Τι σημαίνει το errore στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης errore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του errore στο Ιταλικό.
Η λέξη errore στο Ιταλικό σημαίνει λάθος, σφάλμα, σφάλμα, παράλειψη, ελάττωμα, μεροληψία, ζημιά, στιγμιαία απόσπαση, στιγμιαία διάσπαση, πατάτα, λάθος, φαλτσοστέκα, φαλτσαστέκα, φαλτσοστεκιά, λάθος, λάθος, λάθος μου, απόκλιση, λάθος, σφάλμα, πρόβλημα, λάθος, λάθος, λάθος, λαθάκι, σφάλμα, λάθος, γκάφα, λανθασμένα, παραπλανημένος, γκάφα, τυπογραφικό, ορθογραφικό λάθος, λάθος υπολογισμός, παρανόηση, παρεξήγηση, τυπογραφικό λάθος, λανθασμένη μετάφραση, τυπογραφικό λάθος, λανθασμένη κρίση, εσφαλμένη κρίση, λανθασμένη προφορά, εσφαλμένη προφορά, λανθασμένη αναφορά, εσφαλμένη αναφορά, λάθος κρίση, λάθος εκτίμηση, σφάλμα αντιγραφής, γραμματικό/συντακτικό λάθος, ανθρώπινο σφάλμα, δικαστική πλάνη, τυπογραφικό λάθος, διαχειριστικό λάθος, λάθος ταυτοποίηση, ορθογραφικό λάθος, τυπικό σφάλμα, αποτυχία συστήματος, αστοχία συστήματος, τυπογραφικό λάθος, σφάλμα στον κώδικα, παταγώδης αποτυχία, μεγάλη αποτυχία, μέθοδος trial and error, λογική πλάνη, που κάνει λάθος, που έχει άδικο, που έχει λάθος, τα θαλασσώνω, λάθος υπολογισμός, πατάτα, τυπογραφικό λάθος, κάνω τυπογραφικό λάθος, κάνω λάθος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης errore
λάθος, σφάλμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il totale della studentessa era sbagliato per via di un errore nei calcoli. Η μαθήτρια βρήκε λάθος άθροισμα λόγω ενός σφάλματος στους υπολογισμούς της. |
σφάλμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un errore del computer voleva dire che tutto il lavoro andava fatto nuovamente. Ένα σφάλμα στον υπολογιστή σήμαινε πως έπρεπε να γίνει απ' την αρχή όλη η δουλειά. |
παράλειψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi dispiace che tu non sia stato pagato puntualmente: è stato un mio errore. Συγγνώμη που δεν πληρώθηκες στην ώρα σου. Ήταν λάθος από μέρους μου. |
ελάττωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il suo più grande errore è rifiutare di ascoltare i consigli. Το μεγαλύτερο ελάττωμα της Αγκάθα είναι ότι αρνείται να ακούσει συμβουλές. |
μεροληψίαsostantivo maschile (statistica) (στατιστική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I risultati potrebbero essere affetti da errore perché il campione non era casuale. Ενδέχεται να υπάρχει μια μεροληψία (or: ένα συστηματικό σφάλμα) στα αποτελέσματα, διότι το δείγμα δεν ήταν τυχαίο. |
ζημιά(di teoria, concetto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo errore teorico avrebbe potuto essere evitato se i ricercatori avessero raccolto un maggior numero di prove empiriche. |
στιγμιαία απόσπαση, στιγμιαία διάσπαση
Un errore di attenzione mentre si guida può avere tragiche conseguenze. |
πατάτα(αργκό, μεταφορικά: λάθος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nonostante i vari errori del mago, i ragazzini hanno apprezzato lo spettacolo. |
λάθοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Scusa, ho fatto un errore. Il numero giusto è quattro. Συγγνώμη, έκανα λάθος. Το σωστό νούμερο είναι τέσσερα. |
φαλτσοστέκα, φαλτσαστέκα, φαλτσοστεκιά(ζαργκόν: μπιλιάρδο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λάθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λάθοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho paura di aver commesso un grosso sbaglio. |
λάθος μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Oh, le ho pestato un piede? Scusi, colpa mia. |
απόκλιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Τυχόν απόκλιση έστω και 2 μοιρών θα στείλει τον πύραυλο εκτός πορείας. |
λάθος, σφάλμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το μόνο σφάλμα που έκανε ποτέ ο Τζέικ ήταν ότι ξέχασε να δώσει ένα σημαντικό μήνυμα στο αφεντικό του. Παρ' όλα αυτά, όμως, του κόστισε τη θέση του. |
πρόβλημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο Ρον κάλεσε τον κουμπιουτερά να διορθώσει ένα σφάλμα στο πρόγραμμα. |
λάθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dirmi di seguire il suo consiglio è stata una mossa sbagliata. |
λάθοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Avrei dovuto dare il lavoro a lui: lì ho fatto uno sbaglio. Έπρεπε να του είχα δώσει τη δουλειά. Έκανα λάθος. |
λάθος, λαθάκιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σφάλμαsostantivo maschile (informatica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un bug nel programma ha mandato in crash il computer. Υπήρχε ένα σφάλμα στο πρόγραμμα που έκανε τον υπολογιστή να κρασάρει. |
λάθος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γκάφα(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Durante il suo discorso ha fatto una gaffe esilarante. Έκανε μια ξεκαρδιστική γκάφα, όταν έβγαλε τον λόγο της. |
λανθασμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παραπλανημένοςlocuzione aggettivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
γκάφα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tilly si è sentita umiliata per l'errore madornale commesso al lavoro. Η Τίλυ εξευτελίστηκε από τη γκάφα της στη δουλειά. |
τυπογραφικόsostantivo maschile Quando ho riletto il testo mi sono reso conto che era pieno di errori di battitura. |
ορθογραφικό λάθοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'errore di ortografia nella relazione ha creato confusione nell'azienda. |
λάθος υπολογισμόςsostantivo maschile Non c'è spazio per alcun errore di calcolo alle Olimpiadi. |
παρανόηση, παρεξήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τυπογραφικό λάθοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'ultimo New York Times conteneva un imbarazzante errore di stampa. |
λανθασμένη μετάφραση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'errore di traduzione ha generato ilarità tra i madrelingua. |
τυπογραφικό λάθοςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λανθασμένη κρίση, εσφαλμένη κρίση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λανθασμένη προφορά, εσφαλμένη προφορά
|
λανθασμένη αναφορά, εσφαλμένη αναφορά(σε λόγια κάποιου) |
λάθος κρίση, λάθος εκτίμησηsostantivo maschile Concedere un mutuo a chi non sarà in grado di effettuare i pagamenti è un errore di giudizio. |
σφάλμα αντιγραφήςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γραμματικό/συντακτικό λάθοςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questo tema è pieno di errori grammaticali. Ad esempio, ci sono verbi che non concordano con il loro soggetto e verbi coniugati nel tempo sbagliato. |
ανθρώπινο σφάλμαsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δικαστική πλάνηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È stato scarcerato perché ritenuto vittima di un errore giudiziario. |
τυπογραφικό λάθοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questo documento è pieno di errori di battitura. |
διαχειριστικό λάθος
Per un errore di trascrizione al cliente è stato addebitato l'importo due volte. |
λάθος ταυτοποίηση(από αστυνομία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fu arrestato per un errore d'identità. |
ορθογραφικό λάθοςsostantivo maschile |
τυπικό σφάλμαsostantivo maschile (στατιστική) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αποτυχία συστήματος, αστοχία συστήματος
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τυπογραφικό λάθοςsostantivo maschile |
σφάλμα στον κώδικαsostantivo maschile (informatica) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παταγώδης αποτυχία, μεγάλη αποτυχία
|
μέθοδος trial and error
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
λογική πλάνη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
που κάνει λάθος, που έχει άδικο, που έχει λάθοςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα θαλασσώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'azienda ha fatto un errore quando il prodotto ha raggiunto in ritardo alcuni mercati importanti. |
λάθος υπολογισμόςsostantivo maschile Qualche errore di valutazione potrebbe costarti il lavoro. |
πατάτα(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τυπογραφικό λάθοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάνω τυπογραφικό λάθοςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La rivista ha commesso un errore di stampa in cui invece della parola "calca" è stato scritto "cacca". |
κάνω λάθοςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il cavallo ha fatto un errore durante il galoppo. Το άλογο έκανε λάθος στον βηματισμό του. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του errore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του errore
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.