Τι σημαίνει το portare via στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης portare via στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του portare via στο Ιταλικό.
Η λέξη portare via στο Ιταλικό σημαίνει απομακρύνω, απάγω, απομακρύνω, απομακρύνω,διώχνω, απομακρύνω, παίρνω σε πακέτο, παραγγέλνω, παίρνω, μετακινώ, κλέβω, τρώω, με παίρνει ο αέρας, μεταφέρω, κουβαλάω, φεύγω με, φεύγω με κτ, απομακρύνω, οδηγώ, καθοδηγώ, πετάω, πετώ, ξεκαθαρίζω, ξεφορτώνομαι, κλειδώνω, κλέβω, αρπάζω, φεύγω, απομακρύνομαι, αποστρέφομαι, φεύγω παίρνοντας μαζί μου, απομακρύνω, αφαιρώ, κλέβω κτ από κπ, αποσπώ με τη βία, ξεκολλάω, αρπάζω, μεταφέρω κπ με το φορείο, βγάζω λαθραία, σε πακέτο, παίρνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης portare via
απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C'era così tanto ciarpame nel garage che ha dovuto noleggiare un furgone per portare via tutto. |
απάγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fu portata via da sconosciuti e non fu mai più vista. Απήχθη από αγνώστους, και δεν την είδαμε ποτέ ξανά. |
απομακρύνω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απομακρύνω,διώχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sicurezza ha portato via il tizio che ha scatenato una rissa. Οι φρουροί απομάκρυναν τον τύπο που έμπλεξε σε καυγά. |
απομακρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (από κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vuoi portare via il cane prima che rompa tutto? Θα πάρεις τον σκύλο από εδώ πριν καταστρέψει τα πάντα; |
παίρνω σε πακέτοverbo transitivo o transitivo pronominale (cibo da asporto) (φαγητό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tutte le pietanze sul menù possono anche essere portate via. |
παραγγέλνωverbo transitivo o transitivo pronominale (cibo da asporto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Compriamo delle patatine da portare via? |
παίρνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si, per favore porta via l'immondizia. |
μετακινώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλέβω, τρώω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sally ha cercato di rubare il ragazzo di Amber ieri sera. |
με παίρνει ο αέραςverbo transitivo o transitivo pronominale (vento) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il telone che ricopriva il nostro tetto è stato portato via dal vento forte. |
μεταφέρω, κουβαλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vento ha trascinato della polvere dalla strada. |
φεύγω μεverbo transitivo o transitivo pronominale I ladri hanno rubato (or: si sono portati via) più di mille dollari. |
φεύγω με κτ(rubare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il ladro è entrato in casa ed è scappato via con tutti i miei gioielli. |
απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
οδηγώ, καθοδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi portare fuori la spazzatura? Μπορείς να πετάξεις τα σκουπίδια; |
ξεκαθαρίζω, ξεφορτώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho portato via tutti i vecchi giocattoli dei bambini e li ho dati in beneficenza. Ξεκαθάρισα όλα τα παλιά παιχνίδια των παιδιών και τα έδωσα σε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα. |
κλειδώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Metti sotto chiave questa scatola di cioccolatini prima che me li mangi tutti! |
κλέβωverbo transitivo o transitivo pronominale (rubare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non aveva i soldi per pagare le caramelle, così se le è prese e via. Δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει το γλυκό και έτσι απλά το έκλεψε. |
αρπάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (rubare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ladro mi ha preso la borsa ed è scappato. Ο ληστής άρπαξε την τσάντα μου και έφυγε τρέχοντας. |
φεύγω, απομακρύνομαι, αποστρέφομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ήταν δύσκολο να απομακρύνω τα βοοειδή από τον χαλασμένο φράκτη. |
φεύγω παίρνοντας μαζί μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'uomo mascherato è scappato con l'argenteria. Ο μασκοφόρος έφυγε παίρνοντας μαζί του τα ασημικά. |
απομακρύνω, αφαιρώ(κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλέβω κτ από κπverbo transitivo o transitivo pronominale |
αποσπώ με τη βία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'agente di polizia riuscì a strappare via la pistola dalla mano del rapinatore. |
ξεκολλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Da quando mio figlio ha ricevuto il suo laptop nuovo, non riesco più a staccarlo da lì davanti! |
αρπάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταφέρω κπ με το φορείοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I medici hanno portato in barella via dal campo il giocatore infortunato. |
βγάζω λαθραία
Στον Νταν άρεσε το ποτήρι της μπύρας και έτσι το έβγαλε έξω λαθραία κάτω από το μπουφάν του. |
σε πακέτοlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo il film abbiamo preso delle cose da asporto dal ristorante cinese. Μετά την ταινία, πήγαμε σε ένα κινέζικο εστιατόριο, για να πάρουμε φαγητό σε πακέτο. |
παίρνω(confiscare) (κάτι από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha preso la rivista allo studente. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του portare via στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του portare via
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.