Τι σημαίνει το ignorare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ignorare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ignorare στο Ιταλικό.
Η λέξη ignorare στο Ιταλικό σημαίνει αγνοώ, αγνοώ, αγνοώ, αγνοώ, ανατρέπω, αναιρώ, ακυρώνω, δεν μαρτυρώ, δεν αποκαλύπτω, παραβλέπω, αγνοώ, παραβλέπω, αγνοώ, αγνοώ, αγνοώ, απορρίπτω, εν αγνοία, παραμερίζω, παρακάμπτω, αγνοώ, παραβλέπω, αγνοώ, περιφρονώ, αψηφώ, περιφρονώ, αγνοώ, περιφρονώ, αγνοώ, παραβλέπω, αγνοώ, αδιαφορώ, αντιπαρέρχομαι, απαξιώ, αδιαφορώ για, αφήνω στην άκρη, κάνω στην άκρη, βάζω στην άκρη, κάνω πως δεν βλέπω, κλείνω τα μάτια, κλείνω τα αυτιά μου σε κτ, που δεν ξέρει κτ, που δε γνωρίζει κτ, που αγνοεί κτ, γειώνω, ακυρώνω, αψηφώ, απαξιώ, αγνοώ, απορρίπτω, θεωρώ κτ δεδομένο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ignorare
αγνοώverbo transitivo o transitivo pronominale (qualcuno) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È proprio irritante. Io la ignoro semplicemente. Είναι τόσο ενοχλητική. Απλά την αγνοώ. |
αγνοώverbo transitivo o transitivo pronominale (qualcosa) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha ignorato la richiesta di aiuto. Αγνόησε τις εκκλήσεις για βοήθεια. |
αγνοώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I genitori non possono più ignorare i pericoli di internet. |
αγνοώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se ricevi un insulto da una persona che non ti conosce veramente è meglio ignorarlo. |
ανατρέπω, αναιρώ, ακυρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο δικαστής ακύρωσε την ετυμηγορία του κατώτερου δικαστηρίου. |
δεν μαρτυρώ, δεν αποκαλύπτω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La mia coscienza non mi permetterà di ignorare questo crimine. Η συνείδησή μου δεν με αφήνει να μην αποκαλύψω αυτό το έγκλημα. |
παραβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In questa occasione Emily ha ignorato il cattivo comportamento di Frank. Η Έμιλι παρέβλεψε την κακή συμπεριφορά του Φρανκ σε αυτήν την περίπτωση. |
αγνοώ, παραβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il professore ignora qualunque opinione avanzata da una donna. |
αγνοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho incontrato la mia ex in discoteca, ma mi ha ignorato. |
αγνοώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il politico ha ignorato le voci sulla sua presunta relazione. |
αγνοώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha ignorato l'uomo che aveva chiamato in quanto lo ha reputato un perditempo. |
απορρίπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι ως κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Inizialmente, il direttore ha ignorato la storia in quanto semplice pettegolezzo. |
εν αγνοίαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ignorare la legge non è una scusa per trasgredirla. |
παραμερίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακάμπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henry decise di bypassare il supervisore e andare avanti col suo piano. Ο Χένρυ αποφάσισε να παρακάμψει τον προϊστάμενό του και να προχωρήσει το σχέδιό του. |
αγνοώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ignorò la mano alzata dello studente così da poter terminare la lezione. Ο δάσκαλος αγνόησε το σηκωμένο χέρι του μαθητή για να μπορέσει να ολοκληρώσει το μάθημά του. |
παραβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αγνοώ, περιφρονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elizabeth credeva che lei e Janet fossero amiche, finché Janet non la snobbò non invitandola alla sua festa. |
αψηφώ, περιφρονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli atti del criminale sfidavano le autorità. Η πράξεις του εγκληματία αψήφισαν το καθεστώς. |
αγνοώ, περιφρονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αγνοώ, παραβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chiedo scusa a tutti. Ignorate le mie precedenti istruzioni, a breve vi dirò cosa fare. Ζητώ συγγνώμη απ' όλους. Παρακαλώ μη λάβετε υπόψη τις προηγούμενες οδηγίες μου· θα σας πω τι πρέπει να κάνετε σ' ένα λεπτό. |
αγνοώ, αδιαφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era difficile non fare caso al brutto neo sulla sua faccia. |
αντιπαρέρχομαι, απαξιώ, αδιαφορώ για
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mia moglie ignora sempre i miei suggerimenti. |
αφήνω στην άκρη, κάνω στην άκρη, βάζω στην άκρη(figurato: ignorare) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mettiamo da parte le nostre differenze per trovare una soluzione comune al problema . Ας αφήσουμε στην άκρη τις διαφορές μας για να μπορέσουμε να βρούμε μια λύση για το κοινό μας πρόβλημα. |
κάνω πως δεν βλέπω, κλείνω τα μάτια(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chiudeva un occhio sulle attività di suo marito. |
κλείνω τα αυτιά μου σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Brian ignorava quello che diceva Kate, non voleva sapere. Ο Μπράιαν δεν άκουγε τι έλεγε η Κέιτ· δεν ήθελε να ξέρει. |
που δεν ξέρει κτ, που δε γνωρίζει κτ, που αγνοεί κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Δεν ήξερα οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο άτομα. |
γειώνω, ακυρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (persone non gradite) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho sorriso a Rita e l'ho salutata, ma lei mi ha ignorato. Forse non mi ha riconosciuto. |
αψηφώ, απαξιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ero completamente scandalizzato: avevo lavorato tantissimo a quel progetto e il mio capo lo ha semplicemente ignorato. Ήμουν πραγματικά αναστατωμένος. Έριξα πολλή δουλειά σε εκείνο το έργο και το αφεντικό μου μόλις την απαξίωσε. |
αγνοώ, απορρίπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Inizialmente Robert ha respinto Marilyn perché la considerava sciocca, ma poi ha capito che in realtà era una persona molto intelligente. |
θεωρώ κτ δεδομένο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ignorare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ignorare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.