Τι σημαίνει το lotto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lotto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lotto στο Ιταλικό.
Η λέξη lotto στο Ιταλικό σημαίνει πολεμώ, παλεύω, το να παλεύω, αντιμετωπίζω, παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαι, πολεμάω, πολεμώ, τσακώνομαι, διαγωνίζομαι με κπ για κτ, ασχολούμαι με την πάλη, είμαι παλαιστής, παιγνίδι με αριθμούς, οικόπεδο, οικόπεδο, παρτίδα, πακέτο, ομάδα, φορτίο, οικόπεδο, επιφάνεια, έκταση, πακέτο, οχτώ η ώρα, οχτώ, οκτώ, οχτώ, οκτώ, οχτώ, οκτώ, οκτώ, οχτώ, οχτώ, οκτώ, οχτάρι, oχτάρι, οχτώ η ώρα, οχτώ, παλεύω, παλεύω, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, εν μέσω, υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα, αγωνίζομαι για να επιτύχω κτ, παλεύω, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, παλεύω με κπ, παλεύω για κτ, παλεύω, αγωνίζομαι, παλεύω, παλεύω με κπ, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, αλληλουποστηρίζομαι, παλεύω, μάχομαι, πολεμάω, παλεύω, πασχίζω, το παλεύω, πολεμώ ενάντια σε κτ, παλεύω με κτ/κπ, πολεμάω, πολεμώ, διεκδικώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lotto
πολεμώ(στρατιωτική μάχη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hanno cominciato a combattere all'alba e la battaglia è durata tutto il giorno. Άρχισαν να μάχονται την αυγή και η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα. |
παλεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha combattuto sul ring per dodici anni prima di diventare un attore. |
το να παλεύω(figurato: cercare di risolvere) (μεταφορικά: π.χ. με ιδέα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo ore trascorse a lottare con il problema, sono ancora lontani dal trovare una soluzione. |
αντιμετωπίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Scott capì che era impossibile combattere con quella bufera. Για τον Σκοτ ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσει τη χιονοθύελλα. |
παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le minoranze hanno lottato per l'uguaglianza dei diritti. Οι μειονότητες έχουν παλέψει (or: αγωνιστεί) για ίσα δικαιώματα. |
πολεμάω, πολεμώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le due famiglie lottano da decenni. Οι δυο οικογένειες μάχονται εδώ και δεκαετίες. |
τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le ragazzine si sono azzuffate finché non le ha divise un'insegnante. |
διαγωνίζομαι με κπ για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Centinaia di candidati competono per trenta seggi nell'assemblea. |
ασχολούμαι με την πάλη, είμαι παλαιστής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έκανα πάλη στο λύκειο αλλά όχι και στο κολέγιο. |
παιγνίδι με αριθμούςsostantivo maschile (gioco d'azzardo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οικόπεδοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'immobiliarista possedeva cinque lotti, su cui progettava di costruire nuove case. Ο κατασκευαστής είναι ιδιοκτήτης πέντε οικοπέδων στα οποία σκοπεύει να χτίσει σπίτια. |
οικόπεδο(di terra) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lei possiede un lotto edificabile nel centro della città. Έχει ένα οικόπεδο στο κέντρο της πόλης. |
παρτίδαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I biglietti erano suddivisi in quindici lotti. Τα εισιτήρια ήταν χωρισμένα σε δεκαπέντε παρτίδες. |
πακέτοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il lotto include stereo e riproduttori CD e costa mille dollari. Το πακέτο περιλαμβάνει στερεοφωνικά και CD player και κοστίζει χίλια δολάρια. |
ομάδα(persone) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il gruppo di neoassunti sta aspettando all'ingresso. Η ομάδα των νεοπροσληφθέντων περιμένει στην αίθουσα αναμονής. |
φορτίο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οικόπεδοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vorrei comprare un terreno e sono interessato a questo lotto. Θα ήθελα να αγοράσω λίγη γη. Με ενδιαφέρει αυτό το οικόπεδο εδώ. |
επιφάνεια, έκτασηsostantivo maschile (di terreno) (συνήθως μικρή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'è un appezzamento erboso fra l'aiuola e l'orto. Υπάρχει μια επιφάνεια με γκαζόν ανάμεσα στο παρτέρι και τον λαχανόκηπο. |
πακέτοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Di questi tempi chi sa investire compra sovente degli stock di merci. |
οχτώ η ώραsostantivo plurale femminile (orario: mattina) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Mi alzo sempre verso le otto, che io debba lavorare o no. |
οχτώ, οκτώsostantivo maschile (numero cardinale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Otto meno cinque fa tre. Οχτώ πλην πέντε ισούται με τρία. |
οχτώ, οκτώsostantivo maschile (simbolo numerico) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ben scrive talmente male che il suo otto sembra un sei. |
οχτώ, οκτώpronome (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Di tutti i giocatori solo i primi otto passano questo turno della competizione. |
οκτώ, οχτώsostantivo maschile (giorno del mese) (με γενική: του μήνα) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) A breve invieremo le partecipazioni. Mi raccomando, tenetevi liberi l'8 giugno! |
οχτώ, οκτώaggettivo (numerale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un ottagono ha otto lati. Το οχτάγωνο έχει οχτώ πλευρές. |
οχτάριsostantivo maschile (figura del gioco delle carte) (χαρτοπαιξία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Io ho un due, un quattro e un otto. Έχω ένα δυάρι, ένα τεσσάρι και ένα οχτάρι. |
oχτάριsostantivo maschile (pattinaggio) (σχήμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οχτώ η ώρα(orario: sera, informale) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il telegiornale della sera va in onda alle otto. |
οχτώsostantivo maschile (giorno nel mese) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mercoledì 8 è l'ultimo giorno di scuola. Η Τετάρτη στις 8 του μήνα είναι η τελευταία μέρα του σχολείου. |
παλεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha dovuto combattere il suo aggressore con un bastone. Χρειάστηκε να απωθήσει τον επιτιθέμενο με ένα ξύλο. |
παλεύωverbo intransitivo (μτφ: με/ενάντια σε κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha lottato contro il governo ed ha vinto. Αγωνίστηκε κατά της κυβέρνησης και νίκησε. |
παλεύω, αγωνίζομαιverbo intransitivo (anche figurato) (για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Bisogna lottare per i propri diritti. |
παλεύω, αγωνίζομαιverbo intransitivo (ενάντια σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha lottato contro le nuove disposizioni. |
παλεύωverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha lottato contro il cancro per sette anni prima di soccombere. |
εν μέσω(με γενική) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγωνίζομαι για να επιτύχω κτ(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παλεύωverbo intransitivo (corpo a corpo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lottava nel fango avvinghiato a suo fratello. Με τον αδελφό του πάλευαν πάνω στο λασπωμένο χώμα. |
πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά(μεταφορικά: με γενική) Ha lottato invano contro la chiusura della fabbrica. |
παλεύω με κπ
|
παλεύω για κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I giocatori lottarono per la palla. |
παλεύω, αγωνίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παλεύωverbo intransitivo (figurato: mentalmente) (μεταφορικά: με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siamo alle prese con una mancanza di fondi piuttosto grave. Dopo aver rubato la macchina Paul ha dovuto combattere con la sua coscienza. Παλεύουμε με ένα αρκετά καταστροφικό έλλειμμα στον προϋπολογισμό. |
παλεύω με κπ(informale) Horace lottava con il suo avversario sul ring di wrestling. Ο Οράτιος πάλευε με τον αντίπαλό του στο ρινγκ. Οι αστυνομικοί πάλεψαν με τους διαδηλωτές για να τους κρατήσουν πίσω από το εμπόδιο. |
πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά(μεταφορικά: με γενική) Ed Miliband ha combattuto contro suo fratello David per ottenere la guida del partito laburista. |
αλληλουποστηρίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se vogliamo raggiungere i nostri scopi dobbiamo tutti restare uniti come società. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ως κοινωνία, πρέπει να αλληλοϋποστηριζόμαστε εάν θέλουμε να πετύχουμε τους στόχους μας. |
παλεύω, μάχομαι(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Renoir lottò contro una grave forma di artrite reumatoide per gli ultimi 25 anni della sua vita. |
πολεμάω, παλεύω, πασχίζωverbo intransitivo (προσπαθώ για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli afroamericani dovettero lottare per il diritto di voto. |
το παλεύωverbo intransitivo (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολεμώ ενάντια σε κτ(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παλεύω με κτ/κπverbo intransitivo Irene ha lottato contro la sua dipendenza dall'alcol per molti anni. |
πολεμάω, πολεμώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sta lottando contro il cancro. Αγωνίζεται κατά του καρκίνου. |
διεκδικώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Annie lottò per aggiudicarsi una porzione più grossa di carne dato che era certa che la sorella ne avesse avuta più di lei. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lotto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του lotto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.