Τι σημαίνει το principale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης principale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του principale στο Ιταλικό.
Η λέξη principale στο Ιταλικό σημαίνει κύριος, βασικός, κεντρικός, κεντρικός, κύριος, κύριος, βασικός, κεντρικός, κεντρικός, κορυφαίος, ναυαρχίδα, κεφαλαιακός, κεντρικός, βασικός, κύριος, πρωταρχικός, κύριος, βασικός, βασικός, κύριος, σημαντικότερος, μητρικός, πρώτος, κορυφαίος, κορυφαίος, βασικός, κύριος, πρωταρχικος, κυρίαρχος, προτιμώμενος, πρωταρχικός, βασικός, βασικός, θεμελιώδης, ο έχων το γενικό πρόσταγμα, ανώτερος, σημαντικός, σοβαρός, πρωταρχικός, εργοδότης, εργοδότρια, κύριος, βασικός, επικεφαλής, επί κεφαλής, λέξη κλειδί, πρώτος, κεντρικός, κύριος, βασικός, κινητήρια δύναμη, κινητήριος μοχλός, κύρια γραμμή, ο αυτοσκοπός, εθνική οδός, πρωταγωνιστής, δρόμος, εθνική οδός, κεντρικός, βασικό πεδίο σπουδών, κύριο υπνοδωμάτιο, φλέβα, κεντρικά γραφεία, εξώπορτα, τραγουδιστής, αυθεντία, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, βασικό αντικείμενο σπουδών, απώτερος σκοπός, βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότητας, πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστρια, κύριο πιάτο, κυρίως πιάτο, κύριο πιάτο, κεντρικός δρόμος, κεντρική οδός, σημαντικό δυνατό σημείο, βασικό δυνατό σημείο, κύριο δυνατό σημείο, πρωταγωνιστικός ρόλος, επίκεντρο του ενδιαφέροντος, επίκεντρο της προσοχής, κύρια είσοδος, κεντρική είσοδος, κεντρικό μενού, κύριο μενού, πρώτο θέμα, κεντρικός δρόμος, κύρια πρόταση, ζώνη αστεροειδών, πρωταγωνιστής κωμικός ηθοποιός, απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός, βασικό γεύμα, μάθημα κορμού, βασικός λόγος, με πρωταγωνιστή τον, κύριο πιάτο, κύριο ελατήριο, κυρίως ταινία, βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμα, βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικό, κυρίως σιδηροδρομικός σταθμός, κύριο ρήμα, κύριος κύλινδρος, πρώτο βιολί, άξονας, βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα, δουλειά, είμαι το πρώτο όνομα, είμαι το πρώτο όνομα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης principale
κύριος, βασικός, κεντρικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'attore principale era famoso, ma nessuno degli altri attori lo era. Ο κύριος (or: βασικός) ηθοποιός ήταν διάσημος, αλλά όχι και οι υπόλοιποι. |
κεντρικόςaggettivo (strada) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Come si chiama la strada principale di questa città? Si chiama Court Street? Πώς λέγεται ο κεντρικός δρόμος αυτής της πόλης; Είναι η Κορτ Στριτ; |
κύριοςaggettivo (grammatica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La proposizione principale in questa frase è quella importante. Η κύρια πρόταση αυτής της περιόδου είναι και η πιο σημαντική. |
κύριος, βασικός, κεντρικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La ragione principale per cui siamo qui oggi è per discutere del problema di martedì. Ο κύριος (or: βασικός) λόγος που είμαστε εδώ σήμερα είναι για να συζητήσουμε το πρόβλημα της Τρίτης. |
κεντρικόςaggettivo (strada) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κορυφαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo autore è uno degli scrittori principali del XX secolo. |
ναυαρχίδα(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il principale ristorante dello chef stava fallendo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η ναυαρχίδα της γνωστής αλυσίδας ξενοδοχείων βρισκόταν στη Νέα Υόρκη. |
κεφαλαιακόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'investimento principale richiesto è di milioni. |
κεντρικόςaggettivo (teatro) (χαρακτήρας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ruolo principale in questa rappresentazione è quello dell'assassino. |
βασικός, κύριος, πρωταρχικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'idea principale è buona, ma dobbiamo cambiare alcuni dettagli. Η βασική ιδέα είναι καλή, αλλά πρέπει να αλλάξουμε κάποιες λεπτομέρειες. |
κύριος, βασικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La nostra prima preoccupazione è la sicurezza dei bambini. Η κύρια έννοια μας είναι η ασφάλεια των παιδιών. |
βασικός, κύριος, σημαντικότεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La preoccupazione principale è come massimizzare l'efficienza. Ο κύριος προβληματισμός είναι πώς θα μεγιστοποιηθεί η αποδοτικότητα. |
μητρικός(società) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La nostra società madre opera a livello internazionale. Η μητρική μας εταιρεία δραστηριοποιείται διεθνώς. |
πρώτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La questione principale in agenda sarebbe stata difficile da risolvere. |
κορυφαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La Royal Shakespeare Company è una delle principali compagnie teatrali inglesi. |
κορυφαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il professore è tra i massimi esperti nel campo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι εξέχων επιστήμονας και όλοι τον σέβονται ιδιαιτέρως. |
βασικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το ψωμί και το ρύζι είναι βασικά τρόφιμα. |
κύριος, πρωταρχικος, κυρίαρχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προτιμώμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
πρωταρχικός, βασικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La nostra preoccupazione principale è il benessere dei nostri dipendenti. Η βασική μας ανησυχία είναι η υγεία των υπαλλήλων μας. |
βασικός, θεμελιώδης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ο έχων το γενικό πρόσταγμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il ruolo di editore in capo portò con sé una serie di pressioni completamente nuove. |
ανώτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il capo architetto aveva una buona squadra che lavorava con lui. Ο ανώτερος αρχιτέκτονας είχε μια καλή ομάδα υπό τις οδηγίες του. |
σημαντικός, σοβαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I download illegali creano un serio danno all'industria musicale. Οι παράνομες λήψεις αποτελούν σημαντική (or: σοβαρή) απειλή για τη μουσική βιομηχανία. |
πρωταρχικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le risorse primarie della nostra nazione devono essere protette. |
εργοδότης, εργοδότρια(persona) Janet ha chiesto un aumento alla sua datrice di lavoro. Η Τζάνετ ζήτησε από τον εργοδότη της μια αύξηση. |
κύριος, βασικός(discorso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η κύρια ομιλία δόθηκε από έναν διάσημο γλωσσολόγο. |
επικεφαλής, επί κεφαλήςaggettivo (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il medico primario è il Dott. Thomas. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο ηγέτης του κόμματος παραιτήθηκε. |
λέξη κλειδίaggettivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Analizzando la scelta terminologica dell'autore, si comprende che la parola più importante è "amore". |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le persone sono la nostra priorità più importante. Βασική προτεραιότητά μας είναι οι άνθρωποι. |
κεντρικός, κύριος, βασικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il capo relatore ha lasciato gli uditori a bocca aperta per la sua intelligenza. Ο κεντρικός ομιλητής ξεσήκωσε το κοινό με το πνεύμα του. Το κεντρικό θέμα της εφημερίδας ήταν το σκάνδαλο με τη δωροδοκία. |
κινητήρια δύναμη, κινητήριος μοχλός(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κύρια γραμμήlocuzione aggettivale (ferrovia) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ο αυτοσκοπόςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Aiutare i bambini a sviluppare il proprio talento dovrebbe essere lo scopo principale dell'istruzione. |
εθνική οδόςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il camionista percorreva la strada statale per andare a consegnare il legname in California. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο νέος αυτοκινητόδρομος θα δοθεί στην κυκλοφορία σε έναν μήνα. |
πρωταγωνιστήςsostantivo maschile (βασικός χαρακτήρας σε έργο κλπ.) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il protagonista è un professore di liceo disoccupato. Η πρωταγωνίστρια είναι μια άνεργη καθηγήτρια πανεπιστημίου. |
δρόμοςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jackie ha deciso di non comprare la casa perché si trova su una strada principale. |
εθνική οδόςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κεντρικόςsostantivo femminile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) I lavori stradali stanno rallentando il traffico sulla strada principale. Τα οδικά έργα καθυστερούν την κυκλοφορία στον κεντρικό δρόμο. |
βασικό πεδίο σπουδώνsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Seguo un corso di studi con Greco come materia principale e storia dell'arte come indirizzo complementare. |
κύριο υπνοδωμάτιοsostantivo femminile Di solito i genitori dormono nella camera da letto principale. La camera da letto principale era così grande che oltre al letto extra-large ci stava anche un divano-letto. |
φλέβα(di minerale) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I minatori trovarono il filone principale ed estrassero tonnellate d'oro. |
κεντρικά γραφείαsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) I documenti vanno spediti alla nostra sede principale. |
εξώπορταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Solitamente la mia famiglia entra ed esce dalla casa attraverso la cucina, ma preferiamo che gli ospiti usino l'ingresso principale. Οι οικογένειά μου συνήθως μπαινοβγαίνει στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας, αλλά προτιμάμε οι καλεσμένοι να χρησιμοποιούν την μπροστινή πόρτα. |
τραγουδιστήςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha sempre desiderato essere la voce principale in una rock band. |
αυθεντίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Secondo alcuni dei maggiori esperti, la città di Istanbul deve aspettarsi un terremoto violento entro i prossimi cento anni, |
κεντρικό θέμα, κύριο θέμαsostantivo maschile (giornale) Il pezzo centrale sul Times di oggi è un articolo sull'aumento della criminalità. |
βασικό αντικείμενο σπουδώνsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Studia anche spagnolo all'università ma la materia principale è psicologia. |
απώτερος σκοπόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Lo scopo ultimo della sua presentazione è quello di mostrare gli effetti del riscaldamento globale. |
βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότηταςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Decisero di vendere alcune acquisizioni recenti e di concentrarsi sulla loro attività principale. |
πρωταγωνιστής, πρωταγωνίστριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Willy Loman è il protagonista della commedia Morte di un commesso viaggiatore. Ο Γουίλι Λόμαν είναι ο ήρωας του θεατρικού έργου «Ο Θάνατος του Εμποράκου». |
κύριο πιάτο, κυρίως πιάτοsostantivo maschile (del pasto) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Come piatto principale mi piace scegliere qualcosa che normalmente non cucino a casa. Dopo gli antipasti serviremo il piatto principale e, a seguire, il dessert. Ως κύριο πιάτο μου αρέσει να διαλέγω κάτι που δεν θα μαγείρευα συνήθως στο σπίτι. Μετά τα ορεκτικά θα σερβίρουμε το κυρίως πιάτο κι έπειτα το επιδόρπιο. |
κύριο πιάτοsostantivo maschile (del pasto) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il menù fisso prevedeva un'insalata come antipasto, un piatto principale a base di stufato di agnello, e gelato o formaggio come dessert. |
κεντρικός δρόμοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In genere gli allievi di scuola guida fanno pratica nelle vie secondarie prima di passare alle strade principali. |
κεντρική οδόςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La via principale della città è stata pedonalizzata. |
σημαντικό δυνατό σημείο, βασικό δυνατό σημείο, κύριο δυνατό σημείοsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Uno dei principali punti di forza di un manager è la capacità di trarre il meglio da tutti. |
πρωταγωνιστικός ρόλοςsostantivo maschile (film) Ha fatto un provino e ha ottenuto il ruolo principale in "Carousel". |
επίκεντρο του ενδιαφέροντος, επίκεντρο της προσοχήςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κύρια είσοδος, κεντρική είσοδοςsostantivo maschile |
κεντρικό μενού, κύριο μενούsostantivo maschile |
πρώτο θέμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κεντρικός δρόμοςsostantivo femminile (ferrovia) |
κύρια πρότασηsostantivo femminile |
ζώνη αστεροειδώνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρωταγωνιστής κωμικός ηθοποιόςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
απώτερος στόχος, απώτερος σκοπόςsostantivo maschile |
βασικό γεύμαsostantivo maschile |
μάθημα κορμούsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βασικός λόγος
|
με πρωταγωνιστή τονlocuzione avverbiale (attore) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abbiamo guardato un film su un giocatore di biliardo con Paul Newman nel ruolo principale. |
κύριο πιάτο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κύριο ελατήριοsostantivo femminile (ρολογιού) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κυρίως ταινία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando ero ragazzo i cinema proiettavano dei filmati brevi prima del film principale. |
βασικό θέμα, κεντρικό θέμα, κύριο θέμαsostantivo maschile L'argomento principale della riunione è la proposta di cambiare sede dell'ufficio. |
βασικό χαρακτηριστικό, κύριο χαρακτηριστικόsostantivo femminile La caratteristica principale di questo sito è informare sul significato delle parole. |
κυρίως σιδηροδρομικός σταθμόςsostantivo femminile (di una stazione ferroviaria) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κύριο ρήμαsostantivo maschile |
κύριος κύλινδροςsostantivo maschile |
πρώτο βιολίsostantivo maschile (violinista) (μεταφορικά: άτομο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Hans era il violinista principale del suo settore. |
άξοναςsostantivo maschile (μτφ: κύριος, βασικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βασικό ζήτημα, βασικό πρόβλημα
|
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
είμαι το πρώτο όνομαverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Tim capì che il suo gruppo ce l'aveva fatta quando diventarono l'attrazione principale di un festival di musica. |
είμαι το πρώτο όνομαverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) John era l'attrazione principale del concerto, ma quasi tutto il pubblico era venuto a vedere il gruppo di apertura. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του principale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του principale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.