Τι σημαίνει το ignorante στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ignorante στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ignorante στο Ιταλικό.

Η λέξη ignorante στο Ιταλικό σημαίνει αδαής, ελλιπώς ενημερωμένος, αδαής, ανίδεος, αδαής, αδαής, αμόρφωτος, ακαλλιέργητος, άξεστος, αγροίκος, αγροίκος, χοντράνθρωπος, ακαλλιέργητος, αδαής, αστοιχείωτος, απληροφόρητος, ανενημέρωτος, ακαλλιέργητος, αγνοώ, αγνοώ, ανατρέπω, αναιρώ, ακυρώνω, αγνοώ, δεν μαρτυρώ, δεν αποκαλύπτω, παραβλέπω, αγνοώ, παραβλέπω, αγνοώ, αγνοώ, αγνοώ, απορρίπτω, αγνοώ, περιφρονώ, αψηφώ, περιφρονώ, αγνοώ, περιφρονώ, εν αγνοία, παραμερίζω, παρακάμπτω, αγνοώ, αγνοώ, παραβλέπω, αγνοώ, παραβλέπω, αγνοώ, αδιαφορώ, αντιπαρέρχομαι, απαξιώ, αδιαφορώ για, αφήνω στην άκρη, κάνω στην άκρη, βάζω στην άκρη, κάνω πως δεν βλέπω, κλείνω τα μάτια, κλείνω τα αυτιά μου σε κτ, που δεν ξέρει κτ, που δε γνωρίζει κτ, που αγνοεί κτ, γειώνω, ακυρώνω, αψηφώ, απαξιώ, αγνοώ, απορρίπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ignorante

αδαής

aggettivo (persona stolta)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non perdiamo tempo ad ascoltare lo sbraitare di quei teppistelli ignoranti.

ελλιπώς ενημερωμένος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αδαής, ανίδεος

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Solo un ignorante potrebbe dire qualcosa di così stupido.

αδαής

(che ignora)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αδαής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questi commenti ignoranti potrebbero farti espellere.

αμόρφωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακαλλιέργητος

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel considera coloro che non amano l'opera degli ignoranti.

άξεστος, αγροίκος

sostantivo maschile (peggiorativo) (καθομ, μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αγροίκος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χοντράνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un gruppo di zotici stava creando scompiglio nel parco.

ακαλλιέργητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La zia Gladys si lamenta delle persone incivili che non apprezzano le gallerie d'arte e i musei.

αδαής, αστοιχείωτος

aggettivo (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απληροφόρητος, ανενημέρωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un allarmante numero di persone non è informato sulla malattia e i suoi effetti.

ακαλλιέργητος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mia arte non può essere apprezzata dalle masse illetterate.

αγνοώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se ricevi un insulto da una persona che non ti conosce veramente è meglio ignorarlo.

αγνοώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (qualcuno) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È proprio irritante. Io la ignoro semplicemente.
Είναι τόσο ενοχλητική. Απλά την αγνοώ.

ανατρέπω, αναιρώ, ακυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο δικαστής ακύρωσε την ετυμηγορία του κατώτερου δικαστηρίου.

αγνοώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (qualcosa) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha ignorato la richiesta di aiuto.
Αγνόησε τις εκκλήσεις για βοήθεια.

δεν μαρτυρώ, δεν αποκαλύπτω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La mia coscienza non mi permetterà di ignorare questo crimine.
Η συνείδησή μου δεν με αφήνει να μην αποκαλύψω αυτό το έγκλημα.

παραβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In questa occasione Emily ha ignorato il cattivo comportamento di Frank.
Η Έμιλι παρέβλεψε την κακή συμπεριφορά του Φρανκ σε αυτήν την περίπτωση.

αγνοώ, παραβλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il professore ignora qualunque opinione avanzata da una donna.

αγνοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho incontrato la mia ex in discoteca, ma mi ha ignorato.

αγνοώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il politico ha ignorato le voci sulla sua presunta relazione.

αγνοώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha ignorato l'uomo che aveva chiamato in quanto lo ha reputato un perditempo.

απορρίπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι ως κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Inizialmente, il direttore ha ignorato la storia in quanto semplice pettegolezzo.

αγνοώ, περιφρονώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elizabeth credeva che lei e Janet fossero amiche, finché Janet non la snobbò non invitandola alla sua festa.

αψηφώ, περιφρονώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli atti del criminale sfidavano le autorità.
Η πράξεις του εγκληματία αψήφισαν το καθεστώς.

αγνοώ, περιφρονώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εν αγνοία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ignorare la legge non è una scusa per trasgredirla.

παραμερίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρακάμπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry decise di bypassare il supervisore e andare avanti col suo piano.
Ο Χένρυ αποφάσισε να παρακάμψει τον προϊστάμενό του και να προχωρήσει το σχέδιό του.

αγνοώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ignorò la mano alzata dello studente così da poter terminare la lezione.
Ο δάσκαλος αγνόησε το σηκωμένο χέρι του μαθητή για να μπορέσει να ολοκληρώσει το μάθημά του.

αγνοώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I genitori non possono più ignorare i pericoli di internet.

παραβλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγνοώ, παραβλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chiedo scusa a tutti. Ignorate le mie precedenti istruzioni, a breve vi dirò cosa fare.
Ζητώ συγγνώμη απ' όλους. Παρακαλώ μη λάβετε υπόψη τις προηγούμενες οδηγίες μου· θα σας πω τι πρέπει να κάνετε σ' ένα λεπτό.

αγνοώ, αδιαφορώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era difficile non fare caso al brutto neo sulla sua faccia.

αντιπαρέρχομαι, απαξιώ, αδιαφορώ για

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mia moglie ignora sempre i miei suggerimenti.

αφήνω στην άκρη, κάνω στην άκρη, βάζω στην άκρη

(figurato: ignorare) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mettiamo da parte le nostre differenze per trovare una soluzione comune al problema .
Ας αφήσουμε στην άκρη τις διαφορές μας για να μπορέσουμε να βρούμε μια λύση για το κοινό μας πρόβλημα.

κάνω πως δεν βλέπω, κλείνω τα μάτια

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chiudeva un occhio sulle attività di suo marito.

κλείνω τα αυτιά μου σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Brian ignorava quello che diceva Kate, non voleva sapere.
Ο Μπράιαν δεν άκουγε τι έλεγε η Κέιτ· δεν ήθελε να ξέρει.

που δεν ξέρει κτ, που δε γνωρίζει κτ, που αγνοεί κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν ήξερα οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα σε αυτά τα δύο άτομα.

γειώνω, ακυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (persone non gradite) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho sorriso a Rita e l'ho salutata, ma lei mi ha ignorato. Forse non mi ha riconosciuto.

αψηφώ, απαξιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ero completamente scandalizzato: avevo lavorato tantissimo a quel progetto e il mio capo lo ha semplicemente ignorato.
Ήμουν πραγματικά αναστατωμένος. Έριξα πολλή δουλειά σε εκείνο το έργο και το αφεντικό μου μόλις την απαξίωσε.

αγνοώ, απορρίπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Inizialmente Robert ha respinto Marilyn perché la considerava sciocca, ma poi ha capito che in realtà era una persona molto intelligente.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ignorante στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.