Τι σημαίνει το promessa στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης promessa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του promessa στο Ιταλικό.
Η λέξη promessa στο Ιταλικό σημαίνει υπόσχεση, υπόσχεση, -, προοπτική, όρκος, αρραβώνας, ελπίδα, εγγύηση, φαβορί, διαβεβαίωση, υπόσχεση, δέσμευση, σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!, που έχω υποσχεθεί, ειλικρινά, πραγματικά, που έχει τεθεί ως ενέχυρο, αναμενόμενος, υπόσχομαι, υπόσχομαι σε κπ ότι/πως, υπόσχομαι κτ σε κπ, υπόσχομαι σε κπ κτ, υπόσχομαι, προμηνύω, προαναγγέλω, τάζω κτ σε κπ, ορκίζομαι, υπόσχεση, υπόσχομαι, δεσμεύομαι, ορκίζομαι, αρραβωνιαστικιά, αρραβώνας, μνηστεία, εγγύηση, η Γη της Επαγγελίας, η Γη της Επαγγελίας, μέλλουσα σύζυγος, γαμήλιοι όρκοι, δεν κρατάω την υπόσχεσή μου, δεν κρατώ την υπόσχεση μου, κρατάω την υπόσχεση μου, κρατάω το λόγο μου, αρραβωνιάζομαι, η γη της επαγγελίας, η γη της Επαγγελίας, ορκίζω, εξορκίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης promessa
υπόσχεσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per quanto mi riguarda, mi basta semplicemente la promessa di Helen come la garanzia che lo farà. Για μένα, η υπόσχεση της Έλεν μου φτάνει για να είμαι βέβαιος ότι θα το κάνει. |
υπόσχεσηsostantivo femminile (giuramento) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La promessa di Steve di amarmi per sempre si è rivelata una bugia. Η υπόσχεση του Στιβ ότι θα με αγαπάει για πάντα αποδείχθηκε ψέμα. |
-(figurato) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La ragazza tranquilla laggiù sembra una promessa. Penso che con un po’ di aiuto avrà successo. Εκείνο το ήσυχο κοριτσάκι δείχνει πολλά υποχόμενο. Πιστεύω πως με λίγη καθοδήγηση θα τα πάει καλά. |
προοπτικήsostantivo femminile (illusione) (για κτ ή με γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La promessa di maggiori opportunità ha attirato molta gente in California. Η προοπτική για καλύτερες ευκαιρίες τράβηξε πολύ κόσμο στην Καλιφόρνια. |
όρκος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Finora Tim ha tenuto fede alla promessa di condurre una vita migliore. Μέχρι στιγμής, ο Τιμ έχει κρατήσει την υπόσχεσή του ζει πιο καλά. |
αρραβώναςsostantivo femminile (matrimonio) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ελπίδαsostantivo femminile (figurato: talento) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'ultima promessa della squadra è un attaccante italiano di 20 anni. Το τελευταίο πολλά υποσχόμενο απόκτημα της ομάδας, είναι ένας εικοσάχρονος Ιταλός επιθετικός. |
εγγύηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mia parola è la mia promessa. |
φαβορίsostantivo femminile (figurato) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Quest'anno la promessa come miglior venditore è Dan. |
διαβεβαίωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La promessa del senatore che la voce di ogni cittadino sarebbe stata ascoltata lo rese apprezzato tra gli elettori. Οι διαβεβαιώσεις του γερουσιαστή πως η φωνή κάθε πολίτη θα ακουγόταν τον έκανε δημοφιλή στους ψηφοφόρους του. |
υπόσχεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ο Νταν κράτησε την υπόσχεσή του να βοηθάει περισσότερο τους γονείς του. |
δέσμευση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il costruttore diede il suo impegno per terminare il progetto entro la fine del mese. Ο χτίστης έδωσε τον λόγο του ότι θα έχει τελειώσει το έργο μέχρι το τέλος του μήνα. |
σου δίνω τον λόγο μου!, σας δίνω τον λόγο μου!sostantivo femminile (όρκος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'auto è in condizioni perfette al 100%. Ti do la mia parola. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σου δίνω το λόγο μου! Θα είμαι εκεί εγκαίρως. Αυτό το αυτοκίνητο είναι, πραγματικά, σε άριστη κατάσταση. Έχετε τον λόγο μου! |
που έχω υποσχεθείaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ειλικρινά, πραγματικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Più tardi avremo tempo per vedere un film, sul serio. |
που έχει τεθεί ως ενέχυροaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναμενόμενοςaggettivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
υπόσχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Taglierò il prato. Prometto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αφού υποσχέθηκα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Θα σε πάω στο πάρκο. |
υπόσχομαι σε κπ ότι/πως(di fare qualcosa) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho promesso a mia madre che avrei comprato dei francobolli oggi. Υποσχέθηκα στη μαμά μου ότι θα αγοράσω γραμματόσημα σήμερα. |
υπόσχομαι κτ σε κπ, υπόσχομαι σε κπ κτverbo transitivo o transitivo pronominale I miei genitori mi hanno promesso una bicicletta per Natale. |
υπόσχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli spot pubblicitari promettono molte cose mirabolanti. |
προμηνύω, προαναγγέλωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cielo grigio prometteva neve. Ο γκρι ουρανός προανήγγειλε χιόνι. |
τάζω κτ σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale Glenn ha promesso il suo cuore a Emma. Ο Γκλεν έταξε την καρδιά του στη Έμμα. |
ορκίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως θα κάνω κτ, να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prometto di fare del mio meglio per stare fuori dai guai. Ορκίζομαι ότι θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να μείνω μακριά από μπελάδες. |
υπόσχεσηverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il filantropo ha promesso di dare in beneficenza 2 milioni di euro. |
υπόσχομαι, δεσμεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως θα κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy ha promesso che non lo avrebbe mai lasciato. Η Γουέντι ορκίστηκε ότι δεν θα τον άφηνε ποτέ. |
ορκίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non lo farò più, prometto! Δεν θα το ξανακάνω. Το υπόσχομαι! |
αρραβωνιαστικιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mio fratello mi ha presentato Liz, la sua fidanzata. Ο αδερφός μου μού σύστησε την αρραβωνιαστικιά του, τη Λιζ. |
αρραβώνας(impegno di matrimonio) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il fidanzamento di Adam e Charlotte è piuttosto recente. Ο αρραβώνας του Άνταμ και της Σάρλοτ είναι αρκετά πρόσφατος. |
μνηστείαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il padre di Evelyn diede la sua benedizione alla sua promessa di matrimonio con Edward. |
εγγύηση(diritto, common law) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
η Γη της Επαγγελίαςsostantivo femminile (letterale, biblico) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Mosè condusse gli Israeliti fuori dall'Egitto e fino alla Terra Promessa. |
η Γη της Επαγγελίαςsostantivo femminile (Βιβλικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέλλουσα σύζυγοςsostantivo femminile |
γαμήλιοι όρκοιsostantivo femminile |
δεν κρατάω την υπόσχεσή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non posso credere che tu, il mio stesso fratello, verresti meno alla promessa di prestarmi del denaro. |
δεν κρατώ την υπόσχεση μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κρατάω την υπόσχεση μου, κρατάω το λόγο μουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mantieni le tue promesse? le chiese, dopo che lei ebbe giurato di non farlo più. |
αρραβωνιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ci frequentiamo ormai da cinque anni e presto ci fidanzeremo ufficialmente. Βγαίνουμε τα τελευταία πέντε χρόνια και σκοπεύουμε να αρραβωνιαστούμε σύντομα. |
η γη της επαγγελίαςsostantivo femminile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Molti europei nel diciottesimo secolo emigrarono verso l'America, ritenendola quasi una terra promessa. |
η γη της Επαγγελίαςsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il partito nazionale scozzese credeva di poter raggiungere la terra promessa dell'indipendenza della Scozia. |
ορκίζω, εξορκίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amanda ha legato tutti con una promessa di segretezza. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του promessa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του promessa
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.