Τι σημαίνει το materiale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης materiale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του materiale στο Ιταλικό.
Η λέξη materiale στο Ιταλικό σημαίνει υλικό, υλικό, υλικά, υλικός, ουσιαστικός, ουσιώδης, ουσία, ύλη, μέσα, είδηση, μη πνευματικός, εγκόσμιος, γήινος, επίγειος, ουσία, πειρατικό λογισμικό, στείρο πέτρωμα, ξερόχορτο, ξερόκλαδο, άχυρο, εργαλεία, κακοφτιαγμένος, ασυσκεύαστος, μονωτικό υλικό, στεγανωτικό υλικό, επικίνδυνο υλικό, σταγόνα, υλικό, βιογραφικό υλικό, οικοδομικά υλικά, εύφλεκτο υλικό, ισχυρό εκρηκτικό, υλικός πλούτος, οργανική ύλη, υλικό επίστρωσης, έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα, αντικείμενο σε πλατό κινηματογραφικής ταινίας, καθοδηγητικό υλικό, αστοχία υλικού, φυσική δικαιοδοσία, φυσική ποσότητα, σημειακή μάζα, ανακυκλωμένο υλικό, αντικείμενο προμήθειας, πηγή, βοηθητικό υλικό, κατασκευαστικό υλικό, υλικό για σφράγισμα αρμών, επιπλέον φόδρα ή ενίσχυση μεταξύ του εξωτερικού υφάσματος και της κανονικής, επικίνδυνο υλικό, κατάλοιπο, υπόλειμμα, υλική φύση, προωθητικό υλικό, υλικό διδασκαλίας, υλικό μαθήματος, σχολικά είδη, σκηνικά αντικείμενα, απορρίμματα, οπτικοακουστικά βοηθήματα, συνθετικό, ψαθί, καναβάτσο, φυσικός κόσμος, ανακυκλώσιμα, επίχωμα, ενδιάμεσο στρώμα, υλικό υδρορροών, σωλήνες υδρορροών, προωθητικό υλικό, αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως βοηθήματα διδασκαλίας, σύνθεση, καλλιτεχνική επιμέλεια, υλικά και εργαλεία κοπτοραπτικής και αργυροχρυσοχοΐας, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τροχαίο υλικό, βοηθητικό εκπαιδευτικό υλικό, περίφραξη, διασωθέντα αντικείμενα, παρτίδα, έντυπη ύλη, διδακτικό υλικό, υλικό επένδυσης, υλικό επικάλυψης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης materiale
υλικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è un qualche tipo di materiale che copre questo tavolo per renderlo così liscio. Αυτό το τραπέζι καλύπτεται από κάποιο υλικό που το κάνει τόσο λείο. |
υλικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La ricercatrice ha finito di raccogliere tutto il materiale di cui ha bisogno. // Finito ciò, dobbiamo dare un'occhiata al materiale da leggere per questo corso. Μόλις τελειώσουμε με αυτό, πρέπει να ασχοληθούμε με την ύλη που έχουμε γι' αυτό το μάθημα. |
υλικάsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Sì, abbiamo nel camion del materiale che ci servirà per fare il lavoro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν μπορούμε να ολοκληρώσουμε την κατασκευή, γιατί ξεμείναμε από πρώτες ύλες. |
υλικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il calore non ha effetto sulla forma materiale di questa sostanza. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στο σημερινό μάθημα θα μελετήσουμε τον όγκο και το βάρος των υλικών σωμάτων. |
ουσιαστικός, ουσιώδηςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cerchiamo di tenere da parte i sentimenti e consideriamo i fatti concreti. Ας δοκιμάσουμε να αφήσουμε στην άκρη τα συναισθήματα και να ασχοληθούμε με ουσιώδη (or: ουσιαστικά) πράγματα. |
ουσία, ύληsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tutto il materiale legnoso finisce qui per essere riciclato. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το χαρτί παρασκευάζεται από ινώδη ύλη, είτε πολτό είτε ύφασμα. |
μέσα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) In questa lezione utilizzeremo tre materiali: carta, cuoio e tela. Στην τάξη θα χρησιμοποιήσουμε τρία διαφορετικά μέσα: χαρτί, δέρμα και καμβά. |
είδησηsostantivo maschile (giornalismo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli uragani costituiscono del buon materiale. |
μη πνευματικόςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εγκόσμιος, γήινος, επίγειος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Frank è deliziato dal buon cibo e da altri piaceri terreni. |
ουσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ο Πέτρος δεν ήταν σίγουρος από τι υλικό ήταν κατασκευασμένη η στέγη. |
πειρατικό λογισμικό(gergale) |
στείρο πέτρωμα(materiale inerte) |
ξερόχορτο, ξερόκλαδο, άχυρο(spregiativo) (για τη φωτιά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εργαλεία
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο Τζεφ πήγε στο κατάστημα για να αγοράσει μερικά νέα εργαλεία για τα μαστορέματά του. |
κακοφτιαγμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασυσκεύαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le parti saranno spedite come merci sfuse. Τα κομμάτια θα μεταφερθούν χύμα. |
μονωτικό υλικό, στεγανωτικό υλικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gli escursionisti hanno usato un isolante sugli scarponi per renderli impermeabili. |
επικίνδυνο υλικόsostantivo maschile |
σταγόναsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υλικόsostantivo maschile (στρ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βιογραφικό υλικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In quella mostra è visibile molto materiale biografico dell'artista. |
οικοδομικά υλικάsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La nostra azienda si occupa della produzione e commercio di ogni tipo di materiale edile. |
εύφλεκτο υλικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Non è stato facile domare le fiamme; ogni stanza era piena di materiale infiammabile. |
ισχυρό εκρηκτικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'autobomba conteneva 20 chili di materiale altamente esplosivo. |
υλικός πλούτοςsostantivo femminile |
οργανική ύληsostantivo maschile Riciclo di materiale organico per fare il compost per il giardino. Gli organismi decompositori, come i vermi, mangiano del materiale organico morto. Ανακυκλώνω την οργανική ύλη για να φτιάξω λίπασμα για τον κήπο. Oι αποδομητές, όπως τα σκουλήκια, τρέφονατι με νεκρή οργανική ύλη. |
υλικό επίστρωσης
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευναsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αντικείμενο σε πλατό κινηματογραφικής ταινίαςsostantivo maschile (cinematografico) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) L'hanno mandata a cercare una vecchia sedia da utilizzare come oggetto di scena per la sequenza della prigione. |
καθοδηγητικό υλικό
|
αστοχία υλικούsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Gli investigatori stabilirono che la causa del crollo fu il cedimento del materiale nella parte posteriore. |
φυσική δικαιοδοσίαsostantivo femminile |
φυσική ποσότηταsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σημειακή μάζαsostantivo maschile (φυσική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανακυκλωμένο υλικόsostantivo maschile La mia coperta è fatta di materiale riciclato, per la maggior parte di bottiglie di plastica per il latte. |
αντικείμενο προμήθειαςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πηγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βοηθητικό υλικόsostantivo maschile |
κατασκευαστικό υλικόsostantivo maschile |
υλικό για σφράγισμα αρμώνsostantivo maschile (per tronchi di legno) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος |
επιπλέον φόδρα ή ενίσχυση μεταξύ του εξωτερικού υφάσματος και της κανονικήςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επικίνδυνο υλικόsostantivo maschile |
κατάλοιπο, υπόλειμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υλική φύση
|
προωθητικό υλικόsostantivo maschile |
υλικό διδασκαλίας, υλικό μαθήματος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σχολικά είδηsostantivo maschile Ad agosto la mamma ci portava a comprare il materiale scolastico. Τον Αύγουστο η μητέρα μου μας πήγαινε να αγοράσουμε σχολικά. |
σκηνικά αντικείμενα(teatro) |
απορρίμματα(ediilzia, minerario) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
οπτικοακουστικά βοηθήματαsostantivo maschile Per la riunione di questo pomeriggio, ha dovuto mettere insieme tutto il materiale educativo audiovisivo. |
συνθετικόsostantivo maschile Certi materiali sintetici sono adatti per l'abbigliamento estivo. Μερικά συνθετικά είναι καλά για καλοκαιρινά ρούχα. |
ψαθί, καναβάτσοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φυσικός κόσμοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανακυκλώσιμαsostantivo maschile Metti il tuo materiale riciclabile nel bidone blu. |
επίχωμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ενδιάμεσο στρώμαsostantivo maschile |
υλικό υδρορροώνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σωλήνες υδρορροώνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
προωθητικό υλικόsostantivo maschile |
αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως βοηθήματα διδασκαλίαςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σύνθεσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il granito è un materiale composito che contiene più di un tipo di minerale. Ο γρανίτης είναι μια σύνθεση περισσότερων του ενός ορυκτών. |
καλλιτεχνική επιμέλειαsostantivo maschile (stampa) Il materiale grafico dell'ultimo numero della rivista è molto raffinato. |
υλικά και εργαλεία κοπτοραπτικής και αργυροχρυσοχοΐαςsostantivo maschile (per artigianato) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Jana ha acquistato perline e materiali di recupero per fare una collana. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile Il selciatore ha tappato la buca con del materiale di riempimento. |
τροχαίο υλικόsostantivo maschile |
βοηθητικό εκπαιδευτικό υλικόsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
περίφραξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alison ha ordinato del materiale di recinzione in legno per delimitare il suo giardino. |
διασωθέντα αντικείμενα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il materiale recuperato dal relitto si sta accumulando sulla spiaggia. |
παρτίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έντυπη ύλη
|
διδακτικό υλικόsostantivo maschile |
υλικό επένδυσης, υλικό επικάλυψηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του materiale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του materiale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.