Τι σημαίνει το prove στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης prove στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prove στο Ιταλικό.
Η λέξη prove στο Ιταλικό σημαίνει πρόβα, πρόβα, προκριματικά, προσπάθεια, ένδειξη, τεκμήριο, προπόνηση, πρόβα, αποδεικτικό στοιχείο, δοκιμή, πρόβα, απόδειξη, απόδειξη, επαλήθευση, πειραματισμός, δοκιμασία, δείγμα, σημάδι, βεβαίωση, απόδειξη, μαρτυρία, απόδειξη, ένδειξη, προδίδω, δοκιμασία, καθρέφτης, δοκιμαστικό, δοκιμή, πειραματισμός, πείραμα, πειστήριο, τεκμήριο, δοκιμή, προσπάθεια, δοκιμή, προσπάθεια, απόπειρα, ένδειξη, απόπειρα, προσπάθεια, ένδειξη, τεκμηρίωση, απόδειξη, αντιανεμικός, πυράντοχος, αντικλεπτικός, δοκιμή, δοκιμαστικός, σίγουρος, ασφαλής, δοκιμαστικός, ανθεκτικός στις βόμβες, απαραβίαστος, αδιάρρηκτος, ασφαλής για παιδιά, δοκιμαστικός, αντικραδασμικός, απαραβίαστος, ασφαλής για μωρά, ανθεκτικός σε καταιγίδες, ανθεκτικός σε θύελλες, τεθωρακισμένος, πραγματικά, στην ουσία, προς απόδειξη, δοκιμαστικά, υπό δοκιμή, φαντάσου, σκέψου, πολλά μπράβο, διαμοιραζόμενο λογισμικό, επιβεβαίωση λήψης, επιβεβαίωση παραλαβής, δείγμα, προφορική εξέταση, καταστροφή αποδεικτικού υλικού, επίσημη πρόβα, τελική πρόβα, δοκιμαστική εκτύπωση, οδική δοκιμή, δοκιμή, time trial, διαγώνισμα, αποφασιστική δοκιμασία, ευθύνη απόδειξης, έμμεσες αποδείξεις, αποδεικτικά στοιχεία, αδιάσειστα στοιχεία, ενοχοποιητικά στοιχεία, ακλόνητη, ατράνταχτη απόδειξη, δοκιμαστήριο, αδιάσειστα στοιχεία, ενοχοποιητικές αποδείξεις, έμμεση μαρτυρία, αδιάσειστα στοιχεία, κατάθεση, μαρτυρία, προφορική μαρτυρία, διαγώνισμα ικανοτήτων, έμμεση μαρτυρία, έντονη δοκιμασία/ταλαιπωρία, αποδεικτικό στοιχείο, δοκιμαστική πτήση, χώρος δοκιμών, γραπτό διαγώνισμα, πρόβα, πρόβα, δωρεάν δοκιμή, ακουστική εξέταση, ζωντανή απόδειξη, δείπνο μετά την πρόβα γάμου, δοκιμή αντοχής, τεστ αντοχής, ομάδα δοκιμής, δοκιμαστική περίοδος, δοκιμαστική έκδοση, δοκιμαστικό, καταπληκτική απόδοση, εξαιρετική απόδοση, εκπληκτική απόδοση, τράπεζα δοκιμής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης prove
πρόβαsostantivo femminile (teatro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prova è andata bene, tutti gli attori conoscono le proprie battute adesso, quindi siamo quasi pronti per la messa in scena. Η πρόβα πήγε καλά. Όλοι οι ηθοποιοί ξέρουν πλέον τα λόγια τους και κοντεύουμε να είμαστε έτοιμοι για την παράσταση. |
πρόβα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Henry chiese ad un amico di ascoltare una prova del suo discorso e dargli suggerimenti. Ο Χένρι ζήτησε από τον φίλο του να ακούσει την πρόβα της ομιλίας του και να του πει τη γνώμη του. |
προκριματικάsostantivo femminile (για συμμετοχή σε αγώνες) Le prove di tempo determinano chi parteciperà alla gara finale. Οι προκριματικοί αγώνες καθορίζουν ποιος θα αγωνιστεί στον τελικό. |
προσπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ένδειξηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'è una prova che abbia rubato lui i soldi, ma non sono sicuro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν υπάρχουν αρκετά πειστήρια για την ενοχή του. |
τεκμήριοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aveva in mano una pistola fumante, non ho bisogno di altre prove. Κρατούσε ακόμη όπλο που μόλις είχε εκπυρσοκροτήσει, δε χρειάζομαι άλλα πειστήρια. |
προπόνηση, πρόβαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Abbiamo una sola possibilità di farlo bene, quindi facciamo prima una prova. Έχουμε μόνο μια ευκαιρία για να το επιτύχουμε επομένως ας κάνουμε μια πρόβα πρώτα. |
αποδεικτικό στοιχείοsostantivo femminile (indizio) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La polizia non è stata in grado di trovare le prove necessarie a incriminarlo. |
δοκιμή, πρόβα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απόδειξηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I test del DNA non si potevano ammettere come prova. Τα τεστ DNA δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά ως αποδείξεις. |
απόδειξηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il modo in cui ballava era la prova che non aveva nessun senso del ritmo. Ο τρόπος που χόρευε ήταν απόδειξη ότι δεν είχε καθόλου αίσθηση του ρυθμού. |
επαλήθευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La polizia ha avuto prova della presenza di Johnson nell'hotel dall'addetto al ricevimento che lo registrò al check-in. |
πειραματισμός(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από την ακουαρέλα, επέστρεψε στην ελαιογραφία. |
δοκιμασίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prova di coraggio consiste nell'affrontare le nostre peggiori paure. |
δείγμα, σημάδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'onestà del giovane nel far notare l'errore fu presa come prova del suo buon carattere generale. |
βεβαίωση, απόδειξηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I suoi voti alti sono una dimostrazione del suo impegno maggiore in questo semestre. Η υψηλή βαθμολογία της είναι η απόδειξη ότι η συμπεριφορά της έχει βελτιωθεί πολύ αυτό το εξάμηνο. |
μαρτυρία, απόδειξη, ένδειξηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le loro buone maniere sono una prova della loro educazione. Οι καλοί τους τρόποι είναι ένδειξη της ανατροφής τους. |
προδίδωsostantivo femminile (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai mangiato la mia cioccolata! Lo sbaffo sul tuo mento ne è la dimostrazione! Έφαγες τη σοκολάτα μου! Το σημάδι στο σαγόνι σου σε πρόδωσε! |
δοκιμασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I soldati affronteranno presto la prima sfida di combattimento. |
καθρέφτηςsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le statistiche dei reati erano una prova della debolezza del governo. |
δοκιμαστικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δοκιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli scienziati faranno i loro esperimenti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πήγα στο γιατρό για να κάνω μια εξέταση αίματος. |
πειραματισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πείραμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non ho mai provato questa ricetta; il mio è solo un tentativo, non so se verrà bene. Δεν έχω δοκιμάσει αυτή τη συνταγή, οπότε αποτελεί πείραμα. Δεν είμαι σίγουρη για το πως θα βγει. |
πειστήριο, τεκμήριο(formale) (επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'accusa ha chiesto che la lettera venga messa agli atti come reperto. Η εισαγγελία ζήτησε να συμπεριληφθεί το γράμμα ως πειστήριο (or: τεκμήριο) μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία. |
δοκιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il prodotto era soggetto al collaudo prima di essere approvato per la vendita. Το προϊόν υπόκειτο σε δοκιμή πριν εγκριθεί για πώληση. |
προσπάθεια, δοκιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Posso provare? |
προσπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo è il tuo miglior tentativo? Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις; |
απόπειρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il tentativo di Patrick di dipingere un tramonto si è rivelato un disastro totale. Η προσπάθεια του Πάτρικ να ζωγραφίσει το ηλιοβασίλεμα κατέληξε σε φιάσκο. |
ένδειξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo regalo è un segno di rispetto da parte mia per Lei. Αυτό το δώρο είναι μια ένδειξη του σεβασμού μου προς το πρόσωπό σου. |
απόπειρα, προσπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) So che pensi di non riuscire a farlo ma deve valere la pena fare un tentativo! |
ένδειξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo coinvolgimento nel progetto è segno di grande qualità. Η συμμετοχή του στο έργο είναι ένδειξη (or: σημάδι) καλής ποιότητας. |
τεκμηρίωση, απόδειξηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non ci sono prove sulle affermazioni del querelante. |
αντιανεμικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πυράντοχοςaggettivo (αντέχει φωτιά, φούρνο κλπ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντικλεπτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δοκιμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Επέμενα να κάνω μια δοκιμή στο αμάξι πριν το αγοράσω. Έκανα μια δοκιμή για να δω πόσο χρόνο θα χρειαστώ για να φτάσω στο αεροδρόμιο αύριο το πρωί. |
δοκιμαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σίγουρος, ασφαλήςlocuzione aggettivale (figurato, informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La salsa in scatola è a prova di idiota perché non devi nemmeno mescolare gli ingredienti. Η σάλτσα σε κονσέρβα είναι μια σίγουρη λύση γιατί δεν χρειάζεται καν να ανακατέψεις τα υλικά! |
δοκιμαστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il nuovo dipendente era nel periodo di prova di un anno. |
ανθεκτικός στις βόμβεςlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
απαραβίαστος, αδιάρρηκτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασφαλής για παιδιά
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
δοκιμαστικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντικραδασμικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απαραβίαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασφαλής για μωρά
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ανθεκτικός σε καταιγίδες, ανθεκτικός σε θύελλεςlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
τεθωρακισμένοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πραγματικά, στην ουσία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quindi, in sostanza, le mie azioni non valgono più un centesimo. |
προς απόδειξη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il pubblico ministero presentò una maglia macchiata di sangue come prova. |
δοκιμαστικά, υπό δοκιμήavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φαντάσου, σκέψου
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pensa soltanto a quanto saranno tutti sorpresi di rivederti! Φαντάσου μόνο πόσο θα εκπλαγούν όλοι που θα σε ξαναδούν! |
πολλά μπράβο(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαμοιραζόμενο λογισμικό(informatica) (πληροφορική: σπάνιο) Ci sono programmi shareware gratuiti che si possono scaricare per modificare le immagini. |
επιβεβαίωση λήψης, επιβεβαίωση παραλαβής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δείγμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La commessa mi ha dato un campioncino di crema per il viso. |
προφορική εξέταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Domani alle 7:30 ho l'esame orale. |
καταστροφή αποδεικτικού υλικούsostantivo femminile (legale) (νομική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επίσημη πρόβα, τελική πρόβαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non potrò assistere allo spettacolo domani ma spero di vedere la prova generale. |
δοκιμαστική εκτύπωσηsostantivo femminile (tipografico) Le bozze riportavano diversi errori tipografici che sono stati corretti nella stampa finale. |
οδική δοκιμήsostantivo femminile (veicolo) L'articolo riporta i risultati della prova su strada con tre nuove auto. |
δοκιμήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rory ha portato la sua macchina da corsa sulla pista per un giro di prova. |
time trialsostantivo femminile (sport) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Certe tappe del Tour de France sono in linea, altre sono prove a cronometro. |
διαγώνισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αποφασιστική δοκιμασία(figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prova del fuoco per diventare un buon cuoco è fare un sufflè perfetto. |
ευθύνη απόδειξηςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il pubblico ministero ha l'onere della prova contro l'imputato. |
έμμεσες αποδείξεις(νομικό) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) E quindi è andato a fare shopping dopo il furto? Si tratta di una prova indiretta e ciò non ne prova la colpevolezza. |
αποδεικτικά στοιχεία, αδιάσειστα στοιχείαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non c'è alcuna prova certa che i dischi volanti esistano davvero. Δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία πως υφίστανται ιπτάμενοι δίσκοι. |
ενοχοποιητικά στοιχείαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'accusa produsse la prova di colpevolezza dell'imputato. |
ακλόνητη, ατράνταχτη απόδειξηsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non ci sono ancora sufficienti prove dirette per stabilire pienamente la verità. |
δοκιμαστήριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho preso alcuni vestiti e mi sono diretta al camerino per provarli. |
αδιάσειστα στοιχείαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il giudice convenne che vi erano prove inconfutabili della colpevolezza di Sam. |
ενοχοποιητικές αποδείξειςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La polizia userà come prova incriminante il cellulare lasciato dal ladro sulla scena del crimine. |
έμμεση μαρτυρία(νομικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non vi sono prove della sua colpevolezza, solo prove indirette. |
αδιάσειστα στοιχείαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατάθεση, μαρτυρίαsostantivo femminile (legale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il Dottor Schwartz fu chiamato a fornire una prova giudiziaria sulle lesioni dell'imputato. |
προφορική μαρτυρίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαγώνισμα ικανοτήτωνsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha superato la prova di teoria, ma non la prova pratica. |
έμμεση μαρτυρίαsostantivo femminile (νομικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έντονη δοκιμασία/ταλαιπωρίαverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Passare l'inverno sulle montagne mise a dura prova la loro determinazione. |
αποδεικτικό στοιχείοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δοκιμαστική πτήσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χώρος δοκιμώνsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γραπτό διαγώνισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'esame consiste in tre prove scritte e una prova orale. // Lydia ha superato la prova scritta di teoria ma non ha passato l'esame di guida. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το διαγώνισμα αποτελείται από τρία γραπτά διαγωνίσματα και ένα προφορικό. Πέρασε το γραπτό διαγώνισμα αλλά κόπηκε στο τεστ οδήγησης. |
πρόβαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho le prove musicali dopo la scuola dalle 16 alle 18. |
πρόβαsostantivo femminile (μουσική: μπάντα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi sono intrufolato nella stanza d'albergo per vedere le prove musicali degli U2. |
δωρεάν δοκιμήsostantivo maschile Se vuoi provare i nostri nuovi veicoli, fai una telefonata e fisseremo una prova gratuita. |
ακουστική εξέταση
|
ζωντανή απόδειξηsostantivo femminile |
δείπνο μετά την πρόβα γάμου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Hanno fatto la cena prenuziale a casa della famiglia dello sposo. |
δοκιμή αντοχής, τεστ αντοχής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ομάδα δοκιμής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δοκιμαστική περίοδοςsostantivo maschile Il negozio può noleggiarti una sedia a rotelle per un periodo di prova che ti permetta di verificare se è conforme alle tue esigenze, prima dell'acquisto. |
δοκιμαστική έκδοση
|
δοκιμαστικόsostantivo maschile (ricamo) |
καταπληκτική απόδοση, εξαιρετική απόδοση, εκπληκτική απόδοσηsostantivo femminile (sport) (σύνολο αγώνα) Il centrocampista vinse la gara con una spettacolare prestazione all'ultimo secondo. |
τράπεζα δοκιμήςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prove στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του prove
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.