Τι σημαίνει το parto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης parto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parto στο Ιταλικό.
Η λέξη parto στο Ιταλικό σημαίνει ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, φεύγω, φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω αεροπορικώς, φεύγω, φεύγω, απομακρύνομαι, ξεκινάω, φεύγω, φεύγω, αποχωρώ, ξεκινάω, ξεκινώ, φεύγω, ξεκινώ, αναχωρώ, ξεκινώ, φεύγω, του δίνω, ξεκινάω, ξεκινώ, φεύγω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεφεύγω, αναχωρώ για κτ, πάω αλλού, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, σαλπάρω, φεύγω, απομακρύνομαι, ξεκινώ, φεύγω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, αποστέλλομαι, γέννα, τοκετός, τεκνοποίηση, τοκετός, τοκετός, γέννα, το να γεννάω, γέννα, τοκετός, φεύγω από κτ, αρχίζω, ξεκινάω, προβάδισμα, πλεονέκτημα, ξεκινώ, σαλπάρω, ξεκινώ, ανοίγω, ιδρύω, από, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, με άμεση ισχύ, όλα έτοιμα, όλα εντάξει, τρέχουσα χρονιά, από, από, από μόλις, από, κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, ξεκινάω από εδώ, ψάχνω βελόνα στα άχυρα, φεύγω για, ξεκινάω, ενεργοποιώ, κυνηγάω, κυνηγώ, αναχωρώ, φεύγω για, βάζω σε λειτουργία, ξεκινάω αμέσως, ξεκινάω στραβά, θεωρώ δεδομένο ότι/πως, προέρχομαι, πηγάζω, εκπηγάζω, προκύπτω, φεύγω για, ξεκινάω, ξεκινώ, κάνω κτ να ανακάμψει, ξεκινώ, αρχίζω, προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά, φεύγω, αποχωρώ, αναχωρώ από κτ, βοηθάω κπ στο ξεκίνημά του σε κτ, ενεργοποιώ, κάνω σταυροφορία, αναχωρώ για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης parto
ξεκινάω, ξεκινώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La famiglia è partita verso casa. |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La mia macchina non voleva partire. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'è John? No, è già andato via. Είναι ο Τζον εδώ; Όχι, έχει ήδη φύγει. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ci siamo alzati presto e siamo partiti prima delle 7. |
αναχωρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questo treno parte sempre in orario. Το τρένο αυτό φεύγει πάντα στην ώρα του. |
πηγαίνω αεροπορικώς(in aereo) Dovremmo partire per le vacanze subito prima di Natale. Η πτήση μου θα πετάξει για την Ατλάντα αύριο στις τέσσερις το πρωί. |
φεύγωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγω, απομακρύνομαι(veicoli) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ingranò la marcia e partì lungo l'autostrada. |
ξεκινάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se vogliamo arrivare alla festa in orario dobbiamo partire verso le otto. Για να φτάσουμε στο πάρτι στην ώρα μας, πρέπει να ξεκινήσουμε στις οκτώ. |
φεύγωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Henry non vedeva l'ora di partire da solo. Ο Χένρι ανυπομονούσε να φύγει μόνος του. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dovremmo partire se non vogliamo perdere il volo. |
αποχωρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I bagagli di Tim sono fatti ed è pronto a partire. Οι βαλίτσες του Τιμ είναι φτιαγμένες και είναι έτοιμος να φύγει. |
ξεκινάω, ξεκινώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Con gli zaini pieni e l'animo felice partirono per la loro ricerca. |
φεύγωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Oliver ha in progetto di partire per il fine settimana. Ο Όλιβερ σχεδιάζει να πάει εκδρομή αυτό το σαββατοκύριακο. |
ξεκινώ, αναχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Partendo la mattina dovremmo arrivare lì entro la sera. |
ξεκινώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non vedo l'ora di partire. Ανυπομονώ να ξεκινήσω το ταξίδι με αυτοκίνητο. |
φεύγωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È partita senza dire una parola. |
του δίνω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Άκουσα τα βήματα του διευθυντή. Ας του δίνουμε. |
ξεκινάω, ξεκινώ(partire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se non partiamo entro breve faremo tardi. Αν δεν την κάνουμε σύντομα, θα καθυστερήσουμε. |
ξεκινώ, αρχίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεφεύγω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ho lavorato ogni giorno fino a tardi e ho bisogno di andare in vacanza questo fine settimana. Δούλευα μέχρι αργά όλη την εβδομάδα και έχω ανάγκη να ξεφύγω αυτό το σαββατοκύριακο. |
αναχωρώ για κτverbo intransitivo (viaggio) (για ένα ταξίδι) Generalmente parto per andare al lavoro alle 8 del mattino. |
πάω αλλού
Πραγματικά πέρασα πολύ καλά στη Ρώμη, αλλά ήρθε η ώρα να πάω αλλού. |
αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La riunione è iniziata alle 10. |
σαλπάρωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγω, απομακρύνομαι(con un veicolo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Con tristezza lo vidi andare via, sapendo che non l'avrei più rivisto. Τον παρακολουθούσα θλιμμένη να βάζει μπρος και να φεύγει, ξέροντας ότι δεν θα τον ξαναέβλεπα ποτέ. |
ξεκινώ, φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dovremo metterci in viaggio molto presto per evitare il traffico dell'ora di punta. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής. |
ξεκινώ, αρχίζω(ταξίδι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si sono messi in viaggio per Londra presto il giorno dopo. Ci metteremo in viaggio alle cinque del mattino. Ξεκίνησαν για το Λονδίνο νωρίς την επόμενη μέρα. Θα ξεκινήσουμε στις πέντε το πρωί. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζωverbo intransitivo (κτ ή να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo chef ha iniziato con lo sbucciare le verdure. Η καμπάνια ξεκίνησε το 1983. |
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I festeggiamenti inizieranno oggi pomeriggio. Οι εορτασμοί θα ξεκινήσουν σήμερα το απόγευμα. |
αποστέλλομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il prodotto verrà spedito domani. Το προϊόν θα αποσταλεί αύριο. |
γένναsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il parto è andato perfettamente e la madre sta bene. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή της, ήταν η γέννηση της κόρης της. |
τοκετόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Prima dell'età della medicina moderna, il parto era un evento pericoloso sia per la madre che per il bimbo. |
τεκνοποίηση(specifico: atto terminale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τοκετόςsostantivo maschile (διαδικασία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τοκετός(specifico) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γένναsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
το να γεννάωsostantivo maschile (il partorire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γένναsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il parto è andato bene e non è durato tanto. Η γέννα πήγε καλά και δεν κράτησε πολύ. |
τοκετόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il travaglio della regina fu lungo dal momento che il dottore la ritenne troppo debole per ricevere visitatori. |
φεύγω από κτ
Lascerò la città oggi alle tre. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά την προσβολή που υπέστη, ο ομιλητής αποχώρησε από την εκπομπή. |
αρχίζω, ξεκινάω(prezzi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I prezzi delle case qui partono da 200.000 dollari. |
προβάδισμα, πλεονέκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dato che Mason sapeva che la nuova posizione sarebbe stata aperta oggi, aveva un vantaggio sugli altri candidati. |
ξεκινώ(un viaggio, un percorso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σαλπάρωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono stufo di questa vita frenetica. Perché non saliamo su uno yacht con una bottiglia di spumante e salpiamo e basta? |
ξεκινώ, ανοίγω, ιδρύω(για επιχειρήσεις) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Melissa ha avviato un'attività da casa. Η Μελίσα ξεκίνησε μια επιχείρηση από το σπίτι της. |
από
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Il venerdì sera bevo dalle due alle quattro birre. Πίνω από δύο μέχρι τέσσερις μπύρες κάθε Παρασκευή βράδυ. Διατίθενται εισιτήρια από εκατό δολάρια. |
από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A partire da adesso, ogni volta che sarai in ritardo dovrai chiamarmi. Από εδώ και στο εξής (or: από εδώ και πέρα) περιμένω να μου τηλεφωνείς όταν πρόκειται να αργήσεις. |
από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A partire da adesso, non toccherò mai più una sigaretta! |
με άμεση ισχύ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
όλα έτοιμα, όλα εντάξει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρέχουσα χρονιά
Il nostro reddito è diminuito dall'inizio dell'anno. Quante tasse hai già pagato a partire dall'inizio dell'anno? |
από
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) A partire da lunedì, l'ufficio rimarrà chiuso. Το γραφείο θα είναι κλειστό από τη Δευτέρα. |
απόpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Da domani dovrai arrivare dieci minuti prima. Από αύριο, πρέπει να φτάνεις 10 λεπτά νωρίτερα. |
από μόλιςpreposizione o locuzione preposizionale (promozioni, tariffe) (κατώτατη τιμή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stanze a partire da solo 20 € a notte per persona. Υπάρχουν διαθέσιμα δωμάτια από μόλις 20 λίρες τη βραδιά. |
απόpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Από αύριο το κατάστημα θα κλείνει τα Σάββατα. |
κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόποverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il nostro nuovo impiegato ha iniziato col piede giusto. |
πάω ταξίδι, ταξιδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La cartomante mi ha detto che presto avrei fatto un viaggio. |
ξεκινάω από εδώverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψάχνω βελόνα στα άχυραverbo intransitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φεύγω για
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκινάω(κάνω την αρχή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ενεργοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avviate la macchina premendo questo pulsante. Θέσε σε λειτουργία τη μηχανή πατώντας αυτό το κουμπί. |
κυνηγάω, κυνηγώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναχωρώ, φεύγω γιαverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Partirò per New York in mattinata. |
βάζω σε λειτουργίαverbo transitivo o transitivo pronominale (meccanica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho premuto il pulsante d'accensione, messo in moto il motore e sono decollato verso un cielo azzurro. Πάτησα το κουμπί εκκίνησης, έβαλα σε λειτουργία τη μηχανή και απογειώθηκα στον καθαρό γαλανό ουρανό. |
ξεκινάω αμέσως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκινάω στραβάverbo intransitivo (figurato, informale: nel modo sbagliato) |
θεωρώ δεδομένο ότι/πως
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προέρχομαι, πηγάζω, εκπηγάζω, προκύπτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγω γιαverbo intransitivo A me e a Edith piace partire per la spiaggia la mattina presto. I rapinatori di banche sono partiti per un lidi sconosciuti. |
ξεκινάω, ξεκινώverbo intransitivo (ένα ταξίδι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quel mattino, partimmo per il nostro viaggio in California. Εκείνο το πρωί αναχωρήσαμε για το ταξίδι μας στην Καλιφόρνια. |
κάνω κτ να ανακάμψει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεκινώ, αρχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oggi Tom e Stan hanno discusso animatamente; non so che cosa li ha fatti partire. Ο Τομ και ο Σταν είχαν έναν έντονο καυγά σήμερα. Δεν ξέρω τι τον ξεκίνησε. |
προσαρμόζομαι σταδιακά, προσαρμόζομαι μαλακά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bisogna partire con calma a lavoro dopo una settimana di assenza dall'ufficio. |
φεύγω, αποχωρώ(από κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Αφότου έφυγε από τη χώρα, πριν από δέκα χρόνια, δεν έχει ξαναγυρίσει. |
αναχωρώ από κτverbo intransitivo (μέσο μεταφοράς) Questo treno parte da New York alle 3.15 del pomeriggio. Το τρένο αυτό αναχωρεί από τη Νέα Υόρκη στις 3:15 μ.μ. |
βοηθάω κπ στο ξεκίνημά του σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lavorare nel ristorante di suo padre ha aiutato Carla a iniziare con la sua carriera di cuoca. Το γεγονός ότι εργάζονταν στο εστιατόριο του πατέρα της βοήθησε την Κάρλα στο ξεκίνημα της καριέρας της ως σεφ. |
ενεργοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha fatto partire l'allarme quando è entrato dalla porta sul retro. Ενεργοποίησε έναν συναγερμό όταν άνοιξε την πίσω πόρτα. |
κάνω σταυροφορία(storico) |
αναχωρώ για κτverbo intransitivo Il diretto per Manchester parte alle 8 di mattina. Η ταχεία αναχωρεί για Μάντσεστερ στις 8:00 π.μ. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του parto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.