Τι σημαίνει το passeggero στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης passeggero στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του passeggero στο Ιταλικό.
Η λέξη passeggero στο Ιταλικό σημαίνει επιβάτης, επιβάτισσα, επιβάτης, επιβάτισσα, συνεπιβάτης, προσωρινός, παροδικός, επιβάτης, επιβάτισσα, φευγαλέος, εφήμερος, στιγμιαίος, επιβάτης, επιβάτιδα, περαστικός, σουλατσάρω, περπατάω, περπατώ, κάνω περίπατο, βολτάρω, περπάτημα, περιπλάνηση, κάνω βόλτα, σεργιανίζω, σουλατσάρω, κάνω περίπατο, περιφέρομαι, περιπλανώμαι, βηματίζω, κάνω περίπατο, κάνω βόλτα, πάω βόλτα, βαδίζω, σουλατσάρω, περπατώ, περπατάω αργά, περπατώ αργά, λαθρεπιβάτης, επιβάτης χωρίς αυτοκίνητο, θέση συνοδηγού, κάθισμα συνοδηγού, θέση συνοδηγού μοτοσυκλέτας, αυτός που είναι πάνω στη βάρκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης passeggero
επιβάτης, επιβάτισσαsostantivo maschile (automobile) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Assicurati che i tuoi passeggeri si allaccino le cinture. Βεβαιωθείτε πως οι επιβάτες σας δένουν τις ζώνες ασφαλείας τους. |
επιβάτης, επιβάτισσα(mezzi pubblici) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) L'autobus era pieno e alcuni passeggeri dovettero stare in piedi. Το λεωφορείο ήταν φίσκα και αρκετοί επιβάτες ήταν όρθιοι. |
συνεπιβάτηςsostantivo maschile (della sella posteriore di una moto) (σε μηχανή μεγάλου κυβισμού) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) I motociclisti e i loro passeggeri entrarono tutti insieme nel locale per motociclisti. Οι μοτοσυκλετιστές και οι συνεπιβάτες τους μπήκαν όλοι στο στέκι των μηχανόβιων. |
προσωρινός, παροδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το σπίτι είχε αρκετούς προσωρινούς ένοικους, αλλά κανείς δεν έμεινε για πολύ. |
επιβάτης, επιβάτισσα(su aeroplano) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Sono un passeggero abituale di questa compagnia aerea. |
φευγαλέος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εφήμερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sua infatuazione per il nuovo ragazzo si rivelò passeggera. |
στιγμιαίοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιβάτης, επιβάτιδαsostantivo maschile (servizio di trasporto) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Il tassista andò in cerca di un cliente. Ο ταξιτζής έκανε βόλτες ψάχνοντας για επιβάτη. |
περαστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando ero giovane volevo fare la stuntman ma era una mania passeggera. Adesso preferisco la sicurezza di un buon lavoro d'ufficio. Όταν ήμουν πιο νέα, ήθελα να γίνω κασκαντέρ, αλλά ήταν μια παροδική επιθυμία. Τώρα προτιμώ να έχω μια ωραία ασφαλή δουλειά γραφείου. |
σουλατσάρωverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περπατάω, περπατώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Robert passeggiava sulla spiaggia. Ο Ρόμπερτ έκανε βόλτα στην παραλία. |
κάνω περίπατοverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Di domenica la coppia passeggiava volentieri nel parco. |
βολτάρωverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περπάτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Με το περπάτημα γλιτώνεις χρήματα από τα εισιτήρια του λεωφορείου και τη βενζίνη, ενώ επίσης αποτελεί μια καλή μορφή άσκησης. |
περιπλάνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η περιπλάνηση στα φαράγγια είναι η αγαπημένη μας δραστηριότητα το Σαββατοκύριακο. |
κάνω βόλταverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Adam passeggiava sulla spiaggia. Ο Άνταμ περπατούσε κατά μήκος της παραλίας. |
σεργιανίζω, σουλατσάρωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'uomo passeggiava per la sala. |
κάνω περίπατοverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lucia passeggiava in silenzio, persa nei suoi pensieri. |
περιφέρομαι, περιπλανώμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ero in anticipo, così decisi di gironzolare per la città. |
βηματίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Andava avanti e indietro per la stanza, preoccupata per quanto stava per accadere. |
κάνω περίπατο, κάνω βόλτα, πάω βόλταverbo intransitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
βαδίζω, σουλατσάρω, περπατώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περπατάω αργά, περπατώ αργάverbo intransitivo Jeremy camminava in giro per la stanza. |
λαθρεπιβάτηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un marinaio ha scoperto un passeggero clandestino nascosto nella stiva della nave. |
επιβάτης χωρίς αυτοκίνητοsostantivo maschile (σε πλοίο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
θέση συνοδηγού, κάθισμα συνοδηγού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θέση συνοδηγού μοτοσυκλέταςsostantivo maschile (motociclette) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αυτός που είναι πάνω στη βάρκαsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του passeggero στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του passeggero
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.