Τι σημαίνει το passi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης passi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του passi στο Ιταλικό.
Η λέξη passi στο Ιταλικό σημαίνει άδεια εισόδου, κάρτα εισόδου σε μουσεία, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πάω πάσο, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, περνάω, περνώ, δίνω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πασάρω, προσπερνάω, περνάω από κτ, περνώ από κτ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, επισκέπτομαι κάτι, δίνω, πάσα στον αντίπαλο, περνάω, περνώ, περνάω γρήγορα, περνάω, πολτοποιώ, -, περνάω, περνάω, περνώ, γίνομαι αποδεκτός, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, επισκέπτομαι, περνώ, περνάω, περνώ, κίνηση, βήματα, πάσο, πέρασμα, βήμα, περπάτημα, βάδισμα, δρασκελιά, διάσελο, μεταξόνιο, βήμα, βήμα, ρυθμός, βάδισμα, περπάτημα, βήμα, βήμα, όβερ, όβερ, βήμα, βήμα, βηματισμός, βήμα, βήμα, περπάτημα, βάδισμα, βήματα, φρεάτιο, βήμα, πρόοδος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης passi
άδεια εισόδου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ha mostrato il suo abbonamento estivo ed è stato ammesso in piscina. |
κάρτα εισόδου σε μουσείαsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'autobus è passato senza fermarsi per farci salire. Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (tempo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sembra che il tempo passi ogni anno più veloce. |
πάω πάσοverbo intransitivo (giochi di società) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puoi passare oppure giocare una carta. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (andare via) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quell'opportunità purtroppo è passata. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (esami, ecc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Com'è andato il test?" "L'ho passato!". |
πασάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (sport) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per giocare bene in squadra bisogna passare la palla, anziché tenerla solo per sé. |
περνάω, περνώ(scuola) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πέρασε δέκα μαθήματα στις εξετάσεις |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi passarmi il sale, per favore? Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ; |
περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (esami, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho passato il test! Πέρασα το τεστ! |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il biglietto di compleanno è passato di mano in mano. |
πασάρωverbo intransitivo (sport) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha passato e poi è volato verso rete. |
προσπερνάω(passare oltre) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το λεωφορείο με προσπέρασε χωρίς να σταματήσει. |
περνάω από κτ, περνώ από κτ
Prima devi passare la dogana e poi devi attendere il bagaglio. Πρώτα πρέπει να περάσεις από το τελωνείο και μετά θα περιμένεις τις αποσκευές σου. |
περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (un esame) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha superato l'esame di guida al primo tentativo. Πέρασε τις εξετάσεις οδήγησης με την πρώτη. |
περνάω, περνώ(legge) (μτφ: ο νόμος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο νόμος πέρασε με πλειοψηφία εβδομήντα προς τριάντα. |
ξεπερνάω, περνάω, περνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La velocità del razzo ha superato velocemente i duecento chilometri all'ora. |
περνάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La folla osservava il corteo che passava. Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando Emily era ammalata, rimaneva seduta accanto alla finestra e salutava tutti quelli che passavano. Όταν η Έμιλι ήταν άρρωστη καθόταν κοντά στο παράθυρο και χαιρετούσε όποιον περνούσε. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (tempo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non posso credere che le vacanze siano già finite. Il tempo è passato così in fretta! Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι διακοπές τέλειωσαν κιόλας. Πέρασε πολύ γρήγορα ο καιρός! |
περνάω, ξεπερνάωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era caduta una frana sulla strada e non potevamo passare. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (a casa di qualcuno) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Steve è passato prima, mentre eri fuori. Gli ho detto che lo avresti chiamato al tuo rientro. |
επισκέπτομαι κάτι(informale: fare visita) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fiona disse che sarebbe passata per controllare che tutto andasse bene. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Passo sempre i miei libri preferiti a mia sorella. |
πάσα στον αντίπαλοverbo transitivo o transitivo pronominale (football: palla) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il quarterback ha passato la palla al running back. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La folla guardava passare la sfilata. Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η παρέλαση. |
περνάω γρήγοραverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περνάω(tessere ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Passate la tessera nel lettore e digitate il vostro codice sul tastierino. Πέρασε την κάρτα σου και πληκτρολόγησε το PIN σου. |
πολτοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (culinaria) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bisogna passare le verdure prima di aggiungerle alla ricetta. |
-verbo intransitivo (senza fermarsi) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Sei appena passato col rosso! Πέρασε με κόκκινο. |
περνάωverbo intransitivo (μεταφορικά: από κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Passerò domani mattina andando al lavoro. Θα περάσω αύριο το πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il divano non passerà mai dalla porta. |
γίνομαι αποδεκτόςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Al Congresso la mozione passerà. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È passato al livello di gioco successivo. |
περνάω, περνώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mentre passava, John salutava con la mano dal finestrino dell'auto. |
επισκέπτομαι(a trovare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter ha detto che sarebbe passato nel pomeriggio. Ο Πίτερ είπε πως θα περάσει κάποια στιγμή το απόγευμα. |
περνώ(χρόνος, ώρα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Trascorse un'ora prima che la polizia finalmente arrivasse. |
περνάω, περνώ(figurato: passare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Saltava da un lavoro all'altro. Πήδαγε από τη μια εργασία στην άλλη. |
κίνησηsostantivo plurale maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se non sei sicuro, segui solo i miei passi. |
βήματαsostantivo plurale maschile (danza) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) L'insegnante di danza mostrò alla classe i passi e chiese loro di ripeterli. |
πάσοinteriezione (informale: "non so") (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) "Jenna, qual è la risposta al numero dodici?", "Passo." |
πέρασμα(di montagna) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è un passo attraverso le montagne a trenta chilometri a nord da qui. |
βήμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il prossimo passo del tango è difficile, quindi stai attento. Το επόμενο βήμα του ταγκό είναι δύσκολο, γι' αυτό δώστε προσοχή. |
περπάτημα, βάδισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δρασκελιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jake attraversò la stanza in tre passi. Ο Τζέικ διέσχισε το δωμάτιο με τρεις δρασκελιές. |
διάσελοsostantivo maschile (di montagna) (πέρασμα σε βουνά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεταξόνιοsostantivo maschile (απόσταση μεταξύ τροχών) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βήμα(rumore) (ήχος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si sentirono passi e poi urla nel corridoio. |
βήμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha fatto tre passi prima di fermarsi e girarsi. Έκανε τρία βήματα, μετά σταμάτησε και γύρισε. |
ρυθμός(ritmo della camminata) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il primo corridore segna il passo in una gara. Ο πρώτος δρομέας δίνει τον ρυθμό στον αγώνα. |
βάδισμα, περπάτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nancy aveva difficoltà a seguire il passo veloce di Shaun. Η Νάνσυ δυσκολευόταν να ακολουθήσει τον γρήγορο βηματισμό του Σων. |
βήμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si muoveva a passi rapidi e brevi. Κινήθηκε με μικρά αλλά γοργά βήματα. |
βήμαsostantivo maschile (distanza) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Stavano a dieci passi di distanza. Στέκονταν σε απόσταση δέκα βημάτων ο ένας από τον άλλο. |
όβερinteriezione (comunicazioni radio) (στον ασύρματο) Niente da segnalare. Passo. |
όβερinteriezione (comunicazioni radio) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Richiesta di atterraggio sulla pista 5, passo. |
βήμαsostantivo maschile (rumore di un passo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sentivo i passi mentre si avvicinava. |
βήμαsostantivo maschile (figurato: breve distanza) (συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il club è a pochi passi da qui. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν θα πάρουμε αυτοκίνητο, δυο βήματα μακριά είναι. |
βηματισμόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) A passo svelto possiamo fare quasi quattro miglia all'ora. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν έχουμε σταθερό βηματισμό (or: βήμα), θα φτάσουμε στον προορισμό μας σε μία ώρα. |
βήμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Con ogni passo si avvicinava all'orlo dell'abisso. |
βήμαsostantivo maschile (meccanica: di elica) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'angolo con il quale le pale di un'elica incontrano l'acqua o l'aria si chiama passo dell'elica. |
περπάτημα, βάδισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Per essere un omone John aveva un passo leggero. |
βήματαsostantivo maschile (ήχος) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Wendy aspettava da ore quando finalmente sentì il passo di Peter sulla ghiaia dietro di lei. |
φρεάτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βήμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gli eserciti marciano ad un'andatura regolare. Ο στρατός παρελαύνει με σταθερό βηματισμό. |
πρόοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του passi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του passi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.