Τι σημαίνει το ridurre στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ridurre στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ridurre στο Ιταλικό.
Η λέξη ridurre στο Ιταλικό σημαίνει βράζω κτ μέχρι να μείνει..., μειώνω, ελαττώνω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω, ελαττώνω, σμικρύνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, καταντώ κπ να κάνει κτ, απλοποιώ, μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, αφαιρώ από κτ, μειώνω, κατεβάζω, μειώνω, μειώνω τα στρατεύματα, ελαττώνω, μειώνω, αραιώνω, ελαττώνω, μειώνω, μειώνω, περιορίζω, παραγκωνίζω, -, χαμηλώνω, περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω, περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω, μειώνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, περικόπτω, μειώνω, ελαττώνω, απολύω, ρίχνω, κατεβάζω, σμικρύνω, συμπυκνώνομαι, χαλαρώνω, μετριάζω, ολοκληρώνω, τελειώνω, λήγω, χαμηλώνω, μειώνω, περικόπτω, κουρεύω, κόβω, μικραίνω, περιορίζω, αποδεκατίζω, κόβω, συντομεύω, ελαττώνομαι, μειώνομαι, μειώνομαι, ελαττώνομαι, μειώνω, αμβλύνω, μετριάζω, περιορίζω, κονταίνω, περικόπτω, περιορίζω, καταστέλλω, μειώνω, αποκλιμακώνω, μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, μικραίνω, χαμηλώνω, μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, περικόπτω, ελαττώνω, μειώνω, συμπιέζω, συμπυκνώνω, λεπταίνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, μικραίνω, συμπιέζω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω, ελαττώνω, συνοψίζω, ελαττώνω, μειώνω, μειώνω, προκαλώ βλάβη σε κτ, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, υποβιβάζω κτ σε κτ, υποβαθμίζω κτ σε κτ, διαλύω κτ σε κτ, συμπυκνώνω κτ σε κτ, υποβιβάζω κτ/κπ σε κτ, υποβαθμίζω κτ/κπ σε κτ, το παίζω εκ του ασφαλούς, ελαχιστοποιώ, μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμα, ρίχνω τις τιμές, σκίζω, δεν χτυπάω με δύναμη, περιορίζομαι, κάνω οικονομία, περικόπτω έξοδα, κόβω δαπάνες, κόβω έξοδα, ξεστοκάρω, κάνω ησυχία, υποδουλώνω, σκλαβώνω, απανθρακώνω, αποτεφρώνω, πολτοποιώ, ξετινάζω, μειώνω κτ σε κτ, περιορίζω, ελαττώνω, μειώνω, μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω, κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, καθιστώ λιγότερο επιβλαβές, καίω ολοσχερώς, μειώνω, κατεβάζω την τιμή, υποβαθμίζω, υποβιβάζω, οδηγώ κτ στη φτώχεια, περιορίζω σταδιακά κτ, ελασματοποιώ, υποβαθμίζω, ξετινάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ridurre
βράζω κτ μέχρι να μείνει...verbo transitivo o transitivo pronominale (cibi cotti) (πχ μισό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ridurre il vino facendolo bollire in una padella. |
μειώνω, ελαττώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ora che Trevor ha perso il lavoro deve ridurre le sue uscite mensili. Τώρα που ο Τρέβορ έχασε τη δουλειά του, πρέπει να περιορίσει τα μηνιαία έξοδά του. |
μειώνω, ελαττώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La banca ha ridotto il tasso di interesse del nostro mutuo. |
μειώνω, ελαττώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La fabbrica dovette ridurre il personale a causa della mancanza di domanda per il prodotto. Το εργοστάσιο έπρεπε να μειώσει (or: ελαττώσει) το προσωπικό του εξαιτίας της έλλειψης ζήτησης για τα προϊόντα του. |
σμικρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo rimpicciolire questo poster A3 per adattarlo a un foglio A4. Θα πρέπει να κάνω σμίκρυνση σε αυτή την αφίσα Α3 για να χωρέσει σε χαρτί Α4. |
μειώνομαι, ελαττώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Negli ultimi anni il numero di visitatori in questa città è diminuito. |
καταντώ κπ να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απλοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (matematica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si può ridurre (or: semplificare) la frazione 5/10 a 1/2. |
μειώνω, ελαττώνω, περιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se non riesci a smettere di fumare potresti almeno cercare di ridurre. Αν δεν μπορείς να κόψεις τελείως το κάπνισμα προσπάθησε τουλάχιστον να το μειώσεις. |
αφαιρώ από κτverbo transitivo o transitivo pronominale Un graffio nella tela riduceva enormemente il valore del dipinto. |
μειώνω(σταδιακά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατεβάζω, μειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (prezzi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non hanno ridotto i prezzi; li lasciano ancora troppo alti. Δεν κατεβάζουν τις τιμές. Είναι ακόμα υπερβολικά υψηλές. |
μειώνω τα στρατεύματαverbo transitivo o transitivo pronominale (truppe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ελαττώνω, μειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tempo non ridurrà la nostra amicizia. Ο χρόνος δεν θα σβήσει τη φιλία μας. |
αραιώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο κηπουρούς αραίωσε τα φιντάνια. |
ελαττώνω, μειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω, περιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando la squadra ha deciso di ridurre la lista tutti erano arrabbiati. Όταν αποφασίστηκε να περιοριστεί το ρόστερ της ομάδας, όλοι αναστατώθηκαν. |
παραγκωνίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
-verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Abbiamo ridotto il bagaglio ad una valigia ciascuno. Μειώσαμε τις αποσκευές μας σε μία ο καθένας. |
χαμηλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il meteorologo ha ridotto la previsione da tempesta a forte vento. Το δελτίο καιρού κατέβασε την πρόβλεψη από θύελλα σε καταιγίδα. |
περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda deve ridursi per poter continuare a lavorare. |
περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ολοκληρώνω, τελειώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περικόπτω, μειώνω, ελαττώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (costi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I tagli del budget hanno costretto l'azienda a ridurre le spese. |
απολύωverbo transitivo o transitivo pronominale (posti di lavoro) (εργαζομένους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda è stata costretta a tagliare molte posizioni che una volta erano considerate vitali. |
ρίχνω, κατεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nessuno comprava niente, così hanno deciso di abbassare i prezzi. Κανείς δεν αγόραζε τίποτα έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις τιμές. |
σμικρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda di produzione di cereali ha ridotto l'imballaggio. |
συμπυκνώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il saggio può essere ridotto a due paragrafi. Μπορείς να συμπυκνώσεις την έκθεση σε δυο παραγράφους. |
χαλαρώνω, μετριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oliver allentò la presa e ridusse la pressione sul braccio di James. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πήρε να κουβαλήσει κι αυτός μερικές σακούλες και μείωσε την πίεση στο χέρι της Μαρίας. |
ολοκληρώνω, τελειώνω, λήγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαμηλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti ridurre le tue aspettative, considerando il tuo insuccesso fino a ora. Θα πρέπει να χαμηλώσεις τις προσδοκίες σου με βάση τις μέχρι τώρα αποτυχίες σου. |
μειώνω, περικόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo dipartimento dovrà ridurre il budget l'anno prossimo. |
κουρεύω, κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il negozio ha ridotto tutti i prezzi del 20%. |
μικραίνω, περιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I profitti sono in calo, quindi dovremo ridurre il budget per l'anno prossimo. |
αποδεκατίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'esercito riuscì a contenere le forze nemiche. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo tagliare un po' la lunghezza di questo discorso. Πρέπει να περικόψουμε την ομιλία γιατί δεν μας φτάνει ο χρόνος. |
συντομεύω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo è un buon tema ma è troppo lungo, lo puoi tagliare un po'? |
ελαττώνομαι, μειώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il vento diminuì e il mare si calmò. Ο αέρας κόπασε και η θάλασσα γαλήνεψε. |
μειώνομαι, ελαττώνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo un po' di minuti la pioggia è diminuita e Tom ha deciso di tornare a casa a piedi. Η βροχή ελαττώθηκε μετά από μερικά λεπτά και έτσι ο Τομ αποφάσισε να περπατήσει σπίτι. |
μειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (spese) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ora che sono disoccupato dovremo tagliare le nostre spese. |
αμβλύνω, μετριάζω, περιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan ha cercato di ridurre i danni della piena con dei sacchi di sabbia. Ο Νταν προσπάθησε να αμβλύνει τις ζημιές από την πλημμύρα στρώνοντας σακούλες με άμμο. |
κονταίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sarto mi ha accorciato i pantaloni. |
περικόπτω(testi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'autrice era arrabbiata per il fatto che l'editore aveva tagliato il suo articolo. |
περιορίζω, καταστέλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκλιμακώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La crisi economica farà scendere i prezzi delle case. Η τρέχουσα οικονομική κρίση θα ελαττώσει τις τιμές των κατοικιών. |
περιορίζω, μικραίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαμηλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il negozio abbassa i prezzi per i saldi. Το μαγαζί χαμηλώνει τις τιμές για τις εκπτώσεις. |
μειώνω, ελαττώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η νέα γραμματέας της Κάτιας την ελάφρυνε κατά πολύ από τον βαρύ φόρτο εργασίας της. |
περιορίζω, περικόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le libertà degli studenti sono state ridotte a causa del loro chiasso. Οι ελευθερίες των φοιτητών περιορίστηκαν εξαιτίας της φασαρίας που έκαναν. |
ελαττώνω, μειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo ridurre il tempo necessario a elaborare le fatture. |
συμπιέζω, συμπυκνώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo un limite di tempo tassativo, quindi la prego di accorciare il suo discorso. |
λεπταίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνομαι, ελαττώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il consumo d'acqua deve diminuire se vogliamo evitare la siccità. Η κατανάλωση νερού πρέπει να μειωθεί (or: ελαττωθεί) για να αποφύγουμε την ανομβρία. |
μικραίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per favore riduca il suo racconto di due paragrafi se possibile. |
συμπιέζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω, ελαττώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω, ελαττώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda ha ridotto il budget per la formazione. Η εταιρεία μείωσε τον προϋπολογισμό της για την εκπαίδευση. |
συνοψίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (riassumere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se condensiamo la filosofia di Machiavelli, lui sostiene che il fine giustifica i mezzi. |
ελαττώνω, μειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha sciolto la corda per allentare la tensione. Χαλάρωσε το σκοινί για να μειώσει την τάση. |
μειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti abbassare il livello emozionale in questo brano. Θα πρέπει να μειώσεις τη συναισθηματική φόρτιση σ' αυτό το κείμενο. |
προκαλώ βλάβη σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La forte luce del Sole riduceva la vista di Frank. Το λαμπερό φως του ηλίου προκάλεσε βλάβη στην όραση του Φρανκ. |
μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Estendendo il termine del suo mutuo, Jane ha ridotto i pagamenti mensili a 400 £. Παρατείνοντας τη χρονική περίοδο αποπληρωμής του δανείου, η Τζέιν μείωσε (or: ελάττωσε) τη μηνιαία δόση της σε 400 λίρες. |
μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale La Banca di Inghilterra ha ridotto i tassi di interesse allo 0,5%. |
μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Ian sta smettendo di fumare e ha ridotto a tre il numero di sigarette che fuma ogni giorno. Ο Ίαν θα κόψει το κάπνισμα και έχει μειώσει (or: ελαττώσει) τον αριθμό των τσιγάρων που καπνίζει σε τρία την ημέρα. |
υποβιβάζω κτ σε κτ, υποβαθμίζω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Non si può ridurre il conflitto a una semplice visione di buono contro cattivo. |
διαλύω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale L'edificio fu ridotto in pezzi dalla forza dell'esplosione. |
συμπυκνώνω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Si poteva sintetizzare l'intero discorso con "Fai il bravo". |
υποβιβάζω κτ/κπ σε κτ, υποβαθμίζω κτ/κπ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Hanno ridotto l'educazione all'apprendimento mnemonico e alla memorizzazione. Era ridotta in povertà. |
το παίζω εκ του ασφαλούς(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελαχιστοποιώ(μικραίνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Come possiamo minimizzare il nostro rischio in questo investimento? Πως μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε το ρίσκο μας σ' αυτή την επένδυση; |
μειώνω τη διαφορά, μειώνω το χάσμαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le abbiamo fatto prendere delle lezioni private, per cercare di ridurre la differenza tra le sue capacità di lettura e il livello a cui dovrebbero essere. |
ρίχνω τις τιμές
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Molti negozi abbassano i prezzi dopo Natale per cercare di sostenere le vendite. |
σκίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cane ha ridotto a brandelli il mio cuscino. Il leone ha fatto a pezzi la sua preda. Το λιοντάρι ξέσκισε τη λεία του. |
δεν χτυπάω με δύναμη(ridurre l'intensità degli spari) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περιορίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A causa dell'economia in crisi, l'azienda deve tagliare posti di lavoro. |
κάνω οικονομία, περικόπτω έξοδα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόβω δαπάνες, κόβω έξοδαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεστοκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω ησυχία(informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per favore abbassa il volume! Chiacchieri così tanto che non riesco a sentire i miei pensieri! |
υποδουλώνω, σκλαβώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alcuni agenti furono mandati in Africa nel Settecento per ridurre in schiavitù le popolazioni autoctone. |
απανθρακώνω, αποτεφρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πολτοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nessuno vuole portarmi al ristorante perché ho l'abitudine di ridurre le mie pietanze in poltiglia. |
ξετινάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Possiamo comprare nei nuovi vasi di fiori, non ci ridurranno certo sul lastrico. |
μειώνω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale |
περιορίζω, ελαττώνω, μειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (εργατικό δυναμικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μειώνω, ελαττώνω, περιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È difficile ridurre il consumo di alcol quando gli amici continuano a invitarti fuori per un drink. Είναι δύσκολο να περιορίσω το αλκοόλ, όταν οι φίλοι μου συνεχίζουν να με καλούν για ποτό. |
κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθιστώ λιγότερο επιβλαβές
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καίω ολοσχερώςverbo transitivo o transitivo pronominale Un incendio ha ridotto in cenere l'albergo. Η πυρκαγιά έκαψε ολοσχερώς το ξενοδοχείο. |
μειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In questi tempi di crisi economica le famiglie hanno tagliato al minimo il loro budget per gli articoli di drogheria. Σε αυτή τη δύσκολη οικονομικά εποχή πολλές οικογένειες έχουν μειώσει τα ψώνια τους σε λίγα βασικά πράγματα. |
κατεβάζω την τιμήverbo transitivo o transitivo pronominale (με γενική: προϊόντος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A gennaio il negozio ha ridotto i prezzi dei prodotti natalizi. |
υποβαθμίζω, υποβιβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le previsioni per la tempesta sono state ridotte di livello; alla fine non sembra che sarà poi così pericolosa. |
οδηγώ κτ στη φτώχεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La dipendenza dal gioco d'azzardo del padre ha rovinato la famiglia. |
περιορίζω σταδιακά κτ(lentamente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'azienda sta riducendo progressivamente l'attività in quella parte del mondo. |
ελασματοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποβαθμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La minaccia di terrorismo è stata ridotta a moderata. |
ξετινάζω(figurato) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I tavoli di blackjack mi hanno ridotto sul lastrico. Με ξετίναξαν τα τραπέζια του μπλάκτζακ. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ridurre στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ridurre
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.