Τι σημαίνει το fottuto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fottuto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fottuto στο Ιταλικό.

Η λέξη fottuto στο Ιταλικό σημαίνει κάνω πουστιά, γαμάω, πηδάω, πηδάω, παίρνω, βουτάω, σουφρώνω, γαμιέμαι, γαμάω, γαμώ, γαμάω, γαμώ, πηδάω, γαμάω, πηδάω, γαμάω, πηδιέμαι, πηδάω, πηδώ, γαμάω, γαμώ, τη φέρνω σε κπ, πηδάω, γαμάω, παίρνω, τη γάμησα, τη μάμησα, που να πάρει, και πολύ, γαμημένος, κερατένιος, δεν μας χέζεις, άντε γαμήσου, άι γαμήσου, άντε και γαμήσου, άντε γαμήσου!, άι γαμήσου!, κτ που σου γαμάει το μυαλό, κάνω πουστιά σε κπ, παίζω πουστιά σε κπ, κάνω λαμογιά σε κπ, Φάε τη σκόνη μου!, κάνω χάλια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fottuto

κάνω πουστιά

verbo transitivo o transitivo pronominale (volgare) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi ha fottuto non mettendo il mio nome nel rapporto.

γαμάω, πηδάω

(volgare: imbrogliare) (αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con il nuovo contratto l'hanno proprio fottuto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τώρα την πάτησα (or: την έχω πατήσει).

πηδάω, παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (volgare) (καθομ, προσβλητικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben ha chiavato la ragazza che si è portato a casa dalla discoteca.
Ο Μπεν πήδηξε εκείνο το κορίτσι που έφερε σπίτι από το κλαμπ.

βουτάω, σουφρώνω

(volgare: rubare) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi ha fottuto cento dollari.
Μου σούφρωσε εκατό δολάρια.

γαμιέμαι

(volgare) (χυδαίο: με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Abbiamo tempo di scopare prima che arrivino?
Έχουμε χρόνο να πηδηχτούμε πριν έρθουν;

γαμάω, γαμώ

(volgare: truffare, ingannare) (μτφ, αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le ho raccontato la storia, dicendole che era un segreto, ma lei mi ha inculato e ha detto tutto al capo.
Την εμπιστεύτηκα και της είπα την ιστορία και μετά με γάμησε, καθώς γύρισε και τα είπε στο αφεντικό μου.

γαμάω, γαμώ

(volgare) (χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally mormorò all'orecchio di Harry che gli sarebbe piaciuto proprio scoparsela.
Η Σάλι ψιθύρισε στο αυτή του Χάρυ ότι θα ήθελε πολύ να την πηδήξει.

πηδάω, γαμάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (volgare) (καθομιλουμένη, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηδάω, γαμάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (volgare) (χυδαίο, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A quanto pare, Linda si scopa Rick.

πηδιέμαι

verbo intransitivo (volgare) (χυδαίο, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-)
La mamma di Tim ha sorpreso lui e la sua ragazza mentre stavano scopando.

πηδάω, πηδώ, γαμάω, γαμώ

(volgare) (μτφ, καθομ, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben dice di essersi scopato un sacco di ragazze, ma secondo me non è vero.
Ο Μπεν λέει πως έχει πηδήξει πολλά κορίτσια, αλλά δεν τον πιστεύω.

τη φέρνω σε κπ

(colloquiale: truffare) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Adrian si rese conto troppo tardi che il negoziante lo aveva fregato.
Ο Άντριαν κατάλαβε πολύ αργά πως ο καταστηματάρχης του την είχε φέρει.

πηδάω, γαμάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (volgare) (καθομιλουμένη χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I baci appassionati gli hanno fatto venire voglia di scoparsela.

παίρνω

(volgare) (καθομ, πιθανά προσβλ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Patrick sosteneva di essersi scopato venti ragazze, ma nessuno gli credeva.

τη γάμησα

(volgare) (χυδαίο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se non confermano la tua storia, sei fottuto!
Αν δεν επιβεβαιώσουν την ιστορία σου, την πάτησες.

τη μάμησα

aggettivo (volgare, colloquiale) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La TV è di nuovo fottuta. Il capo ha scoperto ciò che abbiamo fatto e ora siamo tutti fottuti.

που να πάρει

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

και πολύ

(volgare, rafforzativo)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Σε μισώ! Είσαι και πολύ μαλάκας!

γαμημένος

aggettivo (χυδαίο, αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
"Dove sono le mie fottute chiavi?" urlò Audrey.

κερατένιος

(informale) (αργκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sei completamente fuori della tua maledetta testa?
Έχεις χάσει εντελώς το γαμημένο σου το μυαλό;

δεν μας χέζεις

(colloquiale) (αργκό, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se non ti piace, peggio per te! Vai a quel paese!
Και τι έγινε που δεν σου αρέσει; Χέσε μας!

άντε γαμήσου, άι γαμήσου, άντε και γαμήσου

interiezione (volgare, offensivo) (χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se pensi davvero che lavorerò gratis ... beh, allora vaffanculo!

άντε γαμήσου!, άι γαμήσου!

(volgare, offensivo, colloquiale) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

κτ που σου γαμάει το μυαλό

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό, χυδαίο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω πουστιά σε κπ, παίζω πουστιά σε κπ, κάνω λαμογιά σε κπ

(volgare: imbrogliare) (αργκό: εξαπατώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μη μου κάνεις καμιά πουστιά (or: παίξεις καμιά πουστιά) την έβαψες!

Φάε τη σκόνη μου!

(volgare, offensivo: singolare) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Vai a farti fottere, coglione!" Ringhiò Jeff dopo aver tirato un colpo vincente oltre il suo avversario.

κάνω χάλια

(volgare) (κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'esperienza della guerra ha fottuto il cervello a Dan.
Οι εμπειρίες του Νταν στην περίοδο του πολέμου τον είχαν κάνει χάλια.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fottuto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.