo articolo. |
αφαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John ha staccato il talloncino in calce alla lettera e l'ha rispedito indietro insieme al pagamento. |
διαγράφω, σβήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le onde avevano rimosso il messaggio scritto nella sabbia. |
διαγράφω, σβήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La corte fu d'accordo nel cancellare l'incidente dalla fedina di William. |
μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (raschiando con una spatola o simile) (με το φτυάρι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giardiniere usò la paletta per togliere il macello che il cane aveva lasciato sul prato. |
πετάω, ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo il funerale, avevamo un sacco di roba di cui disfarci. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά την κηδεία έχουμε να πετάξουμε ένα κάρο πράγματα από το σπίτι. |
ξεφορτώνομαι,απορρίπτω, πετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho rimosso la pelle morta con un spazzola per il corpo. Ξεφορτώθηκα τα νεκρά κύτταρα με μια βούρτσα για το δέρμα. |
σκουπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (sfregando con spugna, panno ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono riusciti a rimuovere i graffiti con una spugna bagnata. Κατάφεραν να βγάλουν το γκράφιτι με ένα βρεγμένο σφουγγάρι. |
αφαιρώ, βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima di mettere la nuova carta da parati devo strappare via quella vecchia dal muro. |
καθαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante cancellò la lavagna. Ο δάσκαλος έσβησε τον πίνακα. |
αφαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (από λίστα ή συλλογή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È questa la lista degli invitati? Togli Kim; ha un impegno quel fine settimana e non può venire. |
απομακρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa è una rivista per tutta la famiglia; ecco perché i redattori rimuovono il linguaggio offensivo. Αυτό είναι ένα περιοδικό για ολόκληρη την οικογένεια και γι' αυτό οι επιμελητές μας αφαιρούν τις προσβλητικές λέξεις. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (macchie, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ogni sera Phoebe toglie il trucco dal suo viso con oli naturali. Η Φοίβη αφαιρεί κάθε νύχτα το μακιγιάζ της με φυσικά έλαια. |
βγάζω, αφαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante prese il cancellino della lavagna e cancellò ciò che aveva scritto. |
ξύνω κτ από κτ(με εργαλείο) Ο Χάρυ έξυσε την παλιά μπογιά από την πόρτα πριν εφαρμόσει την καινούρια. |
αποσύρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno dovuto ritirare (or: rimuovere) il prodotto dal mercato. Αναγκάστηκαν να αποσύρουν το προϊόν από την αγορά. |
σκουπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha spazzato via le briciole dal davanti della maglia. Σκούπισε τα ψίχουλα από το μπροστινό μέρος του πουκαμίσου του. |
ξεχορταριάζω(erbacce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agricoltore stava estirpando le erbacce quando la zappa gli cadde di mano. |
αναφαίρετος, αναπόσπαστος(δεν αφαιρείται) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αποστραγγίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθαρίζω από νεκρά άνθηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκαρφιτσώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω το φίμωτρο από κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγάζω τον επίδεσμοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεπακετάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεβιδώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αγνοώverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il volume della musica era talmente forte che ho dovuto rimuovere mentalmente quel frastuono per riuscire a lavorare un po'. |
αφαιρώ με τη χτέναverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταργώ σταδιακά, καταργώ βαθμιαίαverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι από κάτι) La compagnia aerea sta eliminando questo aereo dalla sua flotta. |
τινάζω κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale |
διαγράφω, ξεγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (da un'iscrizione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφαιρώ τους κοριούςverbo transitivo o transitivo pronominale (spionaggio) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una volta conclusa l'operazione, la CIA ha rimosso le cimici dalla stanza. |
αφαιρώ το εξωτερικό του φλοιού(δέντρο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απομακρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ditta di pulizie ha tolto tutta la sporcizia dalla casa. Η εταιρεία καθαρισμού απομάκρυνε τα σκουπίδια από το σπίτι. |
απολύωverbo transitivo o transitivo pronominale (incarico, lavoro, ecc.) (κάποιον από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il consiglio ha rimosso Ellen dal suo lavoro di segretaria a causa della sua scarsa puntualità. Το διοικητικό συμβούλιο απέλυσε την Έλεν από τη δουλειά της, ως γραμματέα του σχολείου, λόγω της ασυνέπειας της. |
απομακρύνω(da incarico, ecc.) (κάποιον από κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Της αφαιρέθηκε το αξίωμα επειδή δεχόταν δωροδοκίες. |
διαγράφω(μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando è agitato si dimentica tutto. |
αφαιρώ κτ από κτ(figurato) Gli editor tagliarono dall'articolo tutti i nomi dei minori. |
αφαιρώ(κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha tolto il tegame dal forno. Έβγαλε το ταψί από τον φούρνο. |
διαγράφω, ξεγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (da un'iscrizione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεχορταριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi aiuti a strappare le erbacce in giardino? Μπορείς να με βοηθήσεις να ξεχορταριάσω τον κήπο; |
αφαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Togliendo il prezzo dai nostri conti, la casa è perfetta. Purtroppo però non possiamo permettercela! |
διαγράφω κτ από κτ, σβήνω κτ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (dimenticare) (μεταφορικά) Alison cercò di rimuovere il terribile evento dalla sua memoria. Η Άλισον προσπάθησε να διαγράψει το απαίσιο γεγονός από τη μνήμη της. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (macchie, ecc.) (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per rimuovere le macchie di vino rosso da un tappeto si può usare del vino bianco. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις λευκό κρασί για να βγάλεις τους λεκέδες κόκκινου κρασιού από τα χαλιά. |
βγάζω, αφαιρώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha rimosso i granelli di fango dalla scarpa. Αφαίρεσε την κηλίδα λάσπης από το παπούτσι του. |
βγάζω το κουκούτσιverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη: από κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per prima cosa devi togliere il torsolo della mela. Πρώτα πρέπει να βγάλεις το κουκούτσι από το μήλο. |
καθαρίζω την πλάκα, αφαιρώ την πλάκαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il dentista ha rimosso il tartaro dai denti del paziente. |
ξύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rick grattò via l'etichetta dal barattolo. |
αφαιρώ το κοτσάνιverbo transitivo o transitivo pronominale (από κάτι ή με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Luke rimosse i gambi alle fragole prima di affettarle. |
απομακρύνω(έμφαση στο καθάρισμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rimuovere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του rimuovere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.