Τι σημαίνει το mortale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mortale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mortale στο Ιταλικό.
Η λέξη mortale στο Ιταλικό σημαίνει θνητός, θανάσιμος, θανατηφόρος, θνητός, θανάσιμος, θανατηφόρος, θανατηφόρος, θανάσιμος, φονικός, θανατηφόρος, θανάσιμος, θανατηφόρος, θανάσιμος, θανατηφόρος, φονικός, θανατηφόρος, θανάσιμος, φονικός, θανατηφόρος, θανάσιμος, φονικός, εξοντωτικός, εξουθενωτικός, ξεθεωτικός, τούμπα, βαρετός, μη θανατηφόρος, δυστύχημα, θανατηφόρο ατύχημα, πολύ επικίνδυνος, θανάσιμο αμάρτημα, θανάσιμο αμάρτημα, θανάσιμο τραύμα, εμπρόσθια κυβίστηση, σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτο, θνητότητα, θανάσιμο αμάρτημα, κάνω περιστροφή, κάνω φλιπ, περιστροφή, επικίνδυνος, θανάσιμο χτύπημα, βαρετός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mortale
θνητός(essere umano) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
θανάσιμος, θανατηφόρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Erano impegnati in un combattimento mortale. Μπλέχτηκαν σε μια θανάσιμη μάχη. |
θνητόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La nostra condizione mortale ci rende interessati all'aldilà. Η θνητή μας φύση μας κάνει να ενδιαφερόμαστε για τη μετά θάνατον ζωή. |
θανάσιμος, θανατηφόροςaggettivo (αρρώστια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La ferita si rivelò mortale: morì in mezz'ora. Ο τραυματισμός αποδείχτηκε θανάσιμος· πέθανε μέσα σε μισή ώρα. |
θανατηφόρος, θανάσιμος, φονικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Κάποιος είχε δώσει θανατηφόρο δηλητήριο στο θύμα. |
θανατηφόροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Una malattia mortale si diffuse tra la popolazione del villaggio. Μια θανατηφόρα ασθένεια εξαπλώθηκε στον πληθυσμό του μικρού χωριού. |
θανάσιμος, θανατηφόρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θανάσιμος, θανατηφόρος, φονικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nel sud è comparso un virus letale. Ένας θανατηφόρος ιός έχει εμφανιστεί στα νότια. |
θανατηφόρος, θανάσιμος, φονικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È stato giustiziato per iniezione letale. Εκτελέστηκε με θανατηφόρα ένεση. |
θανατηφόρος, θανάσιμος, φονικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il morso del cobra può essere letale se non trattato immediatamente. Το δάγκωμα της κόμπρας μπορεί να είναι θανάσιμο αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα. |
εξοντωτικός, εξουθενωτικός, ξεθεωτικός(informale) (κουραστικός, μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Con questo caldo da morire è impossibile lavorare. Αυτή η εξοντωτική (or: εξουθενωτική) ζέστη κάνει την εργασία αδύνατη. |
τούμπα(sport) (ακροβατική φιγούρα) Il bambino ha fatto la capriola e poi la ruota. |
βαρετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Robert dovette sorbirsi un'altra noiosissima lezione, sperando di non addormentarsi. |
μη θανατηφόροςaggettivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δυστύχημα, θανατηφόρο ατύχημαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La chiamata d'emergenza riferì di un incidente mortale fuori dal bar. |
πολύ επικίνδυνοςsostantivo femminile (figurato) |
θανάσιμο αμάρτημαsostantivo maschile L'adulterio è un peccato mortale. |
θανάσιμο αμάρτημαsostantivo maschile (χριστιανισμός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il sacerdote le disse che aveva commesso peccato mortale e che se non si fosse pentita sarebbe andata all'inferno. |
θανάσιμο τραύμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εμπρόσθια κυβίστησηsostantivo femminile (γυμναστική) La ginnasta fece un salto mortale in avanti e, con grazia, atterrò sui piedi. |
σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
θνητότηταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho iniziato a contemplare il mio essere mortale quando ho compiuto sessant'anni. |
θανάσιμο αμάρτημα(figurato) (μεταφορικά) Non guardarmi come se avessi commesso un delitto capitale! |
κάνω περιστροφή, κάνω φλιπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Richard ha fatto due salti mortali prima di atterrare. Ο Ρίτσαρντ έκανε διπλή περιστροφή πριν προσγειωθεί. |
περιστροφήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Erin si staccò dalla sbarra con un salto mortale e fece un atterraggio perfetto. Η Έριν έκανε μια περιστροφή κατεβαίνοντας από το μονόζυγο και προσγειώθηκε σταθερά. |
επικίνδυνοςsostantivo femminile (figurato, peggiorativo: di oggetto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θανάσιμο χτύπημα
|
βαρετόςsostantivo femminile (figurato, informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mortale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του mortale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.